Θεωρείται μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετώπισε το ελληνικό κράτος στις αρχές του 20ού αιώνα: το 1,5 εκατ. των προσφύγων από την καθ’ ημάς Ανατολή που έφτασε στην Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την επακόλουθη Ανταλλαγή ανέτρεψε πλήρως την πληθυσμιακή ισορροπία. Το 1922 η Ελλάδα ήταν ένα κράτος 5 εκατ. με περιορισμένους φυσικούς πόρους, διχασμένο πολιτικά και οικονομικά κατεστραμμένο. Και ξαφνικά έπρεπε να επιλύσει άμεσα ένα οξύ πρόβλημα, αυτό της στέγασης κυρίως γυναικών και παιδιών κάτω των 10 ετών.
Τρομακτική ήταν η άνοδος του πληθυσμού σε Αθήνα και Πειραιά, όπου εγκαταστάθηκε περίπου το 48% των προσφύγων.
Σχολεία, εκκλησίες, αποθήκες, θέατρα κατακλύστηκαν από κόσμο, ο οποίος σε δεύτερη φάση σε μεγάλο βαθμό αυτοστεγάστηκε με κάθε μέσο στις παρυφές των δύο πόλεων. Oι παραγκουπόλεις εξαλείφθηκαν βαθμιαία, αν και με πολύ αργούς ρυθμούς, σε σημείο που έως και τον Φεβρουάριο του 1978 περίπου 3.000 αστικές προσφυγικές οικογένειες ζούσαν ακόμη σε παραπήγματα!
Για το επείγον ζήτημα της αποκατάστασης κινητοποιήθηκαν δημόσιοι φορείς και οργανισμοί, όπως το υπουργείο Υγιεινής, Προνοίας και Αντιλήψεως, το υπουργείο Γεωργίας, το Ταμείο Περιθάλψεως Προσφύγων (ΤΠΠ), η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ) και η Εθνική Τράπεζα Ελλάδος (ΕΤΕ). Σημαντικό ρόλο έπαιξαν και ξένες φιλανθρωπικές οργανώσεις, όπως οι αμερικανικός και σουηδικός «Ερυθρός Σταυρός», η American Near East Relief, κ.ά.
Η Αθήνα του 1922 μόλις που ξεπερνούσε τις 200.000 κατοίκους παρουσίαζε ήδη έλλειμμα σε κατοικίες: αντιστοιχούσε ένα σπίτι σε 10 κατοίκους. Tο οικοδομικό της αποθεματικό περιλάμβανε φροντισμένα μικροαστικά διώροφα και τριώροφα με κήπους και υπόγειο, αρκετά –συχνά επώνυμα– εκλεκτικιστικά κτήρια με μπαρόκ λεπτομέρειες, αλλά και ένα μεγάλο ποσοστό εξαθλιωμένων σπιτιών που χρονολογούνταν από την εποχή της οθωμανικής κυριαρχίας και στέγαζαν τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα.
Σε έκθεση του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας για την κατάσταση των εργατικών στρωμάτων στην Αθήνα το 1920, που αναφέρεται σε περίπου 2.000 οικογένειες, οι κατοικίες περιγράφονται ως «υπόγειες τρώγλες, […] υγρές, […] που αποπνέουν φοβερές οσμές». Τυπικά η κατοικία-δωμάτιο δεν ξεπερνούσε τα 13 τ.μ. (μαζί με την κουζίνα), ενώ 31 στις 1.000 κατοικίες δεν είχαν κανένα άνοιγμα φωτισμού ή αερισμού και πέντε ως δέκα οικογένειες χρησιμοποιούσαν τον ίδιο χώρο υγιεινής.
Aν και το κέντρο της πόλης ηλεκτροφωτιζόταν, οι εργατικές συνοικίες φωτίζονταν ακόμη με πετρέλαιο, ούτε καν με φωταέριο, ενώ η υδροδότηση ήταν γενικά προβληματική. Η μεγάλη πλειονότητα συνωστιζόταν στις δημοτικές κρήνες και όταν το νερό κοβόταν ακόμη και εκεί αναγκαζόταν να το αγοράζει. Κάτω από τέτοιες συνθήκες ήταν αναμενόμενο πως οι εργατικές γειτονιές (το Μοσχάτο, ο Ρέντης αλλά και του Ψυρρή και το Γκάζι), «θύλακες εργατικής φτώχειας και περιθωριοποίησης», πλήττονταν συχνά από πλημμύρες και επιδημίες.
Όσον αφορά τις συγκοινωνίες και τις επικοινωνίες, ήδη κατά τη «μεταρρυθμιστική» δεκαετία 1900-1910 είχε ηλεκτροκινηθεί ο σιδηρόδρομος Αθήνας-Πειραιά, είχε διανοιχθεί η Λ. Συγγρού και είχε αρχίσει η ασφαλτόστρωση των δρόμων, ενώ είχαν εμφανιστεί τα πρώτα τηλέφωνα και αυτοκίνητα. Η ανάπτυξη του σιδηρόδρομου ουσιαστικά επέβαλε και την εξάπλωση της πόλης σύμφωνα με τις βέλτιστες χωρικές αστικές επιλογές: βορειοανατολικά ως την Κηφισιά και νότια ως το Φάληρο.
H εγκατάσταση στην περιοχή της πρωτεύουσας και του Πειραιά έγινε σε 12 κύριους και 34 μικρότερους αστικούς οικισμούς στην περίμετρο της πόλης, 1-4 χλμ. πέρα από τα όρια της χτισμένης περιοχής.
Οι σημαντικότεροι στο διάστημα 1925-1930 είναι εκείνοι του Bύρωνα, της Kαισαριανής, της Nέας Iωνίας, της Kοκκινιάς, του Υμηττού και του Tαύρου. Ως το 1936 είχαν δημιουργηθεί οι οικισμοί των Λ. Αλεξάνδρας και Συγγρού, Nίκαιας, Δραπετσώνας, Eλληνικού, Ερυθρού Σταυρού, Στέγης Πατρίδος και με αυτοστέγαση οι οικισμοί σε Nέα Φιλαδέλφεια, Nέα Σμύρνη, Nέα Kαλλικράτεια και Nέα Eρυθραία. Ως το 1940 είχαν ολοκληρωθεί οι οικισμοί Δουργουτίου, Αγίου Ιωάννη Ρέντη και Αγίων Αναργύρων Πειραιά.
Τυπολογία προσφυγικών κατοικιών (1923-1930)
Σχεδόν το σύνολο των κατοικιών που κατασκεύασε το Ταμείο Περιθάλψεως Προσφύγων (ΤΠΠ) είχε χαρακτήρα προσωρινού καταλύματος: ήταν ξύλινες «χονδροειδείς παράγκες», εκτεθειμένες στο έλεος των καιρικών συνθηκών λόγω της κακής κατασκευής και συντήρησης.
Αντιθέτως, η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων χρησιμοποίησε την εμπειρία του ΤΠΠ για να περάσει γρήγορα σε εφαρμογή «στερεότερων» προτύπων.
Ο Μοργκεντάου αναφέρει χαρακτηριστικά πως η Επιτροπή χρησιμοποίησε ως επικεφαλής το νεαρό μηχανικό Σγούτα που ήδη είχε εργαστεί για το Ταμείο. Με προσωπικό μόνο 15 ατόμων οργανώθηκε το έργο κατασκευής των οικισμών σε τέσσερα τμήματα (αρχιτεκτονικός και στατικός σχεδιασμός, νομικά θέματα, επιθεώρηση και λογιστικά), ενώ απασχολήθηκαν πρόσφυγες σε ποσοστό 90%.
Ήδη πριν από την ανάληψη δράσης εκ μέρους της ΕΑΠ είχαν κατασκευαστεί με πρωτοβουλία των ίδιων των προσφύγων απλές κατοικίες από πλίθρες με άχυρο και λάσπη που ξεραίνονταν στον ήλιο. (Αυτός ο τρόπος κατασκευής αντιστοιχούσε στις περιορισμένες δυνατότητες των γυναικόπαιδων που απασχολήθηκαν στην οικοδόμηση.)
Παρόμοιες κατοικίες κατασκεύασε και η ΕΑΠ στην πρώτη φάση των εργασιών της, αλλά μετά τη σύναψη συμβάσεων για την εισαγωγή ξυλείας από το εξωτερικό στράφηκε προς τις σταθερές ξύλινες κατασκευές. Ωστόσο η ανάγκη για τακτική συντήρηση αυτού του τύπου κατοικίας έκανε τις ξύλινες κατασκευές να θεωρούνται ασύμφορες, και η Επιτροπή κατέληξε ύστερα από πειράματα με διάφορα υλικά στο βέλτιστο τύπο που, αν και κάπως υψηλότερου κόστους, συνδύαζε τη μονιμότητα με τη φθηνή συντήρηση, δηλ. σπίτια φτιαγμένα από εγχώρια πέτρα, με επένδυση από σοβά και καλυμμένα στη στέγη με εγχώρια κεραμίδια.
Διαμορφώθηκαν δύο βασικοί τύποι δίδυμων κατοικιών: μονώροφη και διώροφη, για δύο και τέσσερις οικογένειες αντίστοιχα. Σε κάθε οικογένεια αναλογούσαν τρία ελαχίστων διαστάσεων δωμάτια από τα οποία το «μεγάλο» έπαιζε διπλό, ρόλο καθιστικού και υπνοδωματίου. Στη διώροφη κατοικία, που ήταν ακριβώς σαν τη μονώροφη από άποψη διαρρύθμισης, η πρόσβαση σε κάθε ένα από τα διαμερίσματα γινόταν από εξωτερική σκάλα. Και οι δύο τύποι περιβάλλονταν από κήπο.
Παρά την έμφαση στην επανάληψη και τυποποίηση που χαρακτηρίζει τις κατοικίες της ΕΑΠ, χρησιμοποιήθηκαν συνολικά περισσότεροι από 100 τύποι μέχρι το 1930. Ο Παπαϊωάννου αναφέρει μεταξύ των επικρατέστερων κατηγοριών (εκτός από τα δίδυμα σπίτια) τις εξής:
• Μικρές ελεύθερες μονώροφες κατοικίες (τύπος που εφαρμόστηκε συχνά).
• Στίχοι σπιτιών (μονώροφα ή διώροφα για έξι, οκτώ, δέκα ή δώδεκα οικογένειες κατά όροφο ανά μονάδα κατοικίας, όπως στην Καισαριανή).
• Ελεύθερα σπίτια (διώροφα για μία ή δύο οικογένειες για πιο εύπορους πρόσφυγες, όπως στον οικισμό της Νέας Φιλαδέλφειας).
Παράλληλα το υπουργείο Πρόνοιας, που είχε ήδη αναπτύξει κατασκευαστική δραστηριότητα, ίδρυσε το 1927 την Υπηρεσία Διαχειρίσεως Αστικών Προσφυγικών Συνοικισμών. Εκτός από τις εργασίες ολοκλήρωσης έργων, ανέλαβε και νέες κατασκευές σε γενικές γραμμές πολύ κατώτερου επιπέδου από τις αντίστοιχες της ΕΑΠ, με πιο γνωστό παράδειγμα τον οικισμό των «Γερμανικών» στην άκρη της Κοκκινιάς.
Η υδροδότηση παρέμενε προβληματική, και γι’ αυτό το λόγο η ΕΑΠ άρχισε να ανοίγει πηγάδια στους οικισμούς της. Καθώς όμως ο πληθυσμός συνέχιζε να αυξάνεται τα πηγάδια δεν επαρκούσαν – ο μεγαλύτερος (και φτωχότερος) οικισμός της Κοκκινιάς υπέφερε περισσότερο. Το νερό τελικά μεταφερόταν από ιδιωτικές πηγές και πωλούνταν στους πρόσφυγες.
Όσον αφορά τις εγκαταστάσεις υγιεινής, αρχικά χτίστηκαν κοινά αποχωρητήρια και στη συνέχεια έγινε «οικονομικά εφικτό» να υπάρχει ξεχωριστό αποχωρητήριο για κάθε κατοικία. Στη φάση των κοινόχρηστων αποχωρητηρίων ο Μοργκεντάου ομολογεί πως «η αξιοπρέπεια, η κοσμιότητα και η άνεση θυσιάστηκαν στο βωμό μιας πιεστικής ανάγκης».
Η Επιτροπή, παρά το γεγονός πως δεν ανέλαβε κανένα έργο υποδομής, έκανε προτάσεις στο υπουργείο Συγκοινωνιών σχετικά με την επέκταση του οδικού δικτύου, ώστε να συνδεθεί η Αθήνα με την Κοκκινιά. Η κορύφωση των ελλείψεων σε έργα υποδομής, και πιο συγκεκριμένα αποχετευτικών, έγινε αισθητή κατά τις περιοδικές πλημμύρες που έπληξαν την Καισαριανή και τον Βύρωνα.
Η ΕΑΠ επίσης υπογραμμίζοντας τη σύνδεση μεταξύ των συνθηκών στέγασης των προσφύγων και της εκδήλωσης ασθενειών όπως η φυματίωση αλλά και η ελονοσία –που κυριολεκτικά έκαναν θραύση στην επαρχία–, ίδρυσε την Υγειονομική της Υπηρεσία το 1925 και με τη συνδρομή της ΚΤΕ κατασκεύασαν στους συνοικισμούς της μικρές μονάδες ιατρικής περίθαλψης.
Ωστόσο οι πραγματοποιημένες κατοικίες δεν επαρκούσαν σε καμία περίπτωση και έτσι το μεγαλύτερο μέρος των προσφύγων αυτοστεγάστηκε.
Ανάμεσά τους ήταν πολύ λίγοι εκείνοι που είναι σε θέση να ξεφύγουν από τη λύση της πρόχειρης κατασκευής ενοικιάζοντας ή, ακόμη περισσότερο, αναλαμβάνοντας οι ίδιοι την οικοδόμηση των κατοικιών τους. Στους τελευταίους δόθηκαν οικόπεδα και δάνεια ενώ το κράτος ανέλαβε τα έργα υποδομής. Οι περιπτώσεις της Νέας Σμύρνης, της Καλλίπολης και της Νέας Καλλικράτειας (στο νότιο άκρο της Πειραϊκής) ανήκουν σε αυτή την κατηγορία.
Η συντριπτική πλειονότητα των προσφύγων πάντως στεγαζόταν πρόχειρα σε άθλιες παράγκες που σε μεγάλο ποσοστό παρέμειναν ως και τις αρχές της δεκαετίας του ’70, παρά τον «προσωρινό» χαρακτήρα τους. Παραγκουπόλεις δημιουργήθηκαν κοντά στις «οργανωμένες» προσφυγικές περιοχές, στις παρυφές της πόλης αλλά και όπου υπήρχε ελεύθερος χώρος, συχνά σε μέρη εντελώς ακατάλληλα. Φτιαγμένες από ευτελή υλικά, αυτές οι τρώγλες στέγασαν ολόκληρες οικογένειες.
Ο Παπαϊωάννου με ευαισθησία παρατηρεί τις αντιστοιχίες με τα παραδοσιακά σπίτια: «Η χρήση ωραίων χρωμάτων, οι γλάστρες, οι πάγκοι, τα σκέπαστρα και άλλες έξυπνες διακοσμητικές επινοήσεις δίνουν σε αυτές [τις τρώγλες] την εμφάνιση της καλύτερης ανώνυμης λαϊκής αρχιτεκτονικής είτε ενός εκλεπτυσμένου εξωπραγματικού σκηνικού. Παράλληλα υπάρχει σωστή αντίληψη της ανθρώπινης κλίμακας και αυτές οι τρώγλες δεν θα ήταν διόλου τρώγλες αν δεν συνέτρεχαν σε αυτό οι ασυμβίβαστα μικρές τους διαστάσεις και η ευτελής τους κατασκευή».
Αυτή η διάθεση για καλυτέρευση ακόμη και των άθλιων συνθηκών εμπόδισε τις προσφυγικές παραγκουπόλεις από το να μεταμορφωθούν σε περιοχές μεγάλης αστικής υποβάθμισης (slums).
Η διαφορά ωστόσο ήταν οριακή, όπως φαίνεται από τα κείμενα της ΕΑΠ: «Υπάρχουν μερικές από αυτές τις χτισμένες εκτάσεις, όπου το σύνολο των κατασκευών παρουσιάζει μάλλον την εικόνα ενός τεράστιου στρατώνα παραπηγμάτων παρά εικόνα κανονικού οικισμού. Βλέπει κανείς κατοικίες καμωμένες από λάσπη ή από σανίδες, που καμιά φορά δεν έχουν πάνω από τέσσερα ή πέντε μέτρα επιφάνεια. Υπάρχουν στέγες καλυμμένες από υπολείμματα τενεκέδων ή από το λεγόμενο πισσόχαρτο, απ’ όπου περνάει άνετα η βροχή, και κάτω από αυτές τις συνθήκες συχνά τρία, τέσσερα, καμιά φορά και πέντε ή έξι άτομα στοιβάζονται πάνω στο πατημένο χώμα για να περάσουν τη νύχτα. Υπάρχουν γειτονιές όπου ελικοειδείς διάδρομοι κυκλοφορίας των πεζών διακόπτονται από μολυσμένους δύσοσμους σίφωνες, ανοιχτούς, όπου απορρίμματα λιμνάζουν και σήπονται».