Ρεμπελιό, το. Μια λέξη που σήμερα δεν χρησιμοποιείται και σημαίνει την εξέγερση, την επανάσταση. Και αν το μυαλό μας στο άκουσμά της πηγαίνει στους ρέμπελους, τους τεμπέληδες, η Ιστορία έχει γράψει ότι στη Σμύρνη το ρεμπελιό ήρθε να προστεθεί σε μια σειρά βίαιων συγκρούσεων που είχαν ξεκινήσει ήδη από το 17ο αιώνα και αφορούσαν τη συνύπαρξη των διαφορετικών εθνοθρησκευτικών ομάδων.
Το «Ρεμπελιό της Σμύρνης» ή αλλιώς «Ρεμπελιό των Γενιτσάρων» ή «Μεγάλο Ρεμπελιό» ήταν ένα από τα βιαιότερα επεισόδια.
Η δολοφονία ενός γενίτσαρου από έναν χριστιανό στις 4 Μαρτίου του 1797 οδήγησε στην άγρια λεηλασία του Φραγκομαχαλά, της συνοικίας της ευρωπαϊκής και ελληνικής ελίτ, και στη σφαγή χιλιάδων Ελλήνων χριστιανών από ομάδες γενίτσαρων.
Θεωρήθηκε η σημαντικότερη καταστροφή που υπέστη η πολυπολιτισμική Σμύρνη τον 18ο αιώνα, ενώ ο θρήνος και η οργή αποτυπώθηκαν σε λαϊκά στιχουργήματα. Εάν αξιολογηθεί μέσα από τις έντονες πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές διεργασίες της εποχής, θα πρέπει να τονιστεί ότι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν σε εξέλιξη μια προσπάθεια επανακαθορισμού των σχέσεων κέντρου-περιφέρειας και επιβολής του κρατικού ελέγχου σε διάφορες κοινωνικές ομάδες, οι οποίες κινούνταν εκτός της παραδοσιακής οθωμανικής «τάξης» (nizam).
Το χρονικό
Το πώς ξεκίνησαν όλα και πώς φτάσαμε στο Ρεμπελιό της Σμύρνης έχει περιγράψει η αναπληρώτρια καθηγήτρια Οθωμανικής Ιστορίας στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο Σοφία Λαΐου, στην έκδοση της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας με τίτλο Το Ρεμπελιό της Σμύρνης, η ιστορία της Μικράς Ασίας, οθωμανική κυριαρχία (Αθήνα, 2011).
Τον Μάρτιο του 1797, γράφει, κατά τη διάρκεια του Ραμαζανιού έφτασε στη Σμύρνη ένας θίασος με Αυστριακούς ακροβάτες για μια σειρά παραστάσεων. Παρά τις ενστάσεις του βοεβόδα, που θεωρούσε πιθανή την πρόκληση εντάσεων, το πολυαναμενόμενο θέαμα δεν ακυρώθηκε, προς τέρψη των Ευρωπαίων και άλλων χριστιανών κατοίκων της πόλης.
Οι παραστάσεις θα δίνονταν σε υπαίθριο χώρο στον Φραγκομαχαλά και υπήρχε εισιτήριο. Στην είσοδο ο Βενετός πρόξενος είχε βάλει έναν γενίτσαρο, φρουρό από την ακολουθία του. Το επεισόδιο ξεκίνησε όταν ναύτες, Βρετανοί υπήκοοι από τη Ζάκυνθο, Βενετοί Κροάτες και Σκλαβούνοι (κάτοικοι των δαλματικών ακτών) προσπάθησαν να μπουν χωρίς εισιτήριο. Ο γενίτσαρος τους έδιωξε, ωστόσο λίγο αργότερα επέστρεψαν, με όπλα. Ακολούθησε συμπλοκή και ο φρουρός έπεσε νεκρός.
Το κύμα οργής άρχισε να φουντώνει. Πρωτοστάτησε ο λόχος του συγκεκριμένου στρατιωτικού – κατά μια μαρτυρία περιέφεραν εξαγριωμένοι τα ματωμένα ρούχα του απαιτώντας την παράδοση του δολοφόνου. Κατά τη Σοφία Λαΐου, η αντίδρασή τους ήταν νομικά η αναμενόμενη. Επρόκειτο για διένεξη μεταξύ ξένων και Οθωμανών υπηκόων για αδίκημα κατά της ζωής, γεγονός που επέβαλε την εκδίκαση της υπόθεσης στο οθωμανικό ιεροδικείο και αφετέρου εξανάγκαζε –πάλι σύμφωνα με το οθωμανικό ποινικό δίκαιο– τους έχοντες νόμιμο συμφέρον και σχέση με το θύμα (δηλαδή τους συντρόφους του γενιτσάρου) να αναζητήσουν οι ίδιοι το θύτη, για να τον προσαγάγουν στο ιεροδικείο.
Ο δράστης αναζητήθηκε στο βενετικό και στο ρωσικό προξενείο, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Το κλίμα άρχισε να γίνεται ακόμα πιο εκρηκτικό και η πιθανότητα ενός γενικευμένου ξεσηκωμού των γενίτσαρων ήταν μεγάλη – το ανακοίνωσαν οι ίδιοι στον Οθωμανό δικαστή και σε άλλους αξιωματούχους, αξιώνοντας την παράδοση του δολοφόνου και την άμεση ενημέρωση των προξένων. Τα αντίποινα ήταν ξεκάθαρα: Ειδεμή θα πυρπολήσουμε τη φραγκική συνοικία.
Η αφορμή δόθηκε ένα 24ωρο μετά όταν 1.000-1.500 γενίτσαροι πήγαν στο Χιώτικο Χάνι ήταν γνωστό ότι διέμεναν Βενετσιάνοι Ζακυνθηνοί, Σκλαβούνοι και Κροάτες, προκειμένου να ζητήσουν την παράδοση του δράστη. Σε οθωμανικό έγγραφο αναφέρεται ότι ο αριθμός των Σκλαβούνων στο χάνι έφθανε τους 1.000. Η άρνηση παράδοσης του δολοφόνου και η ανταλλαγή πυροβολισμών με αποτέλεσμα τη δολοφονία γενιτσάρων έδωσε έναυσμα για μια από τις μεγαλύτερες σφαγές στην πόλη της Σμύρνης το 18ο αιώνα.
Μαζί με τους εξεγερμένους γενίτσαρους ενώθηκαν ναύτες του οθωμανικού στόλου αλλά και οπλισμένοι μουσουλμάνοι της πόλης, συμπεριλαμβανομένων ανέργων και άλλων φτωχών, οι οποίοι μετείχαν στην εξέγερση με το σύνθημα «οι Σκλαβούνοι επιτίθενται εναντίον των μουσουλμάνων».
Η κατάσταση γρήγορα ξέφυγε από κάθε έλεγχο. Οι γενίτσαροι σκότωναν όποιον Έλληνα έβρισκαν μπροστά τους και πυρπολούσαν κτήρια στον Φραγκομαχαλά. Η συνοικία ισοπεδώθηκε, καθώς εμπόδιζαν οποιαδήποτε επιχείρηση κατάσβεσης των πυρκαγιών, όπως αυτή που προσπάθησαν να οργανώσουν οι Γάλλοι.
Ο Φραγκομαχαλάς ήταν πλέον έρμαιο της εκδικητικής μανίας των εξεγερμένων καθώς και της φοράς του ανέμου. Η τελευταία ήταν που μετέφερε τη φωτιά στην Αρμενική συνοικία με αποτέλεσμα και αυτή να υποστεί ζημίες.
Μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα των σφαγών και των εμπρησμών προστέθηκαν οι λεηλασίες των σπιτιών, καταστημάτων και των αποθηκών των πλούσιων Ευρωπαίων εμπόρων αλλά και των απλών μη μουσουλμάνων κατοίκων. Φαίνεται ότι, εκτός από τους μουσουλμάνους –στρατιωτικούς και μη–, σημαντικό μερίδιο στις λεηλασίες είχαν οι Βενετοί ναύτες, ενώ σύμφωνα με έγγραφο της οθωμανικής διοίκησης οι τελευταίοι ευθύνονταν για το θάνατο 30-40 κατοίκων.
Ενώ είναι γνωστό ότι οι γενίτσαροι εκτελούσαν όποιον Έλληνα συναντούσαν στον Φραγκομαχαλά, ο προσδιορισμός του αριθμού των θυμάτων εξαρχής παρουσίαζε δυσκολίες. Σε αναφορά της οθωμανικής διοίκησης σημειώνεται ότι πολλοί εξ αυτών από φόβο δεν εγκατέλειψαν τα σπίτια τους με αποτέλεσμα να καούν ζωντανοί, ενώ ο αριθμός τους ήταν αδύνατον να εξακριβωθεί.
Ωστόσο, ο Γάλλος Μ. Tricon, αυτόπτης μάρτυρας του μακελειού, μιλά για «μερικές εκατοντάδες» νεκρούς μεταξύ των «ραγιάδων». Σε αυτούς συμπεριλαμβάνονται και 60 μαθητές που κάηκαν όταν έπιασε φωτιά το σχολείο τους. Από την άλλη, ο Γάλλος πρόξενος στην Σμύρνη κάνει λόγο για πάνω από 1.000 νεκρούς, ενώ σε αναφορά ανωνύμου σχετικά με τα γεγονότα ο αριθμός ανέρχεται στους 1.265 νεκρούς. Βρετανικές πηγές κάνουν λόγο για 1.500 θύματα.
Η καταστροφή του εμπορικού και πλέον κοσμοπολίτικου –για τα δεδομένα της εποχής– κέντρου της Σμύρνης σήμαινε τεράστιες υλικές καταστροφές και σοβαρότατη ζημία για το εξωτερικό εμπόριο της πόλης. Πάνω από 1.500 σπίτια λεηλατήθηκαν ή καταστράφηκαν από τη φωτιά, ενώ τα αντίστοιχα καταστήματα ήταν περισσότερα από 3.500.
Μεταξύ των κτηρίων που αποτεφρώθηκαν συμπεριλαμβάνονταν το νοσοκομείο των ορθοδόξων, τα προξενεία της Αγγλίας, Ολλανδίας και της Γαλλίας καθώς και η καθολική εκκλησία της Αγίας Μαρίας. Οι απώλειες μόνο των Βρετανών υπηκόων και εμπόρων έφθαναν τα 1.303.167 πιάστρα, ενώ η μεγαλύτερη ζημία που υπέστη Ευρωπαίος έμπορος ήταν αυτή του Βρετανού Joseph Franel που ανερχόταν σε 409.129 πιάστρα. Ήταν τέτοια η καταστροφή που, σύμφωνα με τον Γάλλο πρόξενο «στην Σμύρνη δεν έμεινε ίχνος εμπόρου και εμπορικής δραστηριότητας».