Από την Τραπεζούντα καταγόταν ο Άγιος Ιορδάνης (εξού και το προσωνύμιο ο εκ Τραπεζούντος), ο άγιος που εικονογραφείται με την ποντιακή φορεσιά. Η Εκκλησία τιμά τη μνήμη του στις 2 Φεβρουαρίου – αποκεφαλίστηκε αυτή τη μέρα το 1650 ή κατ’ άλλες πηγές το 1651.
Μετά το γάμο του εγκαταστάθηκε στον Γαλατά της Κωνσταντινούπολης. Τότε ήταν 40 χρονών και το επάγγελμά του καζαντζής, δηλαδή χαλκουργός, λεβητοποιός, κατασκευαστής καζανιών).
Οι διώξεις ξεκίνησαν όταν διασκεδάζοντας μια μια παρέα συμπατριωτών και συναδέλφων τους καζαντζήδων αγαρηνών, κατά τη διάρκεια ενός παιγνίου κάποιος είπε κοροϊδευτικά στα ελληνικά: «Άγιε Νικόλα ψωριάρη, βοήθησε με να νικήσω». Ο Ιορδάνης τότε απάντησε παρόμοια σε βάρος του Μωάμεθ. Την επόμενη μέρα ένας από την παρέα του τον κατηγόρησε σαν υβριστή της θρησκείας.
Οδηγήθηκε λοιπόν στον βεζίρη και πιέστηκε να δεχθεί το μουσουλμανισμό για να αποφύγει την τιμωρία του θανάτου. Μάλιστα ο βεζίρης, επειδή τον γνώριζε προσωπικά, έταξε και μεγάλες τιμές. Ο Ιορδάνης όμως παρέμεινε σταθερός στην αγάπη του προς τον «γλυκύτατο Ιησού». Προτού οδηγηθεί από τον έπαρχο στο Κουτζούκ Καραμάνι, τον τόπο της εκτέλεσης, ζήτησε μόνο να περάσει από το εργαστήριό του.
Εκεί ενημέρωσε για τις εκκρεμότητες, έλαβε κι έδωσε συγχώρεση σε όλους τους χριστιανούς και παράγγειλε να δώσουν από τα πράγματα του στη εκκλησία, στα μοναστήρια αλλά και στα ορφανά για να συγχωρεθεί η ψυχή του.
Ενώ ήταν έτοιμος ο δήμιος να αποκεφαλίσει τον μάρτυρα, έφθασε αγγελιοφόρος του βεζίρη και είπε μυστικά στον Ιορδάνη: «Σε συμβουλεύει να λυπηθείς τη ζωή σου και πες φανερά ότι τουρκεύεις και έπειτα πήγαινε όπου θέλεις να ζήσεις χριστιανικά».
Ο Ιορδάνης απάντησε: «Ευχαριστώ τον βεζίρη, αλλά αυτό δεν θα το κάνω ποτέ».
Τη νύχτα πήγαν οι συγγενείς και οι φίλοι του στον έπαρχο, και αφού του έδωσαν αρκετά χρήματα, πήραν το λείψανο του και το έθαψαν ευλαβικά στην τοποθεσία Μπέγιογλου.
Το μαρτύριο του Αγίου Ιορδάνη συνέγραψαν ο Μέγας Λογοθέτης της Μεγάλης Εκκλησίας Ι. Καρυοφύλλης, και ο Μελέτιος Συρίγου. Όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά για την πορεία του προς τον τόπο αποκεφαλισμού: «Ευχαριστούσε τον Θεό που τον αξίωνε να μαρτυρήσει και έπαιρνε συγχώρεση από μικρούς και μεγάλους που συναντούσε στο δρόμο του μαρτυρίου. Ήταν θαύμα να τον βλέπει κανείς χωρίς φόβο, χωρίς δειλία, χωρίς να έχει αλλάξει η όψη του, αλλά περπατώντας χαρούμενο».