Με την ελληνοτουρκική Διακήρυξη Φιλίας να κρύβει αρκετούς σκελετούς στην ντουλάπα, η ελληνική κοινωνία βρίσκεται σε μια σχιζοφρενική κατάσταση. Από τη μια θέλει ειρήνη και ησυχία (απολύτως δικαιολογημένα) και στηρίζει την κυβέρνηση –όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις–, και από την άλλη ανησυχεί μήπως η χώρα με την πολιτική Μητσοτάκη υποστεί ανήκεστο βλάβη.
Δημοσιεύματα την εβδομάδα που πέρασε σχολίαζαν αρνητικά τις κοινές περιπολίες Ελλάδας-Τουρκίας και θεωρούσαν ότι γίνονται «δήθεν» για τους μετανάστες ενώ στην ουσία δημιουργούν καταστάσεις συνδιαχείρισης στο Αιγαίο. Η κυβερνητική οπτική βλέπει πολύ διαφορετικά το θέμα και θεωρεί πως με την τακτική αυτή διασφαλίζεται η κατά το δυνατόν προστασία από μεταναστευτικές ροές.
Το ότι κάτι βαθύτερο κρύβεται πίσω από την ελληνοτουρκική προσέγγιση, η οποία θα γίνει σταδιακά και μεθοδικά ώστε να μην φανεί κατά την εξέλιξη η συνολική εικόνα της κατάληξης, αποτελεί κοινό σχεδόν τόπο.
Όπως είναι γνωστό, η Τουρκία αξιώνει έλεγχο της περιοχής του Αιγαίου ανατολικά του 25ου μεσημβρινού. Δεν μπορεί αυτήν τη στιγμή να βεβαιωθεί αν οι κοινές περιπολίες αποτελούν σταδιακή προσαρμογή στη συνδιαχείριση.
Η κυβέρνηση διαρρέει ότι θέλει να κερδίσει χρόνο ώστε να καλυφθούν οι αμυντικές ανάγκες της χώρας, αλλά η υπόθεση των δύο επιστολών του Στέιτ Ντιπάρτμεντ προς το Κογκρέσο με τις οποίες ζητά να εγκριθεί η πώληση όπλων στην Ελλάδα και την Τουρκία προσθέτει ανησυχίες, δεν αφαιρεί.
Η επιστολή που αφορούσε στην Ελλάδα επικεντρωνόταν στα F-35 και στο πλεονάζον υλικό των ΗΠΑ που θα παραχωρηθεί δωρεάν – και εδώ τελειώνει η σχετική αναφορά.
Η αντίστοιχη της Τουρκίας περιλαμβάνει πληθώρα οπλικών συστημάτων και όπλων που ακόμη και με μια πρώτη ματιά δημιουργούν ανησυχία στους ειδικούς. Το συμπέρασμα είναι πως η Ουάσινγκτον με το είδος των εξοπλισμών που επιτρέπει στις δύο χώρες να προμηθευθούν αποκαλύπτει και την προτίμησή της για τον κυρίαρχο της περιοχής.
Στην Αθήνα –σε μια κυβερνητική προσπάθεια διαχείρισης των εντυπώσεων της κοινής γνώμης– δόθηκε έμφαση στην απόκτηση των F-35 σε αντίθεση με τα F-16 της Τουρκίας, αλλά τα όπλα δεν είναι χάντρες για τους ιθαγενείς.
Πέραν του γεγονότος ότι η Βικτόρια Νούλαντ, υφυπουργός εξωτερικών των ΗΠΑ, δήλωσε πως η Τουρκία είναι καλοδεχούμενη στην οικογένεια των F-35 αν εγκαταλείψει τους S-400, ο επίτιμος Αρχηγός ΓΕΕΘΑ πτέραρχος Χρήστος Χριστοδούλου δήλωσε στη διαδικτυακή εκπομπή «Ανιχνεύσεις web tv» πως εκείνο που έχει σημασία είναι τα όπλα που θα φέρει ένα αεροπλάνο, και πως με όσα διάβασε μέχρι στιγμής ότι θα προμηθευθεί η χώρα τού προκαλούνται ανησυχίες.
Ο Χρήστος Χριστοδούλου θεώρησε επίσης πως είναι άνευ σημασίας και κοστοβόρο το πλεονάζον υλικό που θα δοθεί δωρεάν στην Αθήνα, τονίζοντας ότι η δωρεά εξυπηρετεί περισσότερο τους Αμερικανούς οι οποίοι κάπου έπρεπε να το αποδομήσουν.
Άνευ σημασίας είναι επίσης –ακόμη και αν αναληφθούν– οι δεσμεύσεις της Τουρκίας ότι δεν θα χρησιμοποιήσει τα αεροπλάνα που θα αγοράσει ή θα εκσυγχρονίσει για την παραβίαση του ελληνικού εναέριου χώρου ή για απειλή κατά της Ελλάδας. Θα το πράξει, όπως θα το έπραττε οποιοσδήποτε τα είχε.
Σχετικές, και προς την κατεύθυνση της παραπάνω εκτίμησης είναι και οι δηλώσεις που έκαναν η Ντόρα Μπακογιάννη αλλά και ο υπουργός Άμυνας Νίκος Δένδιας.
Ο Νίκος Δένδιας κατέρριψε τις ψευδαισθήσεις όσων πιστεύουν πως η Ελλάδα έχει ένα ιδιαίτερο στάτους το οποίο γίνεται σεβαστό από τις ΗΠΑ. Σε συνέντευξή του είπε ρητά πως η πολιτική της Ουάσινγκτον απέναντι στην Άγκυρα δεν μπορεί να επηρεαστεί από την Αθήνα, παρά μόνο παρακλητικά. Και το είπε με αφορμή την ερώτηση περί δέσμευσης της Άγκυρας.
Για τα όπλα που θα φέρουν τα F-35 (αν και όταν τα προμηθευθεί η Ελλάδα), ο υπουργός Άμυνας είπε, προδικάζοντας το είδος τους, πως «δεν θέλουμε να γίνουμε παγκόσμια υπερδύναμη (sic), αλλά να τα χρησιμοποιήσουμε για αποτροπή».
Είναι η προετοιμασία της κοινής γνώμης για τα περιορισμένης εμβέλειας οπλικά συστήματα με τα οποία θα εφοδιασθεί ένα πανάκριβο αεροπλάνο σε σχέση με τις δυνατότητές του.
Ακόμη και να ήθελε η Ελλάδα, το είδος των οπλικών συστημάτων που θα φέρει ένα αεροπλάνο που αγοράζει εξαρτάται από την πολιτική της χώρας που το προμηθεύει. Εν προκειμένω, από τις ΗΠΑ. Ούτε οι Belharra κατ’ απαίτηση των ΗΠΑ θα φέρουν στρατηγικά όπλα, όπως οι Scalp. Τα στρατηγικά όπλα είναι που θα έδιναν στη χώρα την ικανότητα αποτροπής. Διότι θα μπορούσαν να απειλήσουν τα κέντρα του αντιπάλου.
Εν ολίγοις, θέλουν τη χώρα καταναλωτή των οπλικών συστημάτων που οι ΗΠΑ επιθυμούν και την εμβέλειά τους περιορισμένη στα όρια που της έχει αναγνωρίσει η Ουάσινγκτον στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ.
Η Ελλάδα δεν μπορεί να ξεφύγει από αυτή την εξάρτηση. Η Τουρκία το επιχείρησε και εν πολλοίς το πέτυχε.
Ο Νίκος Δένδιας και άλλοι πολιτικοί και στρατιωτικοί παράγοντες μιλούν συνεχώς για αποτροπή, αλλά δεν εξηγούν τι εννοούν με τον όρο. Θέλουν να αποτρέψουν τι; Πόλεμο, παραβίαση κυριαρχικών δικαιωμάτων; Επιθετική ενέργεια της Τουρκίας κατά της Κύπρου; Τι;
Ελληνοτουρκικός πόλεμος μέχρι στιγμής αποτρέπεται, αλλά δεν είναι σίγουρο αν αποτρέπεται λόγω της αμυντικής ικανότητας της χώρας ή του συνυπολογισμού παραμέτρων από την Τουρκία, τα οποία την καθιστούν επιφυλακτική.
Χωρίς να τον αποκλείει αν χρειαστεί, η Τουρκία στην παρούσα φάση δεν επιδιώκει πόλεμο εδαφικής κατάκτησης με την Ελλάδα. Επιδιώκει να ασκήσει ζωτικά της συμφέροντα στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, και εκεί δεν υπάρχει καμιά αποτροπή. Όποτε θέλει να τα παραβιάσει, τα παραβιάζει. Επιδιώκει ακόμη να κρατά την Ελλάδα οικονομικά αιχμάλωτη (και αυτό το επιτυγχάνει και με την κούρσα των εξοπλισμών), και όπου μπορεί να την δορυφοριοποιήσει.
Όπως είπε σε ομιλία του στη Θεσσαλονίκη ο πρέσβης ε.τ. Γεώργιος Πουκαμισάς, η Συμφωνία της Λοζάνης αποτέλεσε τη ληξιαρχική πράξη γένεσης της σύγχρονης Τουρκίας και την κατέστησε ηπειρωτικό κράτος. Η Τουρκία επεδίωξε και πέτυχε να παίξει ρόλο ως ενδιάμεση περιοχή μεταξύ Δύσης και Ανατολής, χωρίς να θέλει να υποβαθμίσει τις σχέσεις της με τη Δύση. Αλλά αμφισβήτησε και τον περιορισμό της ως χερσαία δύναμη. Με το όραμα της «Γαλάζιας Πατρίδας» επιδιώκει και έλεγχο των θαλασσών, ρόλο τον οποίο είχε η Ελλάδα. Παρά τα μεγάλα λόγια, με την κατάσταση που έχει σήμερα το Ναυτικό είναι αμφίβολο αν η Ελλάδα μπορεί να διαδραματίσει έναν ρόλο ελέγχου των θαλάσσιων οδών, ρόλος που της αποδόθηκε από την Επανάσταση του 1821 ακόμη, από την τότε θαλασσοκράτειρα Βρετανία.
Γι’ αυτό προκάλεσε έκπληξη η πρόταση Δένδια να εγκατασταθεί στην Ελλάδα το ευρωπαϊκό στρατηγείο κατά των Χούθι της Υεμένης. Μια τέτοια κίνηση, πέρα του ότι εμπλέκει τη χώρα βαθύτερα σε έναν πόλεμο που είναι άδηλη η κατάληξή του, είναι και επικίνδυνη καθώς την καθιστά αντικείμενο στόχου από το παγκόσμιο τζιχάντ.
Στο πλαίσιο των υποχρεώσεών της η Ελλάδα θα μπορούσε να συμμετάσχει σε μια ευρωπαϊκή αποστολή στην Ερυθρά Θάλασσα, αλλά η πρόταση για το στρατηγείο και η επίδειξη «πρωτοπαλικαρισμού» αποτελεί επικίνδυνο πλεονασμό.
Η Ελλάδα πρέπει και μπορεί να διαδραματίσει γεωπολιτικό ρόλο στην ευρύτερη περιοχή, όμως δεν έχει ούτε τη στρατιωτική κουλτούρα, ούτε ενδεχομένως τις δυνατότητες ο ρόλος αυτός να προκρίνει τη σκληρή ισχύ.
Το ελληνικό αποτύπωμα στη Μέση Ανατολή είναι πολιτισμικό από την εποχή του Αλεξάνδρου και αυτό θα έπρεπε να εκμεταλλευτεί η Αθήνα. Έναν ρόλο ήπιας ισχύος τον οποίο θα μπορούσαν να αξιοποιήσουν και οι ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Ένωση. Αλλά και άλλες χώρες που θα ενδιαφέρονταν.
Αλλά στην Αθήνα περί άλλων τυρβάζουν. Ας μην ασχοληθώ με αυτά.