Ο Αναστάσιος Προδρομίδης γεννήθηκε στην Κίσκα, η οποία βρίσκεται 67 χλμ. νοτιοανατολικά της Καισάρειας και 36,5 χλμ. βορειοανατολικά από τα Φάρασα. Οι κάτοικοί της το 1924 ήταν ελληνόφωνοι Έλληνες και Τούρκοι. Είχε σχέσεις και συναλλαγές τόσο με ελληνικούς, όσο και με τουρκικούς οικισμούς.
Η μαρτυρία που ακολουθεί περιλαμβάνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της μεγαλύτερης και παλαιότερης συλλογής προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και μίας από τις σημαντικότερες της Ευρώπης.
≈
Όταν ακούσαμε για τη σφαγή των Ελλήνων της Κϋρϋμτζέ1 από τους τσέτες, φοβηθήκαμε. Άρχισαν να φεύγουν οι προύχοντες του τόπου για το Έβερεκ. Στο Έβερεκ δεν υπήρχε φόβος. Ήταν εκεί επίσημες αρχές. Ήταν βλέπεις, και από πριν τούρκικο έδαφος· δεν είχαν φτάσει εκεί οι Γάλλοι. Οι φτωχοί έμειναν τελευταίοι. Στο μεταξύ οι τσετέδες έκαψαν και τέσσερα παιδιά δικά μας που είχαν πάει να πριονίσουν ξύλα στο δάσος στην τοποθεσία Σαρίπουναρ, τρεισήμιση ώρες νότια από το χωριό μας. Όλα αυτά μας έκαναν να φοβηθούμε. Ύστερα απ’ αυτά, ο καθείς όπου φύγει φύγει. Αυτά γινόταν το 1923.
Μια μέρα με κάλεσε ο Γρηγόρ Κεχάς, ο μουχτάρης του χωριού και μου λέγει: «Έλα Αναστάση, πάρε βοηθούς και άνοιξε ένα λάκκο να θάψουμε τα πράγματα της εκκλησίας γιατί θα φύγομε απ’ το χωριό…»… Πήραμε καζμάδες και φτυάρια και πήγαμε στην εκκλησία, που στεγαζόταν στο σχολείο του χωριού. Ήταν χαράματα βαθιά. Εκεί μπροστά στο παγκάρι σκάψαμε βαθιά και ανοίξαμε ένα λάκκο 1,5 μ. βάθος, 4-5 μ. μάκρος και 2 μ. πλάτος. Εκεί θάψαμε την κολυμβήθρα, τους πολυελαίους της εκκλησίας, τα καντήλια, τα εικονίσματα, τα μηναία, τα οκτάηχα, τα ωρολόγια και το βιβλίο που έγραφε ο παπάς αυτούς που βάφτιζε. Μόνο το ασημοντυμένο ευαγγέλιο πήραμε μαζί μας. Ποιος μπορούσε να τα φέρει όλα τα πράγματα στην Ελλάδα!
Αφού τα θάψαμε όλα αυτά, ρίξαμε από πάνω λίγο ξερό χώμα και ισοπεδώσαμε το χαντάκι. Τα χώματα τα βάλαμε σε τσουβάλια και τα ρίξαμε κρυφά έξω. Μετά ήρθε ο μουχτάρης… επιθεώρησε το μέρος και μας είπε: «Μπράβο, καλά τα κάνατε».
Ξέχασα να πω ότι στο χαντάκι θάψαμε και το ευαγγέλιο που έγραφε καραμανλήδικα.
Μετά πήγαν ο Παπαπόστολος Χατζή εφέντης και Παπαθόδωρος στο μοναστήρι και διάβασαν τα μνήματα. Έκαναν εκεί και την τελευταία λειτουργία. Ο κόσμος έκλαιγε.
Νοικιάσαμε κάρα από τους Τούρκους του χωριού μας και τραβήξαμε προς το Έβερεκ. Τα χωράφια μας τα αφήσαμε αθέριστα. Ήταν καλοκαίρι του 1923.
Και ο μϋδΰρης του χωριού και ο ναΐπ2 και όλοι οι Τούρκοι του χωριού έκλαιγαν. Βέβαια, όταν αδειάσει ένα χωριό, φεύγει η νοστιμάδα του. Μας έλεγαν οι Τούρκοι:
— Μη φεύγετε. Μη φοβάστε πια. Τώρα αρχίζει ο νόμος του Κεμάλ.
Στο Έβερεκ μείναμε ένα διάστημα σε άδεια αρμένικα σπίτια. Μετά νοικιάσαμε κάρα καισαριώτικα τετράτροχα με δύο άλογα. Τούρκοι ήταν οι αγωγιάτες μας. Τραβήξαμε για τη Μερσίνα. Μείναμε πρώτα μια μέρα στο Αραπλί. Έχει χάνι εκεί. Μετά περάσαμε μπροστά από τη Νίγδη. Μια μέρα μείναμε στο Γολτσούς χανί. Την τέταρτη ημέρα φτάσαμε στο Ουλού Γισλά.3 Ήμαστε εκατό κάρα, τετρακόσιες ψυχές. Στο δρόμο είχαμε Τούρκους σωματοφύλακες για συνοδούς. Τους πληρώσαμε γι’ αυτήν τη δουλειά. Στου Ουλού Γισλά μπήκαμε στο τρένο και πήγαμε στη Μερσίνα. Ήταν Αύγουστος του 1923. Δεν προλάβαμε να καθίσομε δύο ώρες στην εκκλησία. Χάιντε πίσω στην Άdανα. Στη Μερσίνα είχε γεμίσει κόσμο. Η Ανταλλαγή δεν είχε αρχίσει ακόμα.
Στην Άdανα μείναμε εννιά μήνες, στην ελληνική εκκλησία. Έγραψαν τα ονόματά μας σε κατάσταση και είπαν ότι θα μας ειδοποιήσουν. Μας ειδοποίησαν και πήγαμε στη Μερσίνα. Ήρθε και μας πήρε για την Ελλάδα το πλοίο «Αρχιπέλαγος». Έκανε πολλή ζέστη. Ήμασταν στο βαπόρι οχτώ χιλιάδες κόσμος. Ήρθαμε στην καραντίνα, στον Άι-Γιώργη…
Μας έβαλαν ξανά στο βαπόρι και μας πήγαν στη Θεσσαλονίκη. Βγήκαμε στο Χαρμάνκιοϊ.4 Μείναμε εκεί εφτά οχτώ μέρες στις παράγκες. Απ’ εκεί τραβήξαμε στη Δράμα. Πήγαμε στα άγρια βουνά της Δράμας, στα κατσάβραχα. Οι Τούρκοι γλίτωσαν από την κόλαση των βουνών της Δράμας και πήγαν στον παράδεισο. Κι εμείς φύγαμε από τον παράδεισο και πήγαμε στην κόλαση. Εννιά μήνες κάτσαμε εκεί. Μετά ήρθαμε οι πιο πολλοί στο Πλατύ. Κι εδώ πάλι ήταν βάλτος. Αμάν, αμάν κάτι κουνούπια που είχε, σαν αεροπλάνα. Καθίσαμε ενάμιση χρόνο σε παράγκες. Πέθαναν πολλοί, και στα βουνά της Δράμας και στο Πλατύ. Το 1926 και το 1927 κάθε μέρα θάβαμε δυο-τρεις.