27 Σεπτεμβρίου 1943. Τότε ξεκίνησε η αντίστροφη μέτρηση γι’ αυτό που έμεινε στην ιστορία ως το Μπλόκο της Καλογρέζας. Τότε εκτελέστηκε ο ταγματάρχης Χωροφυλακής Δημήτρης Αλεξόπουλος από την Ομάδα Περιφρούρησης Λαϊκών Αγωνιστών (ΟΠΛΑ) – ήταν η πρώτη εκτέλεση της οργάνωσης στην Αθήνα και μάλιστα σε σημαδιακή ημερομηνία, καθώς ήταν η δεύτερη επέτειος ίδρυσης του ΕΑΜ.
Ο Δημήτρης Αλεξόπουλος ήταν αυτός που είχε δώσει εντολή ώστε οι χωροφύλακες να πυροβολήσουν εναντίον του άοπλου πλήθους που στις 2 Σεπτεμβρίου είχε συγκεντρωθεί έξω από τη Χωροφυλακή της Νέας Ιωνίας. Σκοτώθηκαν τρεις και τραυματίστηκαν έξι ανθρακωρύχοι από την Καλογρέζα.
Για πρώτη φορά οι χωροφύλακες πυροβολούσαν στο ψαχνό χωρίς γερμανική ή ιταλική εντολή. Τηρούσαν έτσι τη γραμμή της κυβέρνησης Ράλλη, για σύγκρουση με την αριστερά χωρίς τη συμμετοχή ή την έγκριση των κατακτητών.
Το πλήθος αυτό ήταν περίπου 1.500 ανθρακωρύχοι μαζί με κατοίκους, οι οποίοι σκόπευαν να απελευθερώσουν 50 τροχιοδρομικούς (εργαζόμενους στο τραμ) που είχαν συλληφθεί τον Αύγουστο κατά τη διάρκεια απεργίας. Ακολούθησε το πρώτο μεγάλο σαμποτάζ του ΕΛΑΣ Αθήνας στο αμαξοστάσιο της Καλλιθέας, με την καταστροφή 93 βαγονιών.
Οι Γερμανοί, έξαλλοι με την απεργιακή κινητοποίηση και το σαμποτάζ, απειλούσαν να εκτελέσουν τους τροχιοδρομικούς.
Το Μπλόκο της Καλογρέζας
Το Μπλόκο της Καλογρέζας ήταν η πρώτη μεγάλη επιχείρηση των Γερμανών και των Ταγμάτων Ασφαλείας.
Η έναρξη του πολέμου το 1940 βρήκε τη Νέα Ιωνία προς το τέλος της δύσκολης προσφυγικής «εφηβείας» της – η συνοικία γεννήθηκε το 1923 με την εγκατάσταση των Μικρασιατών προσφύγων. Περιοχή πλούσια σε νερά και με αρκετά ρέματα, παραπόταμους του Ποδονίφτη, με την τεχνογνωσία των προσφύγων γέμισε με μεγάλα εργοστάσια εριουργίας, κλωστοϋφαντουργίας, μεταξουργίας, βαμβακουργίας, ταπητουργίας κλπ., που προστέθηκαν στα ήδη υπάρχοντα στην περιοχή των Άνω Πατησίων.
Επίσης στην Καλογρέζα από το 1939 είχε ξεκινήσει η λειτουργία λιγνιτωρυχείου, όπως και στο γειτονικό Ηράκλειο την ίδια περίοδο.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής στη Νέα Ιωνία δημιουργήθηκε μια από τις πιο μαχητικές εστίες αντίστασης.
Ο κυριότερος λόγος ήταν η μεγάλη επιρροή των αντιστασιακών οργανώσεων, κυρίως του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ), του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (ΕΛΑΣ) και της Ενιαίας Πανελλαδικής Οργάνωσης Νέων (ΕΠΟΝ) στους κατοίκους της, οι οποίοι αποτελούσαν τη βασική εργατική δύναμη των εργοστασίων της περιοχής.
Τα οργανωμένα μέλη της ΕΠΟΝ και του ΕΑΜ ανέρχονταν σε χιλιάδες. Η Eιδική Ασφάλεια με τους πληροφοριοδότες της είχαν ήδη συντάξει καταλόγους ΕΑΜιτών, ΕΠΟΝιτών και κομμουνιστών.
Πρακτορείο Ηνωμένων Φωτορεπόρτερ Αθήνα)
Η αφορμή δόθηκε όταν οι εργάτες των λιγνιτωρυχείων κατέθεσαν σειρά αιτημάτων προς τη διοίκηση των ορυχείων. Το απόγευμα της ίδιας μέρας έγινε σύσκεψη παρουσία του υπουργού Εσωτερικών και Ασφάλειας Αναστάσιου Ταβουλάρη, του αρχηγού Χωροφυλακής υποστράτηγου Γκίνου, του διοικητή των Ταγμάτων Ασφαλείας Βασιλείου Ντερτιλή και του Γερμανού τοποτηρητή στο υπουργείο.
Στις 14 Μαρτίου 1944 μεγάλες δυνάμεις έζωσαν τη Νέα Ιωνία και την Καλογρέζα. Συμμετείχαν το σύνολο των ανδρών της Ειδικής Ασφάλειας με επικεφαλής τον Αναστάσιο Λάμπου, ταγματασφαλίτες με επικεφαλής τον συνταγματάρχη Νικόλαο Πλυτζανόπουλο και ομάδες της Χωροφυλακής υπό τον αρχηγό της, υποστράτηγο Γκίνο.
Η επιχείρηση δεν άργησε να ξεκινήσει. Εισβολές σε σπίτια και λεηλασίες σπιτιών και καταστημάτων, τρομοκρατία σε γυναίκες και παιδιά, συλλήψεις ανδρών που πήγαιναν για την πρωινή βάρδια στα εργοστάσια. Στα λιγνιτωρυχεία, την ώρα που σχολούσαν οι βραδινοί και έβγαιναν από τις στοές, τους μάζεψαν όλους και συνέλαβαν τους περισσότερους.
Οι συλληφθέντες μεταφέρθηκαν στην πλατεία της εκκλησίας της Ζωοδόχου Πηγής, όπου βρισκόταν το τμήμα Χωροφυλακής της Καλογρέζας. Εκεί ήταν και το καφενείο του Βουτσά, τόπος συνάντησης αριστερών, το οποίο έκαψαν.
Σύμφωνα με μαρτυρίες «οι κουκουλοφόροι κοίταζαν και έμπαιναν ανάμεσα στον κόσμο να δουν ποιοι δεν απαντούσαν παρών όταν άκουγαν τ’ όνομά τους που φώναζαν οι Ασφαλίτες από τους καταλόγους που κρατούσαν».
Ο Παναγιώτης Μικρόπουλος, που την προηγούμενη μέρα είχε πάει στον διευθυντή του ορυχείου να ζητήσει να ικανοποιηθούν τα αιτήματα των λιγνιτωρύχων, βασανίστηκε επιτόπου. Αφότου αρνήθηκε να προδώσει τους συναγωνιστές του, τον απομάκρυναν από το πλήθος, τον πήγαν 100 μέτρα πιο κάτω στο ρέμα του Ποδονίφτη και τον εκτέλεσαν.
Συνολικά στο ρέμα εκτελέστηκαν 22 άνδρες (νεαροί ανθρακωρύχοι που οι πιο πολλοί ήταν ενταγμένοι σε τμήματα του τάγματος του ΕΛΑΣ της Καλογρέζας), την ώρα που στην πλατεία πιο πάνω ήταν συγκεντρωμένοι περίπου 500 άνδρες από 16 έως 60 ετών.
Από τους συλληφθέντες, περίπου 60 παραδόθηκαν στους Γερμανούς που τους μετέφεραν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Χαϊδάρι – από εκεί 11 κατέληξαν στη Γερμανία, σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας. Ορισμένους άλλους η ειδική ασφάλεια τους οδήγησε στη φυλακή Χατζηκώστα στην Καλλιθέα.
Η πρωτοφανής αγριότητα των ομάδων της Ειδικής Ασφάλειας και των Ταγμάτων Ασφαλείας καταμαρτυρείται από όλους τους μάρτυρες κατηγορίας στη δίκη που έγινε το 1945 (ξεκίνησε στις 18 Οκτωβρίου και ολοκληρώθηκε στις 13 Νοεμβρίου), σε ένα εμφυλιοπολεμικό πολιτικό περιβάλλον.
Χαρακτηριστική είναι η κατάθεση της Μαρίας Μαντζαβίνου: «Εις το μπλόκο της Καλογρέζας ήλθαν εις την οικίαν μας και ενήργησαν έρευνα όργανα της Ασφαλείας, χωρίς να εύρουν τίποτε επιβαρυντικόν. Μετ’ ολίγην ώραν πέρασε ένας τσολιάς και πήρε τον αδελφό μου Δημήτριον Αργυρόπουλον, τον μόνον προστάτην μου, και τον εξετέλεσαν μαζί με τους άλλους. Εις το μπλόκον της Καλογρέζας ήτο η Ασφάλεια μαζί με τσολιάδες. Επικεφαλής δε τούτων ήτο ο Λάμπου, όστις και διέταξε την εκτέλεσιν των εκτελεσθέντων. Ο Λάμπου βαστούσε την εικόναν της Παναγίας και φώναζε: “Με την διαταγήν αυτής θα πιω αίμα!”».
Ο Σπύρος Πασάλογλου περιγράφει ανάλογη εικόνα με τον υποστράτηγο Λάμπου, στην πλατεία της Ζωοδόχου Πηγής να κραυγάζει: «Η Παναγιά κι ο Χριστός διατάζουν και εγώ εκτελώ, μα όποιος δεν μαρτυρήσει θα έχει την τύχη του Μικρόπουλου!»
Μετά το Μπλόκο της Καλογρέζας το ΕΑΜικό αντιστασιακό κίνημα στη Νέα Ιωνία, την Καλογρέζα και τις γύρω περιοχές αποδεκατίστηκε από τα σημαντικότερα στελέχη του, κατέρρευσε η οργανωτική του δομή και υπήρξε σημαντική κάμψη στην απήχησή του.
Οι ποινές
Ο Αλέξανδρος Λάμπου καταδικάστηκε σε θάνατο. Σε επόμενη δίκη, για το Μπλόκο της Κοκκινιάς, που έγινε το 1947, καταδικάστηκε επίσης σε θάνατο. Η ποινή του αργότερα μετατράπηκε σε ισόβια. Αποφυλακίστηκε το 1952.
Ο αρχιβασανιστής ανθυπασπιστής της Ειδικής Ασφάλειας Ευσέβιος Παρθενίου καταδικάστηκε σε ισόβια, αποφυλακίστηκε αργότερα και έγινε μοίραρχος της Χωροφυλακής.
Ο ενωματάρχης άνευ θητείας της ειδικής Δημήτριος Κουρεμπανάς αρχικά αθωώθηκε, αλλά σε επόμενη δίκη καταδικάστηκε σε φυλάκιση 6 ετών.
Ο Νικόλαος Πλυτζανόπουλος, επικεφαλής των Ταγμάτων ασφαλείας στο μπλόκο, αθωώθηκε από το Γ’ Δικαστήριο δοσίλογων τον Μάρτιο του 1947. Κατόπιν έγινε υποστράτηγος του κυβερνητικού στρατού.
Οι προϊστάμενοί τους και ηθικοί αυτουργοί, ο υπουργός Εσωτερικών και Ασφάλειας Αναστάσιος Ταβουλάρης δραπέτευσε στην Αυστρία και ο πρωθυπουργός Ιωάννης Ράλλης καταδικάστηκε σε ισόβια. Πέθανε από καρκίνο πνεύμονα, στη φυλακή (κατ’ άλλους στο σπίτι του), στις 26 Οκτωβρίου 1946.
Από τους επικεφαλής των γερμανικών δυνάμεων κατοχής, ο Βάλτερ Σιμάνα συνελήφθη από τους Συμμάχους και αυτοκτόνησε το 1948 προτού παραπεμφθεί σε δίκη, ενώ ο Βάλτερ Μπλούμε της SIPO-SD καταδικάστηκε από το στρατοδικείο της Νυρεμβέργης σε θάνατο για εγκλήματα πολέμου. Η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια και τελικά έμεινε στη φυλακή 7 χρόνια