Πάμφτωχη και ξεχασμένη, μακριά από τη γενέτειρα γη, την Αίνο της Ανατολικής Θράκης, πέθανε το 1850 η Δόμνα Βισβίζη. Και δεν ήταν μόνο το τέλος άδοξο γι’ αυτή την ηρωίδα της Επανάστασης, αλλά και η… μοίρα που της επεφύλαξε η Ιστορία, να παραμείνει για δεκαετίες «άσημη» και υποτιμημένη, παρόλο που την έλεγαν «καταδρομέα του Αιγαίου».
Γεννήθηκε σε εύπορη οικογένεια γαιοκτημόνων, και σε ηλικία 24-25 ετών, το 1808, παντρεύτηκε τον πλούσιο συμπατριώτη της Χατζη-Αντώνη Βισβίζη, ο οποίος φέρεται να είχε ήδη μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία και έτσι με το ξέσπασμα της Επανάστασης έθεσε το καλύτερο πλοίο του στις υπηρεσίες του Αγώνα.
Η Δόμνα ακολούθησε τον σύζυγό της στις ναυτικές επιχειρήσεις εναντίον των Οθωμανών, μαζί με τα τέσσερα ανήλικα παιδιά τους.
Πάνω στο «Καλομοίρα» που μόλις είχε παραδοθεί από την Οδησσό, εκτός από τα 14 κανόνια και τους 140 ναύτες, στις 23 Μαρτίου 1821 μεταφέρθηκαν τα οστά των προγόνων της, μια εικόνα της Παναγίας και μια χούφτα χώμα από την Αίνο.
Με το μπρίκι τους στήριξαν τον αγώνα του Εμμανουήλ Παππά στη Χαλκιδική, έλαβαν μέρος στις ναυμαχίες του Άθω, της Λέσβου και της Σάμου και το 1822 ενίσχυσαν τις επιχειρήσεις στην Αγία Μαρίνα της Λαμίας, ανακόπτοντας τον ικανότατο Μαχμούτ Πασά, γνωστότερο ως Δράμαλη.
«Η αγάπη μου για τη θάλασσα ήταν δυνατή από την ώρα που ένιωσα τον κόσμο. Κάτι με τραβούσε πάντα, σαν κάποιο δάχτυλο που σου γνέφει κι εσύ κοντοζυγώνεις ολοένα δίχως να ρωτάς το νου. Τούτο το κάλεσμα ποτέ δεν το ένιωσα για τη γη μας. “Ούτε αγόρι να ‘ταν γεννημένη!” λέγαν οι δικοί μου, λες και για ν’ αγαπήσεις τη θάλασσα έπρεπε να είσαι σερνικό. Αν το ‘λεγαν γι’ άλλους λόγους, ναι, εκεί μπορεί να ‘χαν δίκιο. Για τις σκανταλιές μου και για την αγριάδα που ‘χα για κορίτσι. Ησυχία δεν έβρισκα», αναφέρει η Άννα Γκέρτσου-Σαρρή στη μυθιστορηματική βιογραφία Μ’ ενάντιους ανέμους.
Ήταν έγκυος στο πέμπτο της παιδί όταν ο άνδρας της δολοφονήθηκε πάνω στο «Καλομοίρα», σχεδόν έναν χρόνο μετά την ένταξή τους στον Αγώνα. «17 Ιουνίου 1822 – Νηνεμία. Ημέρα Τρίτη, οκτώ ώρα νυκτός, έχασε τη ζωήν του από βόλι ο καπετάν Αντώνης Βισβίζης. Το κουμάντο του μπρικιού “Καλομοίρα” παίρνει η χήρα Δόμνα Βισβίζη» έγραψε στο ημερολόγιο του πλοίου.
Από εκεί και έπειτα η δυνατή αρχικαπετάνισσα και αρχόντισσα της Θράκης με το ατρόμητο βλέμμα έδρασε στην περιοχή του Ευβοϊκού κόλπου πολιορκώντας την Εύβοια και καθηλώνοντας εκεί τα στρατεύματα του Ομέρ Πασά, αφού εμπόδισε τη μεταφορά τους στη Στερεά Ελλάδα.
Με το μπρίκι της ενίσχυε τα μέτωπα σε Εύβοια και Στερεά Ελλάδα, μεταφέροντας πολεμοφόδια και στρατεύματα, εφοδίαζε τους επαναστατημένους στη Σκιάθο και τα άλλα νησιά της περιοχής και βομβάρδισε το τουρκικό στρατόπεδο στα Βρυσάκια της Εύβοιας, εξασφαλίζοντας την επιτυχή απόβαση των Ελλήνων. Σε αυτήν τη μάχη τραυματίστηκε, ενώ λίγο έλειψε να χάσει ένα της παιδί, τον Θεμιστοκλή.
Κάπως η Δόμνα Βισβίζη ενέπνευσε τη δημοτική ποίηση:
Πουλάκι πόθεν έρχεσαι, πουλάκι για αποκρίσου,
μην είδες και μην άκουσες για την κυρά Δομνίτσα,
την όμορφη, τη δυνατή, την Αρχικαπετάνα.
Που ’χει καράβι ατίμητο και πρώτο μες στα πρώτα,
καράβι γοργοτάξιδο, καράβι τιμημένο,
καράβι που πολέμησε στης Ίμπρος το μπουγάζι.
Και το πουλάκι στάθηκε και το πουλάκι λέει:
Την είδα, την απάντησα, σιμά στο Αγιονόρος,
τρεις μέρες επολέμαγε με δυο χιλιάδες Τούρκους.
Για τρία χρόνια αγωνιζόταν αψηφώντας κάθε κίνδυνο και ακούγοντας μόνο το «ελλείπουσιν οι πόροι». Όταν είχε ξοδέψει όλη της την περιουσία παραχώρησε το πλοίο της για να μετατραπεί σε πυρπολικό. Το «Καλομοίρα» έκανε το τελευταίο του ταξίδι στα στενά του Τσεσμέ και ήταν αυτό με το οποίο ο Ανδρέας Πιπίνος ανατίναξε το πλοίο-θησαυροφυλάκιο του τούρκικου στόλου «Χανσέ Γκεμσί».
Όσοι γνώρισαν τη Δόμνα Βισβίζη έχουν περιγράψει μια γυναίκα ικανή, που ενέπνεε σεβασμό – «ευγενεστάτη και γενναιοτάτη» την αποκαλούσε ο Αλέξανδρος Υψηλάντης. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι όταν οι αρχηγοί των ελληνικών επαναστατικών σωμάτων της Στερεάς Ελλάδας ήθελαν να επιλύσουν ζητήματα του Αγώνα –αλλά και τις διαφορές τους– όριζαν ως τόπο συνάντησης το μπρίκι της καπετάνισσας.
Αφότου αποτραβήχτηκε από την ενεργό δράση εγκαταστάθηκε με τα παιδιά της αρχικά στο Ναύπλιο και στη συνέχεια στη Σύρο – πολλοί ήταν αυτοί που προσπάθησαν να την εκμεταλλευτούν οικονομικά. Έζησε σε συνθήκες μεγάλης φτώχειας, ενώ στο λιμό του 1826 έχασε το μικρότερό της παιδί.
Σε επιστολή προς τον Ιωάννη Καποδίστρια, την οποία υπέγραψε ως «η δυστυχής χήρα Δόμνα Βισβίζη», ανέφερε τα εξής:
«Γνωρίζω ότι φαίνομαι όχι μόνον οχληρά και βαρετή, αλλά και τολμηρά. Ανάγκη όμως μεγίστη μ’ αναγκάζει και μάλλον με βιάζει! Κατ’ ανάγκη λιμού, λιμοκτονίας και άκρας πτωχείας κατήντησα κλινήρης εις τόπον ξένον, μακράν των δυστυχών μου ορφανών και ανηλίκων. Δεν είμαι εις κατάστασιν να επιστρέψω εις αυτά, επειδή έμεινα έρημος και αυτής της εφημέρου τροφής στερούμενη, κινδυνεύομεν να αποθάνομεν από την πείναν!
»Επί Μάρτυρι Θεώ δεν έχω καν τα αναγκαία μου έξοδα να επιστρέψω προς την ατυχή οικογένειά μου… Ο πατήρ των ανηλίκων ορφανών μου εθυσίασεν και ζωήν και κατάστασιν υπέρ του έθνους, τα παιδιά του λιμοκτονούν, πεθαίνουν από την πείναν! Το έθνος δεν ευσπλαγχνίζεται; Κινδυνεύουν και εντός ολόγου χάνονται… Προστρέχω προς την έμφυτον φιλανθρωπίαν σας, θερμώς παρακαλούσα όπως μοι γίνη καν μικρά εξοικονόμησις, ίνα περιθάλψω και δυνηθή ανακουφίσω τα τέκνα μου και προλάβω αυτά πριν, ή εκ της λιμοκτονίας εξοντωθώσι».
Παρά την ακραία φτώχεια, κατάφερε να στείλει τον γιο της Θεμιστοκλή στη Γαλλία για να σπουδάσει, με έξοδα του Φιλελληνικού Κομιτάτου του Παρισιού. Ο νεαρός επέστρεψε πολύ αργότερα στην Ελλάδα και διορίστηκε ακόλουθος του υπουργείου Εξωτερικών, ενώ από το 1845 έως και το 1876 χρημάτισε διοικητής Νάξου.
Η Δόμνα Βισβίζη δεν ήταν η μοναδική γυναίκα του Αγώνα που υποτιμήθηκε και αγνοήθηκε από τους ιστοριογράφους του 19ου αλλά και των αρχών του 20ού αιώνα – δεν είναι τυχαίο ότι η πρώτη σχετική μελέτη δημοσιεύθηκε από τη Σωτηρία Αλιμπέρτη το 1933. Μόλις το 2005 η προτομή της τοποθετήθηκε δίπλα στους άλλους ήρωες της Επανάστασης στο Πεδίον του Άρεως. Ο τάφος της βρίσκεται στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών.