Εάν δεν ήταν η τελευταία, σίγουρα ήταν μια από τις τελευταίες Πόντιες πρώτης γενιάς που μεγάλωσε στην Ελλάδα. Η Σοφία Βασιλειάδου (το γένος Ραμπίδου) πέθανε σε ηλικία 114 ετών και τάφηκε στο Ωραιόκαστρο της προσφυγομάνας Θεσσαλονίκης.
Ήταν η μικρότερη αδελφή του πατέρα του Μιχάλη Ραμπίδη, ο οποίος μας έστειλε το εξής εν είδει αποχαιρετισμού:
«Πισιτίνα ή Μπιζιτίνα το παρατσούκλι της, για το έντονο ενδιαφέρον της να τελειώσει αυτό που άρχισε, κατά μια εκδοχή. Δόθηκαν κι άλλες ερμηνείες.
»Δεκάχρονο κορίτσι, διέσχισαν διωγμένοι μαζί με την οικογένειά της τα δύσβατα βουνά της βόρειας επαρχίας της Αργυρούπολης (χωριό Λερί), για να κατέβουν με τα ελάχιστα απαραίτητα υπάρχοντά τους στην Τραπεζούντα του Πόντου και από εκεί να έρθουν στην Ελλάδα.
»Πόντιοι στην καταγωγή, βαθιά Έλληνες, μετά από 2.000 χρόνια Αργυρουπολίτες-Τραπεζουνταίοι, την επιστροφή τους δεν την λες και επαναπατρισμό. Εκατοντάδες γενεές των προγόνων τους Πατρίδα γνώρισαν τον Πόντο, κουβαλώντας μέσα τους άσβεστη τη φλόγα της Αρχαίας Ελλάδας και τον Χριστό!
»Ήρθαν στη Θεσσαλονίκη και σιδηροδρομικώς ταξίδεψαν για Αμύνταιο, με πρώτη εγκατάσταση και για λιγότερο από δύο χρόνια το χωριό Φιλώτας Εορδαίας. Από εκεί με επιλογή της η οικογένεια διάλεξε για μόνιμη εγκατάσταση την Αναρράχη Πτολεμαΐδας (εφέρνεν, δηλαδή έμοιαζε, με την πατρίδα, με τα κρύα νερά και τα πυκνά της δάση.
»Η Σοφία το μικρότερο και λαλασεμένο (χαϊδεμένο) κοριτσάκι του Κωσταντίνου (απεβίωσε 99 χρόνων) και της Ρωξάνας (απεβίωσε 98 χρόνων) μέσα από τη φτώχεια και τις κακουχίες της προσφυγιάς και των πολέμων που βίωσε έγινε υπεραιωνόβια, ξεπέρασε τους αιωνόβιους γονείς της και έφτασε τα 114 χρόνια ζωής!
»Παντρεμένη με τον Γιώργο Βασιλειάδη από την Ποντοκώμη Εορδαίας, έζησαν και δημιούργησαν εκεί την οικογένειά τους. Απέκτησαν τρία εξαιρετικά παιδιά, τη Μαρίκα, τον Κώστα και τον Στάθη. Ο αιφνίδιος θάνατος του θείου Γιώργου και οι ευνοϊκότερες συνθήκες οδήγησαν όλη την οικογένεια στην Θεσσαλονίκη και από εκεί τα τελευταία πολλά χρόνια δίπλα στο Ωραιόκαστρο, στο σπίτι του Κώστα και της νύφης Δώρας.
»Συγγενόπιστη, δοτική, γλυκομίλητη, γελαστή και όμορφη, ήταν δεμένη με τα αδέλφια της. Τους συμπαραστάθηκε στα δύσκολα και είχε την αγάπη όλων.
»Ηχούν στ’ αυτιά μου οι περιγραφές των επισκέψεών της στις φυλακές στον Πεντάλοφο Κοζάνης (είχε κι αυτά ο Εμφύλιος), ποδαρόδρομο μέσα στα χιόνια μαζί με τη μητέρα μου, για να προσφέρουν στον αδελφό και σύζυγο, στον πατέρα μου Χρίστο, συμπαράσταση και αγάπη και λίγο φαγητό (πισία, πίτα). Στα ίδια χνάρια και οι οικογένειες των παιδιών της, φιλοξένησαν αμέτρητες ημέρες και συμπαραστάθηκαν συγγενείς από την επαρχία που πήγαιναν στη Θεσσαλονίκη για ανάγκες νοσοκομειακής περίθαλψης και όχι μόνο.
»Έφυγε με φυσιολογικό θάνατο, δίχως πολύχρονες ασθένειες, αναλλοίωτη, γαλήνια, ήρεμη και γλυκιά όπως την ξέραμε. Πλάι της τα τρία παιδιά της, νύφες, γαμπροί, εγγόνια και δισέγγονα. Πέταξε σαν πουλάκι και πέρασε πάνω από τη γη της Εορδαίας, ίσως να πρόλαβε να ατενίσει και να αποχαιρετήσει από ψηλά και τα παρχάρε και τα ορμάνε του Πόντου, το μαχαλά των Κυριακάντων στα Λερία όπου γεννήθηκε. Πήγε εκεί ψηλά και κούρνιασε στην αγκαλιά των γονιών της. Δίπλα στον σύζυγό της και τα αδέλφια της Δέσποινα, Σπύρο, Ανάστα, Γιωρίκα, Χρήστο και τον μικρότερο Βάσσο».