Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού για την Τετάρτη της ε´ εβδομάδας των νηστειών με ακροστιχίδα «προσευχή Ρωμανού». Ο τίτλος του δεν διασώζεται. Στην έκδοση των P. Maas / C.A. Trypanis, Sancti Romani Melodi Cantica. Cantica genuina (Οξφόρδη 1963) τιτλοφορείται «A Prayer».
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
Προοίμιο
Μες στη ζωή έρμη ψυχή σκέψου το, συλλογίσου, πως θε να ’ρθεί κείνη η στιγμή που ο Φοβερός ο Δικαστής είναι να σε ελέγξει·
κι αυτό καθώς θα σκέφτεσαι, φέρε στο νου σου ακόμα πώς αναστέναζε βαριά εκείνος ο τελώνης και πώς στο κλάμα πλάνταξε άλλοτε κείνη η πόρνη.
Κι αφού έρθεις σε κατάνυξη, φώναζε στον Δεσπότη: «Με των Αγίων τις ευχές Θε μου συγχώρησέ με,
»Εσύ που τόσο επιθυμείς, όλοι αν είναι δυνατό οι άνθρωποι να σωθούνε».
Οίκοι
α’. Με τη μετάνοιά τους, πολλοί αξιωθήκανε να λάβουνε τα δώρα που η φιλανθρωπία Σου πλούσια πάντα δίνει.
Τους στεναγμούς δικαίωσες του έρμου του τελώνη, κι όλο το δάκρυ που ’χυσε κάποτε κείνη η πόρνη,
γιατί βαθιά μες στην καρδιά βλέπεις Συ τις προθέσεις, και άφεση των αμαρτιών παρέχεις αναλόγως.
Η ευσπλαχνία Σου άμετρη, γι’ αυτό και Σου ζητάω μαζί μ’ αυτούς κάνε κι εγώ κοντά Σου να επιστρέψω,
Εσύ που τόσο επιθυμείς, όλοι αν είναι δυνατό οι άνθρωποι να σωθούνε.
β’. Κοίτα να δεις πώς φαίνεται η ψυχή μου λερωμένη, καθώς φοράει πάνω της χιτώνα λεκιασμένο απ’ όλα μου τα κρίματα.
Κάνε Θεέ μ’ τα μάτια μου να τρέξουνε σαν βρύσες·
νεράκι της κατάνυξης, γάργαρο συ νεράκι, ξέπλυνε τα λεκιάσματα που έχει η στολή μου!
Δώσ’ μου Θεέ μου Εσύ στολή να ντύσω την ψυχή μου, λαμπρή στολή αντάξια του γάμου της μαζί Σου,
Εσύ που τόσο επιθυμείς, όλοι αν είναι δυνατό οι άνθρωποι να σωθούνε.
γ’. Ο χρόνος μου πάνω στη γη περνάει και τελειώνει, κι ο Θρόνος Σου ο φοβερός, της Κρίσεως ο Θρόνος, σιγά-σιγά ετοιμάζεται.
Περνάει η ζωή και χάνεται, κι ακολουθεί η Κρίση και ξεπροβάλλει ως απειλή
της τιμωρίας η φωτιά, η άσβηστη η φλόγα.
Στείλε μου με τη Χάρη Σου να ’χω βροχή δακρύων, να σβήσω τούτης της φωτιάς την τρομερή αψάδα,
Εσύ που τόσο επιθυμείς, όλοι αν είναι δυνατό οι άνθρωποι να σωθούνε.
δ’. Φωνάζω Θεέ μου κι άκουσε, σπλαχνίσου με και μένα όπως τον άσωτο υιό, Ουράνιε Πατέρα.
Γιατί κι εγώ όπως αυτός στη Χάρη Σου προσπέφτω, κι όπως αυτός Σου φώναξε, έτσι κι εγώ φωνάζω: «Πατέρα μου, αμάρτησα!».
Κι αν είμαι γω ανάξιος να λέγομαι παιδί Σου, Συ Κύριε και Σωτήρα μου μακριά Σου μη με διώξεις,
μα σώσε με Πανάγαθε κι ας γίνω μια ακόμα περίπτωση για να χαρούν όλοι Σου οι Αγγέλοι· δώσε μας τούτη τη χαρά,
Εσύ που τόσο επιθυμείς, όλοι αν είναι δυνατό οι άνθρωποι να σωθούνε.
ε’. Ως γιο και κληρονόμο Σου χατιρικά μ’ ανέδειξες ‒ δεν είν’ πως μου χρωστούσες.
Αλλά εγώ αντιτάχθηκα στ’ Άγιο Θέλημά Σου κι απόμεινα αιχμάλωτος, δούλος
της αμαρτίας· στη στρίγγλα αυτήν τη βάρβαρη, άθλιος, ξεπουλημένος.
Εικόνα Σου είμαι Κύριε, λυπήσου με και δέξου με πίσω ξανά κοντά Σου· κάλεσέ με Σωτήρα μου ξανά στην τράπεζά Σου,
Εσύ που τόσο επιθυμείς, όλοι αν είναι δυνατό οι άνθρωποι να σωθούνε.
ϛ’. Ξάγρυπνος πάντα, ο πονηρός με έπιασε στον ύπνο· όπως με βρήκε ράθυμο, αιχμάλωτο με πήρε.
Πλάνες μου γέμισε το νου και πάν’ τα λογικά μου, πάνε, τα λεηλάτησε και μου ’κλεψε
τον θησαυρό που μου ’χες χαρισμένο ‒ τη Χάρη που μου έδωσες ως λάφυρο την πήρε.
Αλλά εμέ που έπεσα, πάλι να μ’ ανορθώσεις και κάλεσέ με Κύριε να ’ρθώ πάλι κοντά Σου· Σωτήρα, Εσύ σώσε με,
Εσύ που τόσο επιθυμείς, όλοι αν είναι δυνατό οι άνθρωποι να σωθούνε.
ζ’. Μόνον Εσύ τώρα μπορείς Θεέ μου να με σώσεις, όπως τον Πέτρο κάποτε που θαλασσοδερνόταν.
Μες στης ζωής το πέλαγο, καθώς το περπατούσα, άρχισα να βυθίζομαι· γι’ αυτό σ’ Εσέ προσπέφτω.
Το χέρι Σου ας γινότανε μονάχα να μ’ αγγίξει και να με σώσει Κύριε!
Και θα ’ναι σαν να με τραβά το χέρι Σου Πατέρα απ’ το βυθό της θάλασσας, μέσα στων τόσων συμφορών την άγρια τρικυμία· Συ θα με βγάλεις στον αφρό ξανά για ν’ ανασάνω,
Εσύ που τόσο επιθυμείς, όλοι αν είναι δυνατό οι άνθρωποι να σωθούνε.