Δομημένη στο πλαίσιο των Διεθνικών Εγκληματικών Ομάδων και Οργανώσεων του Ευρασιατικού Οργανωμένου Εγκλήματος (κατά τη διεθνή ορολογία « VOR V ZAKONE ») ήταν η εγκληματική οργάνωση που εξαρθρώθηκε, από το Τμήμα Εγκλημάτων κατά Ιδιοκτησίας της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής, τα μέλη της οποίας διέπρατταν διαρρήξεις-κλοπές από σπίτια και αποθήκες στην Αττική και στην επαρχία, ενώ εμπλέκονται και σε υποθέσεις αρπαγών, εκβιασμών και τοκογλυφίας.
Για τον τερματισμό της δράσης τους πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή (12/1), με τη συνδρομή ελεγκτών του Σ.Δ.Ο.Ε., οργανωμένη αστυνομική επιχείρηση σε διάφορες περιοχές του κέντρου της Αθήνας, και συνελήφθησαν επτά γεωργιανοί, από τους οποίους έξι μέλη της εγκληματικής οργάνωσης και ένας για συμμετοχή σε αυτήν.
Σε βάρος τους σχηματίστηκε δικογραφία για -κατά περίπτωση- εγκληματική οργάνωση που διέπραττε διακεκριμένες κλοπές, συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, αποδοχή και διάθεση προϊόντων εγκλήματος, τοκογλυφία κατ’ επάγγελμα, εκβίαση, αρπαγή, παραβίαση περιοριστικών μέτρων, παράβαση των νομοθεσιών περί όπλων, ναρκωτικών και αλλοδαπών καθώς και για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.
Παράλληλα, στο πλαίσιο της επιχείρησης, προσήχθησαν 13 επιπλέον αλλοδαποί, για 7 από τους οποίους κινήθηκαν οι διαδικασίες διοικητικής απέλασης.
Σύμφωνα με την ΕΛΑΣ από την έρευνα προέκυψε ότι τουλάχιστον από τον Οκτώβριο του 2022, είχαν συστήσει και ενταχθεί σε εγκληματική οργάνωση που διέπραττε διαρρήξεις και κλοπές από οικίες και αποθήκες σε διάφορες περιοχές της Αττικής, καθώς και στην επαρχία. Επίσης, τα μέλη της δραστηριοποιούνταν σε αρπαγές, εκβιασμούς και τοκογλυφίες.
« VOR V ZAKONE »
Όπως επισημαίνεται στην ανακοίνωση της Αστυνομίας, οι χρισμένοι με τον συγκεκριμένο τίτλο « VOR V ZAKONE ( Thief in Law )» είναι οι καθοδηγητές των οργανώσεων, εμπνέουν τον σεβασμό σε όλα τα μέλη της ομάδας και στις αντίστοιχες εγκληματικές οργανώσεις που δραστηριοποιούνται σε κάθε χώρα και ακολουθούν συγκεκριμένους κανόνες συμπεριφοράς. Υπακούουν στους «νόμους» της εγκληματικής ζωής και έχουν οργανώσει όλες τις δραστηριότητες και επαφές τους γύρω από αυτό. Κύριο χαρακτηριστικό της οργάνωσης είναι η πίστη και η αφοσίωση στην «Ομάδα», η οποία διασφαλίζεται από το γεγονός ότι τα μέλη της έχουν κοινή εθνική βάση.
Στην ιεραρχία εξέχουσα θέση κατέχει ο Αρχηγός, ο οποίος έχει «στεφθεί» VOR , δηλαδή έχει λάβει τίτλο που τον κάνει τον αδιαμφισβήτητο ηγέτη και συντονιστή της ομάδας. Σε αυτόν υποτάσσονται όλα τα μέλη της ομάδας δίνοντάς του πλήρη αναφορά για τις εγκληματικές τους δραστηριότητες και δείχνοντας συνεχώς την αφοσίωση τους.
Την θέση του αρχηγού «VOR» κατείχε συλληφθείς, ο οποίος λάμβανε ενημέρωση σχετικά με την δραστηριότητα της ομάδας τόσο σε επίπεδο εγκληματικής δραστηριότητας, όσο και στο επίπεδο της μετέπειτα διαδικασίας διοχέτευσης των κλοπιμαίων στην αγορά.
Μάλιστα, τα μέλη της ομάδας είχαν τέτοιο επίπεδο σεβασμού αλλά και φόβου προς το πρόσωπό του, που διακατέχονταν από ιδιαίτερη ανησυχία σε περίπτωση που οι πράξεις τους προκαλούσαν τη δυσαρέσκειά του. Η δράση του αρχηγού ωστόσο δεν σταματούσε στις κλοπές, αλλά εκτείνονταν και σε εκβιασμούς σε τρίτους καθώς και στην παροχή προστασίας στα μέλη της ομάδας του.
Στην ιεραρχία ακολουθούσε έτερος συλληφθείς, ο οποίος αν και κατά καιρούς ήταν έγκλειστος σε καταστήματα κράτησης, συνέχιζε τη δράση του παρέχοντας πληροφορίες στα επιχειρησιακά μέλη της ομάδας σχετικά με τους στόχους που θα επέλεγαν. Ο ίδιος είχε συμμετοχή σε τουλάχιστον 18 περιπτώσεις διαρρήξεων, ενώ κατά τον χρόνο παραμονής του στη φυλακή έδινε οδηγίες σε μέλος της οργάνωσης (επίσης συλληφθέντα) για τον τρόπο που θα εισήγαγε ναρκωτικά στο κατάστημα κράτησης, χωρίς να γίνει αντιληπτός.
Τα υπόλοιπα μέλη της οργάνωσης αποτελούσαν τον επιχειρησιακό βραχίονα αυτής, αποτελώντας ουσιαστικά κακοποιούς επιπέδου δρόμου (street level criminals), δρώντας καθημερινά για να πετύχουν τον σκοπό τους.
Σημαντικό ρόλο στη λειτουργία της οργάνωσης είχε και το δίκτυο τοκογλύφων, που δραστηριοποιούνταν στην απόκτηση παράνομων ωφελημάτων. Τον ρόλο αυτό είχε αναλάβει ο έβδομος συλληφθείς, έχοντας συστήσει «γραφείο» δανεισμού χρημάτων, ενώ δεχόταν και κλοπιμαία.
Με τον τρόπο αυτό, η οργάνωση πολλαπλασίαζε τα κέρδη της, διακινώντας πολλά και μικρά χρηματικά ποσά και καταφέρνοντας τη σταδιακή εισροή των παράνομων εσόδων στη νόμιμη οικονομία («ξέπλυμα»).