Η μεγάλη γιορτή του Χριστιανισμού, τα Θεοφάνια ή Φώτα που γιορτάζουμε κάθε 6 Ιανουαρίου, είναι αφιερωμένη στη Βάπτιση του Ιησού Χριστού στον Ιορδάνη ποταμό, από τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο.
Ο πατέρας μου, Χρήστος, δεν μπορώ να πω ότι ήταν και ο άνθρωπος της εκκλησίας, όμως κάθε χρόνο την ημέρα της γιορτής των Φώτων πήγαινε και έφερνε το αγιασμένο νερό.
Ράντιζε το σπίτι, το μαντρί με τα ζωντανά, τους μπαχτσέδες, και έπιναν και όλα τα μέλη της οικογένειας από τρεις γουλιές αγίασμα. Έφυγε νωρίς όμως από τη ζωή, και το τελετουργικό περιήλθε στη φροντίδα μου.
Όπως κάθε χρόνο από τότε, ήμουν και χθες Θεοφάνια στον αγιασμό των υδάτων, στην εκκλησία της ενορίας μου, της Αγίας Τριάδος στην Πτολεμαΐδα. Ο παπα-Γιάννης μας με τη στεντόρεια φωνή και την ολοκάθαρη άρθρωση ολοκλήρωσε μία ακόμα εξαίσια και πανέμορφη λειτουργία! Ανάμεσα στα μηνύματα που έστειλε στο εκκλησίασμα, είπε για το νερό που ανέβλυσε ο Μωυσής μέσα από το βράχο στην έρημο για να ξεδιψάσουν οι Εβραίοι, «ο βράχος» μας είπε, «ήταν ο ίδιος ο Χριστός, “εάν τις διψά, ερχέσθω προς με και πινέτω” με την αλληγορική του έννοια».
Τα λόγια της παραβολής του παπα-Γιάννη έφεραν στο νου μου την περιγραφή μιας ιστορίας του παππού μου Κωνσταντίνου, για τον αδελφό του τον Γιάννεν τον Ράμπον.
Ο μεγάλος του αδελφός Γιάννης, ένας παλίκαρος πάνω από δυο μέτρα –μέχρι εκεί πάνω–, πήγε οικονομικός μετανάστης στη Ρωσία. Τις οικονομίες του (τα παράδες ντο εκαζάνευεν) τις έστελνε στην οικογένειά του. Έτσι απέκτησαν καλό σπίτι, φορούσαν όμορφα ρούχα, ο επιούσιος δεν τους έλειπε, κοντολογίς ζούσαν καλύτερα από τις άλλες οικογένειες των Λερίων (Λερία ή Λερί το όνομα του χωριού μας στην πατρίδα, με εννέα μαχαλάδες). Αυτό δεν το καλοέβλεπαν (εντούνεν σ’ ομάτ’) κάποιοι Τούρκοι κάτοικοι του χωριού, δεν τολμούσαν όμως για οτιδήποτε, γιατί ο Γιάννες ο Ράμπον ήταν ο φόβος και ο τρόμος!
Ένα φθινοπωρινό χάραμα, φλόγες ανυπότακτης φωτιάς τύλιξαν το σπίτι της οικογένειας του ξενιτεμένου Γιάννη. Παρά τις προσπάθειες συγγενών και γειτόνων, έγιναν όλα στάχτη. Όλες οι πληροφορίες έδειχναν υπαίτιους βαλτούς φανατικούς Τούρκους από διπλανό χωριό.
Στο άκουσμα των κακών μαντάτων ο Γιάννης, θεριό ανήμερο και έτοιμος για όλα, τα Χριστούγεννα επιστρέφει στην πατρίδα.
Πληροφορείται τα ονόματα των δυο Τούρκων Καρμουτένων (Καρμούτ: διπλανό χωριό με τα Λερία) και σχεδιάζει την εξόντωσή τους. Καβάλα στο άλογο που αγόρασε και πάνοπλος, παραμονές των Φώτων πηγαίνει στο Καρμούτ και ποιος είδε τον Χάρο και δεν φοβήθηκε. Κανείς συγχωριανός τους δεν τόλμησε να τους βοηθήσει, και έπεσαν άψυχα τα κορμιά των δυο Τούρκων από τα βόλια τη Γιάννε τη Ράμπονος.
Απόσπασμα έξι τσανταρμάδων (Τούρκων χωροφυλάκων) κυνήγησε τον Γιάννη. Στις σπηλιές της κορυφής του βουνού πάνω από τα δυο χωριά κρύφτηκε, δίχως νερό και φαγητό. Μέσα όμως από τα βράχια του σπηλαίου ανάβλυζε καθαρό νερό πηγής, για να τον ξεδιψάσει… Ώσπου μια σκοτεινή νύχτα απέδρασε ο κυνηγημένος ο Ράμπον σην Ρωσίαν χωρίς επιστροφή.
Ο παππούς μου Κωνσταντίνος μας έλεγε πως πληροφορήθηκε ότι ο αδελφός του από τη Ρωσία μετανάστευσε στις ΗΠΑ.
Και του χρόνου να είμαστε όλοι καλά!
Μιχάλης Ραμπίδης