Τα Φώτα ή αλλιώς Θεοφάνια είναι η δεύτερη μεγάλη γιορτή του δωδεκαημέρου των Χριστουγέννων που με αυτήν κλείνει και η εορταστική περίοδος. Στον Πόντο όταν κάποιος ήθελε να πει πως τα πράγματα που του αφηγούνται του είναι ήδη γνωστά, έλεγε: «σ’ έμπαν είναι τα Κάλαντα και σ’ εξ τα Φώτα», δηλαδή στην είσοδο του χρόνου είναι η Πρωτοχρονιά και στις έξι τα Φώτα, ποιος δεν το γνωρίζει;
Η Αμισός, η Ινέπολη, η Οινόη, τα Σούρμενα έλεγαν αυτήν την μεγάλη γιορτή της Χριστιανοσύνης «Φώτισμα».
«Φώτισμαν» έλεγαν και στα Κοτύωρα, στην Κερασούντα και στην Σάντα ενώ στην Τραπεζούντα και στην Χαλδία έλεγαν «Φώτιμαν».
Παραμονή των Φώτων
Από την παραμονή της γιορτής των Φώτων, σύμφωνα με την Έλσα Γαλανίδου Μπαλφούσια, γινόταν ο Αγιασμός των υδάτων μόνο μέσα στην εκκλησία. Κατόπιν ο παπάς γυρνούσε στα σπίτια για να αγιάσει ψάλλοντας το τροπάριο της ημέρας «Εν Ιορδάνη βαφτιζομένου σου Κύριε…».
Οι πιστοί έριχναν τον οβολό τους μέσα στο παρχάτς, στο χάλκινο σκεύος που κρατούσε ένα μικρό αγόρι που συνόδευε τον παπά. Μέρος αυτού του ποσού δινόταν για την μισθοδοσία των δασκάλων των ελληνικών σχολείων. Το ρίξιμο των νομισμάτων μέσα στο σκεύος γίνεται ακόμα και στις ημέρες μας στην ελληνική επαρχία, και όπως μας λέει ο λαογράφος Δημήτρης Λουκάτος, γίνεται εσκεμμένα και όχι από προχειρότητα με σκοπό να αγιασθούν ακόμα και τα χρήματα.
Η παραμονή των Φώτων όπως μας πληροφορεί ο Ξενοφών Άκογλου ο γνωστός μας Ξένος Ξενίτας, ήταν αυστηρή νηστεία για τους Ποντίους. Αυτήν την ημέρα νήστευαν ακόμα και από λάδι και θεωρούνταν πως έφερε μεγάλη αμαρτία όποιος δεν συμφιλιωνόταν με αυτόν που είχε μαλώσει και τον έβρισκε η γιορτή με αυτό το βάρος στην καρδιά του.
Το λημόνεμαν τ’ αποθαμενίων
«Τα Φώτα θέλω το κερί μ’,
και τη Ψυχού κοκκία (κόλλυβα τα Ψυχοσάββατα)
και τη Μεγάλ’ Παρασκευήν
ένα μαντήλιν δάκρα»
Μετά το δείπνο της παραμονής των Φώτων στα ελληνικά σπίτια ολόκληρου του Πόντου τελούνταν το «λημόνεμαν τ’ αποθαμενίων» η μνημόνευση των κεκοιμημένων δηλαδή. Σύμφωνα με αυτό το έθιμο σε ένα χαμηλό τραπέζι μπροστά από το εικονοστάσι, τοποθετούνταν ένα ταψί γεμάτο με σιτάρι που στο μέσο αυτού υπήρχε στερεωμένο ένα αναμμένο καντήλι, ενώ σταυροειδώς ήταν στερεωμένα στο σιτάρι τέσσερα κεριά.
Όλα τα μέλη της οικογένειας ήταν γονατισμένα τριγύρω του, και ο αρχηγός της μοίραζε σε κάθε μέλος κεριά για να τα ανάψουν λέγοντας το όνομα ενός οικείου προσώπου τους που είχε αποδημήσει εις Κύριον. Στο τέλος άναβαν κι ένα κερί για εκείνον τον κεκοιμημένο που δεν είχε κανέναν να τον θυμηθεί (για τοι καρίπ’ς και τ’ έρμους).
Μέχρι να καούν τα κεριά έμεναν γονατιστοί και προσευχόμενοι για τις ψυχές των εκλιπόντων συγγενών τους. Όταν αυτά έσβηναν, μικροί-μεγάλοι σηκώνονταν κάνοντας τον σταυρό τους. Τα αποκέρια τα πήγαιναν στην εκκλησία, ενώ το σιτάρι το χρησιμοποιούσαν για ελεημοσύνη.
Το «λημόνημαν» ήταν πολύ σημαντικό για τις ποντιακές οικογένειες, ήταν στοιχείο της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς τους.
Οι γιαγιάδες συνήθιζαν να χαϊδεύουν τα εγγόνια τους και να τα λένε: «ρίζα μ’ ας εσέν ’δεν πα κι’ θέλω. Τα Φώτα μαναχόν να μη ανασπάλτς ν’ άφ’ ς με ίναν κερόπον» (ρίζα μου από εσένα δεν θέλω τίποτα. Μόνο τα Φώτα να μην ξεχάσεις να μου ανάβεις ένα κεράκι).
Φώτα
Τη νύχτα που ξημέρωνε η μεγάλη γιορτή, πίστευαν πως άνοιγε ο ουρανός και κέρδιζε τον Παράδεισο όποιος έμενε ξάγρυπνος μέχρι τις πρωινές ώρες και έβλεπε το θέαμα. Άλλοι πάλι έλεγαν πως το «άνοιγμα των ουρανών» το έβλεπαν μόνο τα μικρά παιδιά τα οποία ήταν αναμάρτητα και στο σώμα και στο πνεύμα. Ανήμερα των Φώτων συνήθιζαν στον Πόντο να τα γιορτάζουν στρώνοντας πλούσιο τραπέζι όπου πρωταγωνιστούσε το κεσκέκ’ μαγειρεμένο με κεντουμέ (κοπανισμένο σιτάρι) και κοσσάρα (κότα). Αυτήν την ημέρα συνήθιζαν στα παρακάθ(ε)α να τραγουδούν το «Αηάννες ο Πρόδρομον και τη Χριστού ο φίλον».
Τα έθιμα αυτά όπως αναφέρει η φιλόλογος Γαλανίδου – Μπαλφούσια ανάγονται στα λατρευτικά των νεκρών των αρχαίων Ελλήνων αλλά και στα Απατούρια των αρχαίων Ιώνων και μάλιστα των Ιώνων εκ των Αθηνών – των Ιώνων του Πόντου των αποίκων της Ιωνικής Μιλήτου.
Στη χιλιοτραγουδισμένη Σάντα πίστευαν πως το βράδυ της γιορτής των Φώτων που αγιάζονταν τα νερά τα ψηλά «ελάτεα» (τα έλατά της) έκλιναν τις κορυφές τους και χαμήλωναν για να πιούνε από τα αγιασμένα νερά, αλλά και να προσκυνήσουν τη βάφτιση του Κυρίου από τον Ιωάννη τον Πρόδρομο.
Φώσα και τσακλία
Το έθιμο αυτό είναι πάγκοινο σε όλον τον ελληνισμό, στον ελλαδικό χώρο τελείται στις 24 Ιουνίου, την ημέρα της γέννησης του Αγίου Ιωάννου. Το έθιμο αυτό του αελουτρουπί’ όπως λεγόταν στα ποντιακά γινόταν και στη γιορτή της γέννησης του Αγίου Ιωάννου (σε ημερομηνία δηλαδή κοντινή με το θερινό ηλιοτρόπιο – εξού και η ονομασία αελτρουπί’) αλλά και την παραμονή των Φώτων στον Πόντο.
Κάθε σπιτικό που είχε ευλογηθεί με τη γέννηση βρέφους, μάζευε ξύλα, σαρακοφαγωμένα σκεύη, παλιά έπιπλα κ.τλ., και τα έβαζε φωτιά εκείνην την ημέρα, ενώ μικρά παιδιά της γειτονιάς αλλά και μεγάλοι έψαλαν το «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε» πηδώντας πάνω από τη φωτιά. Ο νοικοκύρης κερνούσε τα παιδιά στραγάλια και τα έδινε χρήματα για το καλό του σπιτιού και του νεογέννητου βρέφους.
Το έθιμο αυτό σαφώς συνδεόταν με τη βάφτιση του Χριστού, που πριν από λίγες ημέρες ήταν βρέφος σαν το μικρό παιδί της οικογένειας, και ο ερχομός Του φώτισε όλη την Οικουμένη η οποία ανακαινισμένη πια εξαγνίστηκε από την παλαιά κατάρα. Έτσι καίγοντας τα παλιά πράγματα και αντικαθιστώντας τα με καινούργια πληρώνεται και το ευαγγελικό ρητό «τον παλαιόν αποθέμενοι άνθρωπον, τον νέον ενδυσώμεθα».
Στην αυτοκρατορική Τραπεζούντα η λειτουργία των Φώτων ξεκινούσε τις πρώτες πρωινές ώρες.
Μετά την απόλυση των ενοριακών ναών, όλο το χριστεπώνυμο πλήρωμα μαζευόταν στον μητροπολιτικό ναό του Αγίου Γρηγορίου και με επικεφαλής τον Μητροπολίτη Τραπεζούντας κατευθύνονταν «σ’ Αρμέγκον την πέτραν τ’ Άε-Γοργορί», όπου ριχνόταν ο Σταυρός στον φουρτουνιασμένο συνήθως για την εποχή Εύξεινο Πόντο. Τότε τα ρωμαίικα παλικάρεα έπεφταν μέσα στα κύματα για να τον πιάσουν και να έχουν την ευλογία Του. Την τελετή αυτήν παρακολουθούσαν χιλιάδες άνθρωποι μεταξύ των οποίων και Τούρκοι.
Μετέπειτα οι εκάστοτε τελειόφοιτοι του Φροντιστηρίου Τραπεζούντας, πολλοί από αυτούς είχαν πέσει για τον Σταυρό στη θάλασσα προηγουμένως, σχημάτιζαν εννέα ομάδες με εννέα πανομοιότυπους σταυρούς σαν αυτόν που ρίχτηκε στην θάλασσα και γυρνούσαν όλα τα σπίτια της μεγάλης πολιτείας. Τα έσοδα που συγκέντρωναν τα διέθεταν όλα σε ευαγή ιδρύματα της πόλης τους.
Ευλογημένα έθιμα, ευλογημένοι άνθρωποι στον Πόντο!
Αλεξία Ιωαννίδου