«Καημένε Αθανασόπουλε, τι σου ’μελλε να πάθεις, από κακούργα πεθερά τα νιάτα σου να χάσεις». Θεοφάνια του 1931 και στις όχθες του Κηφισού στο ύψος του Βοτανικού ένας ανήλικος βοσκός εντόπισε δύο σακιά που περιείχαν ένα διαμελισμένο πτώμα.
Αυτή ήταν η αρχή της υπόθεσης που συντάραξε την ελληνική κοινωνία, το Έγκλημα στου Χαροκόπου ή το Έγκλημα του αιώνα όπως το «βάφτισαν» οι δημοσιογράφοι της εποχής.
Και την συντάραξε όχι μόνο για την αγριότητά του, αλλά και γιατί στα χρόνια που το αρσενικό κυριαρχούσε στην αγία ελληνική οικογένεια δύο γυναίκες έσπασαν όλα τα στερεότυπα. Ακόμα και όταν ξεκίνησε η δίκη η κοινωνία αδυνατούσε να πιστέψει πώς μια γυναίκα –ακόμα και αν είναι θύμα χρόνιας κακοποίησης, όπως αποδείχθηκε– μπορεί να είναι ικανή για μια τόσο φρικιαστική πράξη. «Παρά φύσειν κακό» ειπώθηκε τότε.
Μολαταύτα έγινε τραγούδι, και μάλιστα ιδιαιτέρως δημοφιλές, από τον Ιάκωβο Μοντανάρη. Ερμηνευτής ο Αντώνης Νταλγκάς. Ο τίτλος του «Κακούργα πεθερά»· είναι χαρακτηριστικό ότι ο δίσκος των 78 στροφών πούλησε 90.000 αντίτυπα όταν τα γραμμόφωνα στην Αθήνα δεν ξεπερνούσαν τα χίλια!
Στου Χαροκόπου τα στενά μια μικροπαντρεμένη
Εσκότωσε τον άντρα της, βρε η δαιμονισμένη.
Στον ύπνο που κοιμότανε μάνα και θυγατέρα,
εβάλανε τον ανιψιό και του ’ριξε μια σφαίρα.
Θύμα ο εργολάβος Δημήτριος (Μίμης) Αθανασόπουλος, ο οποίος δολοφονήθηκε μέσα στο σπίτι του στην Καλλιθέα, στην οδό Χαροκόπου. Φυσικός αυτουργός ο 17χρονος Δημήτριος Μοσκιός, ανιψιός της πεθεράς του. Ηθικοί αυτουργοί και συνεργοί η γυναίκα του Σοφία (Φούλα) Αθανασοπούλου, η πεθερά του Άρτεμις (Τέμι) Κάστρου και η υπηρέτρια Ιωάννα (Γιαννούλα) Μπέλλου.
Πεθερά και σύζυγος καταδικάστηκαν σε θάνατο· αποφυλακίστηκαν το 1941 όταν η κατοχική κυβέρνηση Τσολάκογλου υπέγραψε διάταγμα «περί αποσυμφορήσεως των φυλακών άνευ διαταράξεως του κοινωνικού συμφέροντος». Η πρώτη θεωρήθηκε ως κινητήριος δύναμη, ενώ ο ρόλος της δεύτερης δεν ξεκαθαρίστηκε ποτέ – όταν βγήκε από τις φυλακές Αβέρωφ ήταν 34 ετών. Ξαναπαντρεύτηκε τον συνταγματάρχη Αγαπητό Κομήτη, έγινε υποδειγματική σύζυγος και πέθανε το 1971.
Η υπηρέτρια βοήθησε στον τεμαχισμό της σορού και καταδικάστηκε σε ισόβια (όταν βγήκε μετά από 18 χρόνια έκανε οικογένεια με έναν Κεφαλονίτη που της γνώρισε η Φούλα), ενώ στο εδώλιο βρέθηκε και ο Σπύρος Μαγουλόπουλος για συνέργεια στην εξαφάνιση του πτώματος. Ο Δημήτριος Μοσκιός καταδικάστηκε σε 20 έτη για παράνομη οπλοφορία και πέθανε στο Δρομοκαΐτειο το 1936.
Η φρίκη του τεμαχισμού, η ομορφιά της Φούλας και το πάθος και η αγριότητα της πεθεράς είχαν σαν αποτέλεσμα να υπάρξει τεράστιο ενδιαφέρον για τη δίκη· μάλιστα βουλευτές έδιναν… μπιλιετάκια για να βρουν μια θέση στο δικαστήριο όσοι και όσες ήθελαν να παρακολουθήσουν από κοντά τις εξελίξεις.
Ο Δημήτριος Αθανασόπουλος ερωτεύτηκε παράφορα τη Φούλα με το υπέροχο πρόσωπο και τα γαλάζια μάτια όταν εκείνη ήταν 12 ετών. Αυτός 25, λοχίας στις διαταγές ενός συνταγματάρχη που έστελνε καθημερινά ψώνια και λουλούδια στην Άρτεμις Κάστρου. Ήταν ο εραστής της, ένας από τους πολλούς.
Όταν εκείνη έφτασε στην Αθήνα από την Κεφαλονιά με την κόρη της, χωρισμένη από τον Παναγιώτη Κάστρου, δεν είχε… στον ήλιο μοίρα. Ο συνταγματάρχης ήταν αυτός που φρόντισε να μετακομίσουν από το δωμάτιο που είχαν πιάσει σε σπίτι.
Η Άρτεμις ήταν πανέξυπνη, με έντονη προσωπικότητα, απελευθερωμένη· η Φούλα σαγηνευτική. Όταν ο πατέρας της που είχε μεταναστεύσει στον Καναδά κατάφερε να πιάσει την καλή ανοίγοντας ζαχαροπλαστεία και άρχισε να ανταποκρίνεται στις απεγνωσμένες επιστολές για βοήθεια, η μητέρα εγκατέλειψε τον συνταγματάρχη, έγραψε τη μικρή στο Αρσάκειο και ξεκίνησε μια άνετη ζωή με λούσα.
Ο Αθανασόπουλος άρχισε να βλέπει τη Φούλα κρυφά όταν εκείνη ήταν 16 ετών· όταν το έμαθε η Άρτεμις επέμενε να χωρίσουν. Οι δύο γυναίκες αρχίζουν να αναπτύσσουν έναν ανταγωνισμό για τον 29χρονο τότε άνδρα. Ο Τάσος Κοντογιαννίδης στο βιβλίο του Το έγκλημα στου Χαροκόπου περιγράφει μια σκηνή στην οποία η κόρη βρίσκει τη μάνα με τον Αθανασόπουλο στην κρεβατοκάμαρα. Θα τον χωρίσει, θα ξανασυναντηθούν μετά από λίγο καιρό και θα παντρευτούν κρυφά.
Το κλίμα ωστόσο στο σπίτι ήταν τοξικό από την αρχή: η Φούλα δεν μπορούσε να απαλλαγεί από την Άρτεμη που είχε μετακομίσει μαζί της· γαμπρός και πεθερά μισιούνταν και δεν το έκρυβαν. Το κλίμα έγινε χειρότερο όταν εκείνος έπιασε λεφτά – από το 1929 είχε συστήσει εταιρεία με τον συμπατριώτη του από το χωριό Αναβρυτός Αρκαδίας (τότε Γαρδίκι) Αναστάσιο Γυφτέα. Αναλάμβαναν ασφαλτοστρώσεις δρόμων και την ανέγερση δημόσιων κτηρίων. Μάλιστα η τελευταία δουλειά ήταν το Κυνοκομείο Αθηνών.
Παρόλο που είχε τρία παιδιά που τα υπεραγαπούσε, τα νυχτοπερπατήματα έγιναν ο κανόνας· η ζωή του έκλυτη, με πολλές γυναίκες, αφροδίσια και ένα σπίτι που κατέληξε να το επισκέπτεται στη χάση και στη φέξη, καθώς για ένα διάστημα προτού δολοφονηθεί έμενε σε ξενοδοχείο.
Για την Τέμι Κάστρου ήταν η ευκαιρία για να τον ξεφορτωθεί. Η κόρη της παρέμενε πανέμορφη, τα χρήματα ήταν πολλά και ο Αθανασόπουλος δεν μπορούσε να αποκολληθεί από την πεθερά του λόγω των κεφαλαίων που του είχε δανείσει όταν οι πρώτες επιχειρήσεις με τις οποίες είχε ασχοληθεί έπεσαν έξω. Άλλωστε, κάθε φορά που εκείνη αντιλαμβανόταν ότι κάτι τέτοιο πήγαινε να συμβεί, έσπερνε διχόνοια στο ζευγάρι. Οι καβγάδες συχνοί, και με ξυλοδαρμούς. Στο κάδρο έχει ήδη μπει η υπηρέτρια Γιαννούλα Μπέλλου.
Το απόγευμα του Σαββάτου 3 Ιανουαρίου 1931 ο Αθανασόπουλος γύρισε σπίτι από το οποίο είχε φύγει στις 15 Δεκεμβρίου για να πάρει καθαρά ρούχα και να δει τα παιδιά. Ήταν μαζί με τον γιατρό και συγγενή του Δημήτρη Καρτσώνη· πήραν την πρωτότοκη Καίτη, τον Ανδρέα και το μωρό και πήγαν στο Φάληρο. Επέστρεψαν στο σπίτι στη Χαροκόπου, άφησαν τα παιδιά και συνέχισαν τη βόλτα τους.
Μαζί με τον συνέταιρό του Τάσο Γυφτέα κατέληξαν στο σεπαρέ του Γεμενάκη. Τι εστί σεπαρέ; Κλαμπ με ιδιωτικούς χώρους για παράνομα ζευγάρια που έκαναν θραύση στην Ευρώπη, και φυσικά στην Ελλάδα. Μαζί τους και μια στενή φίλη του Αθανασόπουλου («η ωραία δακτυλογράφος Δανάη Χατζηπαναγιώτη» σύμφωνα με τον Τύπο), η οποία αργότερα μαζί με τη μητέρα της θεωρήθηκαν ύποπτες.
Ξημερώματα 4 Ιανουαρίου 1931 και ο Αθανασόπουλος άρχισε χτυπά μέσα στη νύχτα την πόρτα, μεθυσμένος. Στο σπίτι φιλοξενείται ο 17χρονος ανιψιός της πεθεράς του, όμως το ζευγάρι δεν έχει κανένα πρόβλημα να καβγαδίσει. Ο Αθανασόπουλος ξύπνησε γύρω στις 7 το πρωί. Ζήτησε από τη Φούλα να κάνουν έρωτα και όταν εκείνη αρνήθηκε την βίασε (κάποιες πληροφορίες λένε παρά φύση).
Εκείνη πετάχτηκε έξω μισόγυμνη, σε έξαλλη κατάσταση, η μάνα της άρχισε να καταριέται και ο ανιψιός να ζητά το λόγο. Ένα πιστόλι και δύο σφαίρες έκοψαν το νήμα της ζωής του Αθανασόπουλου, ο οποίος νωρίτερα είχε πετάξει έξω τον Μοσκιό. Ο νεαρός, που αντιμετώπιζε ψυχολογικά προβλήματα και ήταν θαυμαστής της θείας του, εκτέλεσε τον εργολάβο ενόσω εκείνος είχε γυρίσει στο κρεβάτι και κοιμόταν – σύμφωνα με το κατηγορητήριο ήταν κατ’ εντολή εκείνης.
Μια νέα σελίδα του δράματος ξεκίνησε να γράφεται όταν η Άρτεμις κλήθηκε να δώσει λύσεις, με την κόρη της σε υστερία.
Αρχικά επιχείρησαν να κάψουν το πτώμα στο πλυσταριό που βρισκόταν στην ταράτσα, αλλά ο καπνός τους πρόδωσε. Τελικά το τεμάχισαν και το έβαλαν σε δύο σακιά – ο ιατροδικαστής (και ολυμπιονίκης στην ξιφασκία) Ιωάννης Γεωργιάδης στο πόρισμά του τόνιζε ότι η κοπή ήταν δεξιοτεχνική, σαν να είχε γίνει από χειρουργό.
Τελικά ήταν έργο της υπηρέτριας, όπως είχε μάθει στο χωριό της με τα ζώα, και όχι του Δημήτρη Καρτσώνη, όπως υπέθεσαν αρχικά. Συνελήφθη, ανακρίθηκε και τελικά αφέθηκε ελεύθερος.
Στο πρόβλημα «ποιος θα ξεφορτωθεί τα σακιά», η Άρτεμις βρήκε και πάλι τη λύση: ο Σπύρος Μαγουλόπουλος (τον οποίο οι εφημερίδες έχρισαν… εραστή και το δικαστήριο τον καταδίκασε σε 20 μήνες), σύστησε τον συγγενή του Αντώνη Μαγουλόπουλο, ο οποίος ήταν μεταφορέας. Τον βοήθησε ο Γιώργος Κορναράκης. Όμως το σημείο του Κηφισού που επέλεξαν, στη γέφυρα του Τρίμμη στην περιοχή που ονομαζόταν Κοκαλάδικα, το νερό ήταν λιγοστό και τα σακιά έμειναν στη θέση τους, αφού μπλέχτηκαν στα κλαδιά των δέντρων.
Μετά τον εντοπισμό της σορού οι συλλήψεις δεν άργησαν· το έγκλημα είχε προκαλέσει φόβο στους Αθηναίους και η πολιτική πίεση ήταν μεγάλη. Μάλιστα για πρώτη φορά στα εγκληματολογικά χρονικά της Ελλάδας αποτυπώθηκε φωτογραφικά το σημείο όπου βρέθηκε το πτώμα, ενώ πάρθηκαν και γύψινα αποτυπώματα από τις πατημασιές στις λασπωμένες όχθες.
Η δίκη ξεκίνησε τον Φεβρουάριο του 1932 και κράτησε 40 ημέρες – τα παιδιά του ζευγαριού είχαν ήδη μεταφερθεί σε ιδρύματα. Στην απολογία της, η οποία έγινε εν μέσω αντεγκλήσεων, η 45χρονη Άρτεμις Κάστρου υποστήριξε ότι έσωσε την κόρη της από ένα μαρτύριο και πήρε πάνω της όλη την ευθύνη. Έλαβε την ίδια ποινή με την 25χρονη Φούλα, για την οποία ειπώθηκε ότι το δικαστήριο εξάντλησε όλη την αυστηρότητά του λόγω της ομορφιάς της.
Γεωργία Βορύλλα