Ο Βάλτερ Πούχνερ στο έργο του Λαϊκό θέατρο στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια το χαρακτηρίζει μεταμφίεση τελετουργικού χαρακτήρα με «αόριστη γονιμοποιητική σημασία», ενώ ο Δημήτρης Κτενίδης στα Λαογραφικά Θουρίου Διδυμοτείχου αναφέρει ότι πρόκειται για την αναπαράσταση του ταξιδιού του Αγίου Βασιλείου από τα βάθη της Ανατολής.
Ο λόγος για το εθιμικό δρώμενο Καμήλες και Ντιβιτζήδες (καμηλιέρηδες), ένα από τα πιο γνωστά πρωτοχρονιάτικα έθιμα της Ανατολικής Ρωμυλίας. Εξίσου διαδεδομένο ήταν στον Πόντο, τη Μικρά Ασία, τα Βαλκάνια, και σε χώρες όπως η Ρουμανία, η Ουγγαρία και η Σλοβενία.
Στον ελλαδικό χώρο αναβίωσε και φέτος ανήμερα της Πρωτοχρονιάς στο Νέο Μοναστήρι Δομοκού (όπου γίνεται μια από τις πιο γνωστές αναβιώσεις), αλλά και στην Κομοτηνή και στη Λάρισα, στην πλατεία Φιλιππούπολης. Έτσι, το 2024 έκανε… ποδαρικό με ένα τρικούβερτο γλέντι.
Οι ρίζες του βρίσκονται στην Αρχαιότητα, στις γιορτές προς τιμή του Διονύσου κατά τις οποίες οι πιστοί μεταμφιέζονταν και τιμούσαν τον θεό με σάτιρες και χορούς σε «ξέφρενους» ρυθμούς. Μετά την επικράτηση της χριστιανικής θρησκείας διαμορφώθηκε ανάλογα για να μπορέσει να διατηρηθεί.
Οι ντιβιτζήδες ντύνονται με προβιές και φορούν στο κεφάλι το καούκι που είναι καπέλο και μάσκα μαζί, φτιαγμένο από «κιτσιά» (αρνίσιο μαλλί), στολισμένο με καθρεφτάκια (για τον ξορκισμό των πνευμάτων) και πολύχρωμες κορδέλες.
Στη θέση των δοντιών έχουν «αρμάθες» από ξερά φασόλια. Στη μέση και τα πόδια φορούν μικρά κουδουνάκια που δημιουργούν θόρυβο όταν χορεύουν ή τσακώνονται. Στα χέρια κρατούν το «τοπούζ’» (ξύλινο ρόπαλο) το οποίο χτυπάνε χάμω εκβιάζοντας, κατά κάποιον τρόπο, τη γονιμότητα της γης.
Η καμήλα είναι μια ξύλινη κατασκευή σκεπασμένη με «τσόλι» (υφαντό από τραγίσιο μαλλί), με έναν μακρόστενο λαιμό από προβιά, όπως και το κεφάλι της, με κρεμασμένα πολλά μεγάλα μπρούτζινα κουδούνια (τούτσα).
Ο θόρυβος των κουδουνιών, καθώς η καμήλα κουνιέται, συντελεί στο ξύπνημα της φύσης από τη χειμερία νάρκη.
Η καμήλα στερεώνεται με ζωνάρια δεμένα σταυρωτά πάνω στο ανθρώπινο σώμα και ζυγίζεται με τέχνη για να μη γέρνει και κουράζει τον «καμιλτζή». Οι ντιβιτζήδες, η καμήλα, ο γκαϊντατζής ή ο φιουρτζής (αυτός που παίζει φλογέρα) συνόδευαν την παραμονή της Πρωτοχρονιάς τις σάρτες (χορωδίες) από σπίτι σε σπίτι.
Οι νοικοκύρηδες, αφού άκουγαν τα τραγούδια και τα παινέματα, τους κερνούσαν όλους και έδιναν κάποιο φιλοδώρημα. Πολλές φορές η καμήλα έπεφτε κάτω και έκανε την άρρωστη – σηκωνόταν μόλις έβγαινε το κέρασμα.
Όπως κάθε αγερμός, οι Καμήλες και οι Ντιβιτζήδες έχουν σαν στόχο την ανταλλαγή ευχών για καλοχρονιά, γονιμότητα και υγεία, ενώ εικάζεται ότι η καμήλα συνδέεται με την αφθονία – είναι άγνωστο όμως γιατί εμφανίζεται στο συγκεκριμένο έθιμο.
Υπάρχει πάντα και η προφανής απάντηση ότι το πλούσιο εμπόριο ερχόταν στη Θράκη από το Βυζάντιο και την Ανατολή με καμήλες, γι’ αυτό και οι νέοι έμαθαν να συλλέγουν τα συμβολικά «δώρα» του αγερμού τους με αυτό το υπομονετικό ζώο. Ή, αντίθετα, ότι αφού ο κίνδυνος της επιδρομής κατέφθανε στην Ευρώπη από την Ανατολή και την Οθωμανική Αυτοκρατορία με καμήλες, οι Βαλκάνιοι ξόρκισαν τους φόβους τους με μια «μαγική» ιεροπραξία που αντικαθιστούσε το αρνητικό με το θετικό