Με καταγωγή από την Τραπεζούντα και την Τζια, η Μαρίκα Φιλιππίδου δεν ήταν μια συνηθισμένη γυναίκα των αρχών του προηγούμενου αιώνα.
Γεννημένη το 1877 στην Κωνσταντινούπολη, αποφοίτησε από τη Νομική σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας και το 1907 πήγε στο Παρίσι για ανώτερες νομικές σπουδές. Εκεί όμως αντί για νομικός έγινε μουσικός, αφού παρακολούθησε πρώτα τα μαθήματα του ωδείου, παίζοντας ως ηθοποιός σε διάφορα θέατρα.
Καλλονή της εποχής, με μεγάλα καταγάλανα μάτια, εξελίχθηκε σε ποιήτρια και στη συνέχεια εκδότρια του περιοδικού «Νέος Παρθενών», στην Αθήνα, το 1931.
Όσο ζούσε στο Παρίσι γνώρισε τον Αττίκ (πραγματικό όνομα Κλέων Τριανταφύλλου, Αθήνα 1885-1944), γιο πλούσιων Αιγυπτιωτών, τον οποίο η ζωή είχε καταδικάσει το 1910 με το θάνατο του 1 έτους γιου και της γυναίκας του, έξι μήνες αργότερα. Ήταν απελπισμένος και προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια του, να συνεχίσει να ζει και να δημιουργεί.
Οι δυο τους γνωρίστηκαν στην καλλιτεχνική σκηνή του Παρισιού όπου ο Αττίκ την ερωτεύτηκε παράφορα – λίγο αργότερα παντρεύτηκαν.
Για μια ακόμη φορά όμως έμελλε να σταθεί άτυχος στον έρωτα. Έμειναν μαζί γύρω στα 4 χρόνια και χώρισαν το 1914, όταν η Μαρίκα Φιλιππίδου τον εγκατέλειψε για τον ίλαρχο Σταμάτη Μερκούρη, μετέπειτα πατέρα της Μελίνας. Σύμφωνα με μαρτυρίες της εποχής, ήταν η γυναίκα που τον στιγμάτισε.
Για εκείνη είχε γράψει το θρυλικό τραγούδι «Είδα μάτια πολλά», το οποίο αγαπήθηκε κι η ιστορία του είχε γίνει γνωστή σε όλη την Αθήνα.
Τα χρόνια πέρασαν και ο Αττίκ μεσουρανούσε στην καλλιτεχνική σκηνή της Αθήνας με τη «Μάντρα» του, έναν μουσικό θίασο που είχε δημιουργήσει σε έναν περιφραγμένο χώρο στην τότε Πλατεία Αγάμων (σημερινή Πλατεία Αμερικής) και έχει μείνει στην ιστορία ως η «Μάντρα του Αττίκ».
Εκεί πρωτοτραγούδησε και το «Ζητάτε να σας πω», το οποίο αποδίδεται και αυτό στον έρωτά του για τη Μαρίκα Φιλιππίδου, με δύο εκδοχές.
Η πρώτη –και επικρατέστερη– περιγράφεται στο βιβλίο Αληθινές ιστορίες του Κώστα Χατζηδουλή, στον οποίο ο Πόντιος δημοσιογράφος και συγγραφέας Δημήτρης Ψαθάς έδωσε το ψευδώνυμο «Ρακοσυλλέκτης», λόγω του μεγάλου αρχείου παλαιών αντικειμένων που διατηρούσε.
Βασισμένη λοιπόν σε μια αφήγηση του δημοσιογράφου της εποχής Γιώργου Σκίντζα, η ιστορία αναφέρει ότι αρκετά χρόνια μετά το χωρισμό τους η Μαρίκα Φιλιππίδου πήγε στη «Μάντρα» συνοδευόμενη από τον Σπύρο Μερκούρη.
Το κοινό, που την είδε και την αναγνώρισε, για να πειράξει και να ερεθίσει τον Αττίκ άρχισε να του φωνάζει να τραγουδήσει το «Είδα μάτια», που ήταν γραμμένο για εκείνην.
Ο Αττίκ βλέποντάς την φανερά συγκινημένος ζήτησε συγγνώμη από τους θεατές, μάζεψε τις παρτιτούρες του και μπήκε στα παρασκήνια. Όταν ξαναβγήκε μετά από λίγα λεπτά είχε μόλις γράψει ένα καινούργιο τραγούδι, το «Ζητάτε να σας πω»:
Ζητάτε να σας πω – τον πρώτο μου σκοπό
τα περασμένα μου γινάτια – Ζητάτε «Είδα μάτια»
με σχίζετε κομμάτια – Σε μια παλιά πληγή
που ακόμα αιμορραγεί – μη μου γυρνάτε το μαχαίρι,
αφού καθένας ξέρει – τι πόνο θα μου φέρει.
Είναι πολύ σκληρό να σου ζητάν’ να τραγουδήσεις – έναν παλιό σκοπό
που προσπαθείς να λησμονήσεις.
Στο γλέντι σας αυτό – δεν θα ‘τανε σωστό,
αντίς άλλο πιοτό – να πιω εγώ φαρμάκι
μ’ ένα τέτοιο τραγουδάκι.
Γελάτε ειρωνικά – και λέτε μυστικά
ίσως με κάποια καταφρόνια – «μια και περάσαν χρόνια Αττίκ,
εσύ τι κλαις αιώνια;
Γιατί βαρυγκωμείς Αττίκ; – Δεν είδαμε και μεις
μιαν ομορφιά μέσα στη ζήση – δεν πήραμ’ απ’ τη φύση
καρδιά για ν’ αγαπήσει;».
Αμ, δεν είν’ οι καρδιές – όλες το ίδιο καμωμένες,
ούτε κι οι ομορφιές – στον κόσμο δίκαια μοιρασμένες.
Κι εδώ στη συντροφιά – σε κάθε μου ρουφιά
Ξεχνώ μιαν ομορφιά – που γιόμιζε μεράκι
το παλιό μου τραγουδάκι.
Ο κόσμος, βουβός και συγκινημένος, παρακολουθούσε με κατανυκτική σιγή το νέο τραγούδι· η Μαρίκα έκλαιγε κρυφά με κατεβασμένο το κεφάλι και ο Αττίκ, που τα δάκρυά του κυλούσαν ασταμάτητα, συνέχισε να τραγουδά…
Η δεύτερη εκδοχή
Τα πράγματα, όμως, ενδεχομένως να μην έγιναν ακριβώς έτσι. Σύμφωνα με μια πιο ρεαλιστική περιγραφή την οποία φιλοξένησε η εφημερίδα Πατρίς στις 12 Αυγούστου 1930, σε μια από τις πρώτες παραστάσεις στη «Μάντρα», ο Αττίκ μιλώντας στους θεατές, όπως συνήθιζε, προανήγγειλε ένα νέο τραγούδι λέγοντας:
«Αγαπηταί κυρίαι και κύριοι, το τραγουδάκι αυτό είναι ο πόνος της ψυχής μου, είναι η παληά μου αγάπη…»
«Ξέρουμε, ξέρουμε!» φώναξαν κάποιοι.
«Ναι, αλλά αυτό είναι το τελευταίο τραγουδάκι που έγραψα για την παληά μου αγάπη», απάντησε ο ίδιος και αφού κάθισε στο πιάνο άρχισε να τραγουδάει το «Ζητάτε να σας πω».
Εκείνες τις πρώτες ημέρες φαίνεται ότι πραγματικά είχε πάει και η Μαρίκα Φιλιππίδου στη «Μάντρα» και, όπως διαβάζουμε, η συνάντηση εξελίχθηκε ως εξής:
«“Καλησπέρα, Μαρίκα μου!” της φώναξε ο Αττίκ. “Είκοσι χρόνια έχω να σε πω Μαρίκα”». Η φωνή του είχε γίνει υγρή. Συνεκινήθη πραγματικά. Της είπε: «Θα σου τραγουδήσω το “Κι’ όμως…”
»Το τραγούδησε. “Λησμόνησα το χρώμα των ματιών της… Λησμόνησα ακόμα και το όνομά της… Τόσα και τόσα βάσανα και πόνους”.
Λησμόνησα το χρώμα των μαλλιών της
ξεχνώ αν ήταν μαύρα ή καστανά
λησμόνησα τη γλύκα των φιλιών της
μπερδεύω αν είχε μάτια γαλανά.
»Ο Αττίκ αναστενάζει. Στρέφει στην πλατεία προς το μέρος όπου κάθεται η Μαρίκα και της λέει: “Αχ, τι μου ‘χεις κάνει! Γκιόσσα!”
»Το κοινόν εσπαρτάρησε στα γέλια. Ο Αττίκ εσηκώθη από το πιάνο δακρυσμένος. Η Μαρίκα ήταν κόκκινη από τη συγκίνηση. Τα ωραία γαλανά ματάκια της είχαν υγρανθή».
Το λογοτεχνικό έργο της Μαρίκας Φιλιππίδου
Η Μαρίκα Φιλιππίδου όμως ήταν πολλά περισσότερα από μια γυναίκα που είχε συγκινήσει τον Αττίκ.
Η πρώτη ποιητική συλλογή της με τίτλο Κελαδήματα κυκλοφόρησε το 1900 στην Αθήνα, όπου ζούσε. Ακολούθησαν άλλες δύο συλλογές της, με τίτλους Φωτοστέφανα και Μαρμαρυγές (η δεύτερη ανατυπώθηκε το 1933). Το 1931 και για μικρό χρονικό διάστημα έβγαζε το περιοδικό Νέος Παρθενών.
Εκτός από ποιήματα η Μαρίκα Φιλιππίδου έγραψε και πολλά πεζά, καθώς και μεταφράσεις από διάφορες γλώσσες.
Ποιήματά της δημοσιεύτηκαν το 1936 στο περιοδικό της Αθήνας Ποντιακά Φύλλα, και το ίδιο έτος στο λεύκωμα Ελληνίδες ποιήτριες και στο περιοδικό Φιλολογική Κυψέλη του δημοσιογράφου Δημητρίου Λαμπίκη (1889-1956), ο οποίος ήταν διευθυντής και του περιοδικού Παρνασσός.
Το ποίημα που ακολουθεί σχετίζεται θεματικά με τον Πόντο και έχει τίτλο «Θρήνος».
Αγέρι, πάρε, οϊμένα! Αυτό το θρήνο μου
κι από χωριά και χώρες πέρασέ τον,
από ψηλά βουνά, πελάγη τρίσβαθα
στου Πόντου ένα ακρογιάλι σκόρπισέ τον.
Σ’ ένα ακρογιάλι, αγέρι, που το σχίζουνε
ποτάμια φιδωτά κι ασημωμένα,
που το σκιάζουν δάση καταπράσινα
και ψάλλουνε τ’ αηδόνια μαγεμένα.
Σ’ ένα ακρογιάλι ξακουστό κι ασύγκριτο
για τα πολλά τ’ αμέτρητά του κάλλη,
το πιο όμορφο του κόσμου κοιμητήριο
που κλειούσε μέσα σε γαλάζια αγκάλη.
Αγέρι, πάρε, οϊμένα! αυτό το θρήνο μου
κι από χωριά και χώρες πέρασέ τον,
από ψηλά βουνά, πελάγη τρίσβαθα,
στην Τραπεζούντα απάνω σκόρπισέ τον…