Σαν σήμερα, το 2015, έφυγε για τα «ουράνια παρχάρ(εα)» ο πολυγραφότατος Πόντιος συγγραφέας Γεώργιος Ανδρεάδης.
Ο Γ.Κ. Ανδρεάδης γεννήθηκε στον προσφυγικό συνοικισμό της Καλαμαριάς Θεσσαλονίκης το 1930, φοίτησε με υποτροφία στο Κολλέγιο Ανατόλια και συνέχισε τις σπουδές του (Πολιτικές Επιστήμες) στο Πανεπιστήμιο Φράιμπουργκ της Γερμανίας. Καθ’ όλη την διάρκεια της ζωής του δεν έπαψε να ερευνά και να γράφει για την πεφιλημένη γη των γονέων του. Μεταξύ των έργων του συγκαταλέγεται και η εμβληματική «Ταμάμα, η αγνοούμενη του Πόντου» που έγινε κινηματογραφική ταινία με τον τίτλο «Περιμένοντας τα σύννεφα» από την Τουρκάλα σκηνοθέτιδα Γιεσίμ Ουστάογλου.
Επισκέφτηκε πολλές φορές τον ιστορικό Πόντο και κέρδισε την αγάπη και την εκτίμηση των ελληνόφωνων κατοίκων του.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του πικράθηκε πολύ όταν οι τουρκικές Αρχές του απαγόρευσαν την είσοδο στην χώρα.
O Γ.Κ. Ανδρεάδης διέσωσε μεταξύ άλλων και την ιστορία των κρυπτοχριστιανών προγόνων του από τα χωριά της Κρώμνης. Το κείμενο που ακολουθεί αναφέρεται στην Γκιουλμπαχάρ και τον Τουρσούν, δηλαδή την Μαρία και τον Κυριάκο, προγιαγιά και προπάππου του Ποντίου συγγραφέα και ταυτόχρονα παρουσιάζει τις δυσκολίες του βίου των κρυπτοχριστιανών που ζούσαν «διπλή ζωή», αλλά και τη μεγάλη τους πίστη στον Τριαδικό Θεό.
♦♦♦
Ο μουλάς Μολεϋσμάν, Κρωμναίος κρυπτοχριστιανός και ιερέας, συνδεόταν με στενή φιλία με τον Σαΐτ Αγά, ένα Τούρκο άρχοντα. Κάθε φορά που περνούσε ο Μολεϋσμάν από τα Λωρία, το χωριό του Σαΐτ Αγά, επισκέπτονταν το σπίτι του φίλου του ο οποίος τον δεχόταν με όλες τις τιμές. Το ίδιο συνέβαινε και όταν ο Σαΐτ Αγάς πήγαινε στην Βαρενού, στο χωριό του αγαπημένου του φίλου μουλά.
Ο Σαΐτ Αγάς «κρεμόταν από τα χείλη» του μουλά όταν διάβαζε το Κοράνι και περίμενε υπομονετικά μετά το τέλος του ναμάζ (της καθημερινής προσευχής των μουσουλμάνων) να του εξηγήσει ο Μολεϋσμάν το ανάγνωσμα στα ποντιακά γιατί ο Σαΐτ, αν και αξιωματούχος, δεν ήξερε αραβικά και αν και Τούρκος τα ελληνικά της ποντιακής διαλέκτου του ήταν πιο οικεία από την μητρική του γλώσσα, επειδή γεννήθηκε και μεγάλωσε σε ελληνικό χωριό.
Τον Φεβρουάριο του 1796 λοιπόν ο Σαΐτ Αγάς πέρασε από τη Βαρενού και κατά τα ειωθότα επισκέφτηκε το σπίτι του μουλά. Οι δυο φίλοι απολάμβαναν την παρέα ο ένας του άλλου και χωρίς να το καταλάβουν πέρασε η ώρα. Έξω είχε βραδιάσει και μάλιστα άρχισε να χιονίζει. Ο μουλάς πρότεινε στον φίλο του να μείνει το βράδυ εκεί και εκείνος δέχτηκε να φιλοξενηθεί.
Όταν υπήρχε μουσαφίρης στο σπίτι και ιδίως μουσουλμάνος, οι γυναίκες και τα κορίτσια δεν εμφανίζονταν στον οντά.
Όμως η μικρή κόρη του μουλά η Γκιουλμπαχάρ, η βαφτισμένη Μαρία, είχε περιέργεια και ήθελε να δει τον επιστήθιο φίλο του πατέρα της. Άνοιξε την πόρτα του οντά και έριξε μια ματιά στον παράξενο εκείνον άντρα που θα φιλοξενούνταν στο σπίτι τους. Ο Σαΐτ Αγάς πρόλαβε και την είδε, και από τότε ήταν όλο στο μυαλό του. Η Μαρία ήταν 12 χρονών ό,τι έπρεπε για να γίνει νύφη του, να την παντρέψει με τον γιο του που ήταν σε ηλικία γάμου και έτσι να αποκτήσει και συγγένεια με τον αγαπητό του φίλο.
Μόλις είχε αρχίσει η νηστεία της Σαρακοστής. Ο μουλάς αν και πρότεινε με την καρδιά του στον μουσουλμάνο φίλο του να μείνει, άρχισε να σκέφτεται πως μπήκε σε μεγάλους μπελάδες. Τι θα τον φίλευε; Ευτυχώς που οι γυναίκες δεν έτρωγαν στο τραπέζι με ξένους άντρες και έτσι μπορούσαν να διαφυλάξουν τη νηστεία τους αλλά αυτός τι θα έκανε; Θα ματζίριζε (θα χαλούσε την νηστεία) παπάς άνθρωπος; Εκείνο το βράδυ μαγείρεψαν αναγκαστικά κρέας για τον Σαΐτ Αγά και ξαναγιαγλώθηκαν (λερώθηκαν από λίπος) τα σκεύη που είχαν καθαριστεί επιμελώς την Καθαρά Δευτέρα με στάχτη, προκειμένου να μην υπάρχει ίχνος αρτύσιμης τροφής πάνω τους για τη Σαρακοστή.
Ο Μολεϋσμάν προφασίστηκε πως πονούσε το στομάχι του και έφαγε λίγο παξιμάδι με το τσάι του χωρίς ευτυχώς να καταλάβει κάτι ο φιλοξενούμενός του. Με τον Σαΐτ ήταν πολλές φορές συνδαιτυμόνες αλλά πρώτη φορά βρέθηκαν απέναντι στο τραπέζι εν μέσω Σαρακοστής. Κάθε άλλη φορά ο Μολεϋσμάν προκειμένου να κάνει τον σταυρό του στο τραπέζι έκανε ένα ιδιότυπο «τελετουργικό» για να μην τον καταλάβει ο μουσουλμάνος φίλος του.
Έλεγε «γιεντίμ μπασίμ ιτζούν, κιρντί κανίμ ιτζούν, εμ σαά, εμ σολά, εμ νιατλί τζανουμά» δηλαδή «έφαγε η κεφαλή μου, πήγε στην κοιλιά μου, πήγε δεξιά, πήγε και αριστερά, πήγε και στην ψυχή μου».
Με τον τρόπο αυτόν ο πανέξυπνος παπάς σχημάτιζε με το χέρι του το σημείο του σταυρού και ευχαριστούσε τον Κύριο για το γεύμα, δίχως να αντιληφθεί κανένας τίποτα.
Ο Σαΐτ Αγάς ήταν αποφασισμένος να παντρέψει τον γιο του με την κόρη του φίλου του και για αυτόν τον λόγο κάλεσε την πιο γνωστή προξενήτρα, την Φατμέ η οποία ήταν κρυπτοχριστιανή και είχε το όνομα Παρέσα. Μόλις άκουσε η Παρέσα τον λόγο που την ήθελε ο αγάς, της ήρθε σκοτοδίνη. Τι θα έκανε; Πώς να κάνει αυτό το προξενιό και να γίνει η αιτία να τουρκέψει μια χριστιανοπούλα; Δεν το σήκωνε η συνείδησή της. Προφασίστηκε πως είχε την πεθερά της άρρωστη και πως θα αργήσει λίγο να πάει στον μουλά και να του πει τα «καλά χαμπέρια» για να εξοικονομήσει λίγο χρόνο.
Η Παρέσα φεύγοντας από το σπίτι του αγά κατευθύνθηκε με το άλογό της στην Βαρενού για να ειδοποιήσει τον Μολεϋσμάν για το κακό που τους βρήκε. Αφού είπε με κάθε λεπτομέρεια την στιχομυθία που είχε με τον αγά, φίλησε το χέρι του παπά και έφυγε. Εκείνο το βράδυ ο παπάς δεν κοιμήθηκε. Προσευχόταν για να τον φωτίσει ο Θεός να βρει λύση έτσι ώστε ούτε η κόρη του να τουρκέψει και να χάσει την ψυχή της, ούτε ο φίλος του να παρεξηγηθεί από την άρνησή του να τη δώσει για νύφη.
Το πρωί ντύθηκε, πλύθηκε και είπε στον γιο του να πάει στο σπίτι του Μουράτ Γιαζιτζή Ζαδέ, ενός κρυπτοχριστιανού, φτωχού πολύτεκνου ανθρώπου και να τον καλέσει στο σπίτι τους. Ο Μουράτ ανταποκρίθηκε αμέσως στο κάλεσμα του παπά. Καθώς πίνανε τον καφέ τους οι δύο άντρες ο παπάς του ανοίχτηκε και του είπε πως βρίσκεται μπροστά σε αδιέξοδο. Ο Μουράτ δεν ήξερε πώς να τον βοηθήσει μα πρόθυμα τον ρώτησε πώς μπορούσε να του φανεί χρήσιμος.
Ο παπάς τότε χωρίς να διστάσει του είπε «ξέρω πως είναι ντροπή κάτι τέτοιο, να ζητάει ο πατέρας της νύφης από τον πατέρα του γαμπρού τον γιο του αλλά έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα τίποτα πια δεν είναι ντροπή. Δέχεσαι Μουράτ να γίνει ο γιος σου γαμπρός μου»; Ο Μουράτ γεμάτος χαρά και υπερηφάνεια για την απρόσμενη πρόταση του παπά του απάντησε «εγώ κι’ νουνίζω ντο εν ντροπή, εγώ νουνίζω το καλόν τη κουτσής-ι-‘σ και το καλόν τη παιδί μ΄». Έτσι έγινε και αρραβώνιασαν τα παιδιά τους. Η Παρέσα πήγε το χαμπέρι στο Αγά πως τάχα δεν πρόλαβε την Γκιουλμπαχάρ γιατί είχε ήδη αρραβωνιαστεί με τον Τουρσούν (το χριστιανικό του όνομα ήταν Κυριάκος) γεγονός που γέμισε με θλίψη τον Αγά ο οποίος έψεγε τον εαυτό του πώς δεν κινήθηκε έγκαιρα.
Αλεξία Ιωαννίδου