Για τους Σμυρνιούς και τους Μικρασιάτες γενικότερα το Δωδεκαήμερο γιορταζόταν με μεγαλοπρέπεια και χαρές, καθώς όλοι οι ξενιτεμένοι επέστρεφαν στα σπίτια τους και λόγω του κρύου οι οικογένειες μαζεύονταν στα σπίτια και οι βεγγέρες ή βίζιτα έδιναν κι έπαιρναν.
Τα σπίτια καθαρίζονταν, οι άνθρωποι νήστευαν, ζητούσαν συγχώρεση, κουρεύονταν και φορούσαν τα καλά τους, εφάρμοζαν ειδική καθαριότητα για το σώμα και την ψυχή, για να γιορτάσουν τη γέννηση του Χριστού και να υποδεχθούν εξαγνισμένοι τη νέα χρονιά.
Ακολουθεί αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα mikrasiatwn.wordpress, με πρωτότυπη μαρτυρία για την προετοιμασία των Σμυρνιών για τις γιορτάρες μέρες.
Οι μέρες από τα Χριστούγεννα ίσαμε τον Άγιο Βασίλη ήτανε σωστό αναστάτωμα, για μικρούς και μεγάλους στην αξέχαστη πατρίδα. Τα σκολειά κλειστά και τα σπίτια όλο ετοιμασίες.
Τα σπίτια μοσκοβολούσαν κανέλα και καριοφύλλι
Οι νοικοκυράδες μπαινοβγαίνανε φουριόζες κι όλο μουρμουρίζανε για τα παιδιά που μπερδεύανε μέσα στα ποδάρια τους και δεν περνούσε μέρα που να μη τα καταχερίσουνε. Μα ανήμερα την Πρωτοχρονιά τα πάντα ήταν εντάξει.
Τα σπίτια «πετούσαν» από πάστρα και μοσκοβολούσαν κανέλα και καριοφύλλι, περιμένοντας τον καινούργιο χρόνο. Ούλα τα πατροπαράδοτα αντέτια, ήπρεπε να γίνουν όπως τα βρήκανε από τσι γονιοί τους.
Πρωί-πρωί ξεκινούσε όλη η οικογένεια, με τα κατάκαλά τους, να πάνε στην εκκλησία. Ο νοικοκύρης κρατούσε στην τζέπη του το ρόδι που θα σπούσε στην πόρτα του σπιτιού σαν θα γυρνούσαν. Για το καλό του χρόνου και για πολλά μπερικέτια, όπως λέγανε. Μετά απ’ αυτό ήπρεπε να μπει με το δεξί στο σπιτικό και να ευχηθεί σ’ όλη τη φαμίλια του «καλή χρονιά», φιλώντας έναν-έναν σταυρωτά.
Σαν τέλειωναν οι ευχές, όλη η φαμίλια καθότανε με τάξη γύρω στο αηβασιλιάτικο τραπέζι. Η μητέρα έφερνε αμέσως το θυμιατό, και θύμιαζε με μοσκολίβανο, πρώτα την πίτα και μετά έναν-έναν κάνοντας το σημείο του σταυρού. Ο πατέρας ήκοβε την βασιλιόπιτα με την ίδια κάθε χρόνο σειρά.
Το πρώτο κομμάτι του Χριστού, της Παρθένου και μετά κατά ηλικία, αρχίζοντας από τους παππουλήδες. Το νόμισμα ήτανε πάντα μεταλλίκι χρυσό και σ’ εκείνον που θα ‘πεφτε θα ‘φερνε μεγάλο γούρι.
Πολλές φορές τύχαινε, την ώρα που κόβανε την πίτα να έρθουν τα παιδιά του μαχαλά να τα πούνε. Το σήμαντρο χτυπούσε με τέχνη και το ντουμπελέκι κρατούσε το ίσο. Οι παιδικές φωνές συμπλήρωναν τη χαρούμενη ατμόσφαιρα του σπιτιού και τα λόγια τους έφερναν στον καθένα ένα καλό μήνυμα:
«Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά, ψιλή μου δεντρολιβανιά κι αρχή καλός μας χρόνος εκκλησιά με τ’ άγιο θρόνο» τραγουδούσαν τα παιδόπουλα, μα τόνιζαν ιδιαίτερα τις ευχές για τον νοικοκύρη του σπιτιού: «Χρόνια πολλά, να ζήσει», ποντάροντας σ’ ένα καλύτερο μπαξίσι.
Οι πόρτες του σμυρναίικου σπιτιού έμεναν ανοιχτές, για όλο τον κόσμο
Δεν πρόφταινε καλά-καλά να τελειώσει το κόψιμο της πίτας και το μοίρασμα των μπουναμάδων, κι αρχίζανε να καταφτάνουν τα πρώτα βίζιτα. Παλιό αντένι κι αυτό.
Ανήμερα την Πρωτοχρονιά, συγγενείς και φίλοι, μόνο άντρες, ανταλάσσανε βίζιτα για να ευχηθούν «τα έτη πολλά». Ακόμη και άγνωστοι μπαίνανε από μέσα, για να πούνε τις ευχές τους.
Οι πόρτες του σμυρναίικου σπιτιού, ούλη μέρα της Πρωτοχρονιάς έμεναν ανοιχτές, για όλο τον κόσμο. Μόνοι οι γιατροί, σαν γιατροί πηγαίνανε τη χρονιάρα μέρα στα σπίτια. Και ανάγκη να ήτανε, αποφεύγανε να τους καλέσουνε.
Όλοι οι επισκέπτες ήπρεπε να σερβιριστούν από το μεγάλο τραπέζι της σάλας που ήταν ανοιγμένο πέρα για πέρα. Στρωμένο με το άσπρο λινό τραπεζομάντηλο από τα προυκιά της νοικοκυράς, με κεντημένα στη μέση τα ψημιά της. Όλα τα καλά του Θεού βρισκόντουσαν για το καλό της χρονιάς απάνω σε εκείνο το τραπέζι. Βαλμένα με τάξη στα καλά σερβίτσια που φύλαγαν για τις χρονιάρες μέρες.
Το μάννα τ’ ουρανού στο τραπέζι
Μεσ’ στη μέση η μεγάλη φρουτιέρα με τον «Χριστό». Έτσι λέγανε τη μέρα εκείνη τα λογιών-λογιών ξερά φρούτα. Σωστό φρουτατζίδικο ήτανε ο λεγόμενος «Χριστός». Τίποτα δεν έλειπε. Και τι δεν είχε σε κείνη την πελώρια κρυστάλλινη φρουτιέρα. Ό,τι ήθελες και τραβούσε η όρεξή σου. Δαμάσκηνα, φουντούκια, τζίτζιφα, κουκουνάρια, σουλτανιές σταφίδες, μύγδαλα, καρύδια, ως και κουντουρούδια. Μα ποτέ δεν ήλειπε το μάννα τ’ ουρανού. Ούλα αυτά στολισμένα με πρασινάδες και ου, δείχνανε πραγματικά την ευλογία του Χριστού.
Άσε πια εκείνα που είχανε φτιάξει τα άξια χέρια της νοικοκυράς.
Μια στοίβα σεκέρ λουκούμια πασπαλισμένα με άχνη, μοιάζανε με χιονισμένο βουνό. Δίπλα τα φοινίκια ποτισμένα στο μέλι. Βασιλοπιττάκια λογιών-λογιών. Αστρουλάκια καρδίτσες, αετουδάκια, όλα με το καρεφυλάκι στη μέση που μοσκομυρίζανε και θρούσανε μόλις τα ‘βαζες στο στόμα.
Μα στην πρώτη γραμμή απ’ όλα τα κατασκευάσματα ερχούντανε η βασιλόπιτα. Κάθε Σμυρνιά νοικοκυρά ήβαζε ούλα τση τα δυνατά να στολίσει καλύτερα από τσ’ άλλης την πίτα του σπιτικού της. Στη μέση ήπρεπε να μπει απαραίτητα ο δικέφαλος αετός και γύρω-γύρω μικρότερα αετουδάκια και λογιών-λογιών πλουμιά. Άστρα, πουλουδάκια και ό,τι άλλο κατέβαζε το γούστο της για να γίνει πιο όμορφη.
Ο διάνος ήθελε ολόκληρη επιστήμη για να γίνει όπως πρέπει
Αυτά ήτανε αντέτια που τα κρατούσανε, ανάλογα, όλα τα σπιτικά της Σμύρνης, πλούσια και φτωχά. Οι νοικοκυρές δεχόντουσαν τα βίζιτα στολισμένες με ούλα τα καλά τους για να τιμήσουν τους άντρες τους και να φανεί η αγάπη που τους έχουν. Μεγάλη τιμή για τη νοικοκυρά ήταν τα βίζιτα να πάρουν απ’ ούλα τα καλούδια που είχε φτιάξει και να τα παινέψουν.
Το σμυρναίικο σπίτι ήταν φιλόξενο και οι Σμυρνιές το ‘χανε καμάρι να ρετσιβάρουν τους μουσαφιραίους.
Τα φαγιά τους ήτανε μιλημένα. Ο χριστουγεννιάτικος διάνος ήθελε ολόκληρη επιστήμη για να γίνει όπως πρέπει. Παραγεμισμένος με καβουρντισμένο κυγμά με ψιλό-ψιλό κρεμμυδάκι, και ξεροψημένα κάστανα στη χόβολη του μαγκαλιού. Μπόλκο μαύρο πιπέρι και κουκουναράκια. Ροδοκοκκινισμένος και γαρνιρισμένος με ολόκληρες πατετούλες, άνοιγε σ’ όλους την όρεξη.
Όλα τα φαγιά που ψήνανε οι Σμυρνιές νοικοκυράδες ήτανε σωστός πειρασμός. Όποιος έτυχε να φάει το στιφάδο τους, ποτέ δεν το ξεχνά. Με μπόλικα ολόκληρα κρεμμυδάκια και όλων των λογιών τα μπαχαρικά μέσα. Το κρέας όμως ήπρεπε να ‘ναι γουρουνίσιο ή αγριογούρουνο, άμα ήτανε η εποχή του. Αμ οι γιαπρακιένιες ντολμάδες με κιμά ή γιαλαντσί, τι σου λένε! ‘Η το ατζέμ πιλάφι που ‘μενε κουκί-κουκί, ακόμη και την άλλη μέρα. Άσε πια τα σουτζουκάκια! Με το σκορδάκι και το μπόλικο κύμινο, που μύριζαν δυο μαχαλάδες πέρα.
Στα γλυκίσματα και τα ρετσέλια πια, δεν τις έφτανε κανείς. Σαν έτρωγες απ’ αυτά, ήταν να γλύφεις και τα δάχτυλά σου που λέει ο λόγος…
Καταστόλιστες ξεκινούσαν για τα βίζιτα οι Σμυρνιές
Οι γυναίκες στη Σμύρνη δεχόντουσαν μόνο ανήμερα της Πρωτοχρονιάς και κάνανε τα βίζιτά τους την άλλη μέρα ή την παραπάνω. Σκέτο «γυναικείο» όταν το λέγανε. Στα βίζιτα αυτά πια γινούτανε και το «μοστράρισμα» των μποναμάδων. Ό,τι ήθελε να τους δωρίσουν την Πρωτοχρονιά, ήπρεπε να το φορέσουν στο βίζιτο εκείνο. Προ πάντων οι παντρεμένες και αρραβωνιασμένες.
Ό,τι χρυσαφικό παίρνανε από τσι άντρες τους και αρραβωνιαστικούς, για καμάρι το βάζανε κι ας είχαν άλλα τόσα.
Κι ήβλεπες μάτια μου χρυσαφικά, σαν να βρισκόσουνα στα κουγιουμτζίδικα του καπαλί τσαρσιού. Κορδόνια, μακριά και κοντά και Κωσταντινάτα. Μαλαματένια βραχιόλια, λογιών-λογιών. Στριφτά, μάπες ή βέργες. Σκουλαρίκια καφασωτά που λαμποκοπούσανε. Δαχτυλίδια μονόπετρα με διαμάντια σα ρεβύθι. Στα καρέ τους φιγουράρανε ρέστες-ρέστες τα μαργαριτάρια. Πολλές φορές ανακατωμένες με αληθινά κοράλια.
Καταστόλιστες ξεκινούσαν για τα βίζιτα οι Σμυρνιές της καλής τάξης όπως τις λέγανε, με τα πιο καλά τους λούσα και στολίδια. Μπουάδες, μανσόν και παπούτσι λουστρίνι καϊκάκι να τρίζει. Απαραίτητο όμως ήταν το καπέλο με φτερό. Κορδωμένες στα αστραφτερά λαντώ, κάνανε πιο πρωτοχρονιάτικο αντέτι στα συγγενικά και φιλικά σπίτια…