Έχει κλείσει πια τα 85 του χρόνια. Μπορεί να βλέπει πίσω τη ζωή του και να αφηγείται τις διαδρομές του στους αγώνες της καθημερινότητας, στους αγώνες για κοινωνική δικαιοσύνη και στους αγώνες για να πάρει το ποντιακό θέατρο ζωή και λάμψη στην πόλη του, τη Βέροια.
Κάπου πενήντα χρόνια ζωής αφιερωμένα στο θέατρο.
Ο Λαμπριανός Ιντζεβίδης μίλησε στη Δήμητρα Σμυρνή και το faretra.info για τα παιδικά του χρόνια, όπου ο ίδιος κάνει αντίσταση χωρίς να το ξέρει, μεταφέροντας με τη μάνα του μηνύματα κάτω από τη μύτη των Γερμανών κατακτητών, για τη φτώχεια και τα χρόνια της μετανάστευσης, που διώχνουν και τα τέσσερα παιδιά της οικογένειας στα ξένα, για την επιστροφή στην Ελλάδα και την ένταξή του στους αγώνες για κοινωνική δικαιοσύνη, και προπαντός για τη μεγάλη του αγάπη, το θέατρο. Το ποντιακό θέατρο!
Η Εύξεινος Λέσχη Βέροιας τον τίμησε πρόσφατα για όσα έχει προσφέρει στο ποντιακό θέατρο, και ο πρόεδρός της Χαράλαμπος Καπουρτίδης είπε συγκινημένος γι’ αυτόν, όταν πήγαμε στη Λέσχη για να πάρουμε τη συνέντευξη από τον Λάμπη (όπως τον αποκαλούν οι δικοί του άνθρωποι) στον φυσικό του χώρο, στο χώρο όπου δημιούργησε καλλιτεχνικά: «Ο Λάμπης είναι θεατράνθρωπος! Είναι αυτός που έδωσε πνοή στο ποντιακό θέατρο, εδώ στην πόλη μας. Ο άνθρωπος που παίζοντας συμπύκνωσε στο πρόσωπό του το χαρακτήρα της φυλής. Αυτός που αφιέρωσε χρόνια από τη ζωή του για να είναι πάντα εδώ. Πάντα συνεπής και λεπτολόγος, ταλαντούχος και βοηθός μας ακόμη και τώρα, που καταθέτει την άποψή του. Το κωμικό του ταλέντο θα μπορούσε να συγκριθεί με το ταλέντο μεγάλων ηθοποιών μας, απλά σ’ εκείνον δεν δόθηκε η ευκαιρία να περάσει τα σύνορα του τόπου. Η Εύξεινος Λέσχη και όλοι μας του οφείλουμε πολλά».
Λεπτός, ψηλός, με κάτασπρα πια μαλλιά, διαπεραστικό βλέμμα και άποψη που την υποστηρίζει κάθε φορά σθεναρά, πλούσιος από εμπειρίες ζωής και λαμπερές θεατρικές στιγμές που τις θυμάται με νοσταλγία, εκπροσωπεί μια γενιά που έζησε την Κατοχή, τον Εμφύλιο, τη μετανάστευση, αλλά και την προσπάθεια να κρατήσει ζωντανές τις ρίζες του ξεριζωμένου Πόντου.
Ζωή πλούσια, ζωή γεμάτη!
Γεννιέστε σ’ ένα μικρό χωριό της Ημαθίας, το Κομνήνιο, από Πόντιους πρόσφυγες γονείς, το 1938. Με τι ασχολείται η οικογένεια και πώς είναι τα παιδικά σας χρόνια;
Ήρθαν από τον Πόντο πολύ μικροί και οι δύο, 12 η μάνα μου και 15 ο πατέρας, όταν φτάσανε στην Ελλάδα. Παλεύανε με την αγροτική ζωή όταν εγκαταστάθηκαν εδώ, προσπαθώντας να ζήσουνε την οικογένεια. Τα κατάφεραν, αποκτώντας και τέσσερα παιδιά, τρία κορίτσια και το μοναδικό τους αγόρι εγώ.
Από το ’38 μέχρι το ’44 είμαι πολύ μικρός και η μνήμη μου δεν συγκράτησε πολλά πράγματα. Εκείνο όμως που θυμάμαι από την Εθνική Αντίσταση είναι πως η μάνα μου ήταν σύνδεσμος του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ κι εμένα με χρησιμοποιούσε ως έμμεσο διακινητή για τη μεταφορά των μηνυμάτων στην Αντίσταση. Ήμουν τεσσάρων-πέντε χρόνων, όταν έβαζε μέσα από το παντελονάκι μου τα μηνύματα. Οι Γερμανοί δεν με ψάχνανε. Ήμουν το προκάλυμμα, γιατί ο έλεγχος από τους κατακτητές ήταν αυστηρός. Τα σημειώματα που μετέφερε τα έβαζε κάτω από συγκεκριμένες πέτρες, για να τα πάρουν οι αντάρτες.
Η μάνα μου δεν έμοιαζε με τον πατέρα μου. Ο πατέρας ήταν πολύ ήπιος άνθρωπος, και της Εκκλησίας. Ενώ εκείνη ήταν και δυναμική ως χαρακτήρας αλλά και δυνατή σωματικά. Σήκωνε με τα δυνατά της μπράτσα 80 οκάδες σιτάρι και το φόρτωνε στο άλογο με τη μία. Σαφώς και η μορφή της μάνας μου είναι πιο καθοριστική στη ζωή μου. Και φυσικά το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ σφραγίζουν τα παιδικά μου χρόνια.
Όταν ξεκινούν τα γεγονότα του Εμφυλίου είστε 8 χρόνων, καταλαβαίνετε πια περισσότερα πράγματα. Πώς εντυπώνονται αυτά τα τόσο δύσκολα χρόνια στη μνήμη σας;
Το ’46 όλα τα χωριά της Ημαθίας μάς κατεβάζουν στη Βέροια, για να μην έχουν στηρίγματα στα χωριά οι αντάρτες. Ζούσαμε πλάι στον νονό μου τρεις οικογένειες. Ο πατέρας μου είχε τότε δύο αδέλφια να πολεμάνε στο βουνό. Κανονικά θα έπρεπε να είμαστε στη λίστα των ανεπιθύμητων, αλλά ήταν τόσο μπερδεμένα τα πράγματα, που ούτε η ίδια η αστυνομία δεν μπορούσε να τα ξεχωρίσει.
Μπήκε και ο πατέρας μου στο παιχνίδι της μεταφοράς μηνυμάτων, έγινε κι αυτός σύνδεσμος, κι εγώ έπαιξα τον ίδιο περίπου ρόλο, όπως παλιά.
Με φόρτωνε ο πατέρας στο γαϊδουράκι και περνούσαμε. Παίρναμε άδεια από την αστυνομία, μας εμπιστευόταν και μεταφέραμε τα μηνύματα στο Κωστοχώρι, στον Πρόδρομο… Δύσκολες εποχές. Επικίνδυνα χρόνια…
Πώς διαμόρφωσαν την προσωπικότητά σας, λοιπόν, εκείνα τα χρόνια;
Όταν είσαι τόσο μικρός, όπως εγώ, που ζούσα τα γεγονότα, δεν πολυκαταλαβαίνεις τι γίνεται. Αργότερα, μετά τα οχτώ μου χρόνια καταλαβαίνω πως η πλάστιγγα έχει γείρει υπέρ των νικητών και οι αντάρτες, τους οποίους υποστηρίξαμε, διώκονται. Η οικογένειά μας δεν διώκεται. Εγώ δεν περνώ επίσημα στο στρατόπεδο του ΚΚΕ μέχρι το ’66.
Οι Πόντιοι κουβαλούν από τις χαμένες πατρίδες και την αγάπη τους για τα Γράμματα. Θέλουν να μορφώσουν τα παιδιά τους. Είναι ένα από τα θετικότερα χαρακτηριστικά της φυλής. Εσείς τι παιδεία πήρατε;
Τελειώνω το οχτατάξιο Γυμνάσιο το ’58, αλλά δεν μπορώ να πάρω το απολυτήριό μου, γιατί δεν έχω λεφτά να το πληρώσω. Τότε πληρώναμε και τους καθηγητές, αλλά και για να πάρουμε το απολυτήριο. Μα τότε δεν είχαμε λεφτά ούτε για τα τετράδιά μας! Τα βιβλία τα παίρναμε από τους συγγενείς μας που άλλαζαν τάξη.
Μπορεί να ήταν δύσκολα εκείνα τα χρόνια στο σχολείο, αλλά πιστεύω ότι μάθαμε γράμματα! Γιατί το λέω; Γιατί δεν μπορώ να καταλάβω πώς τώρα τα παιδιά μπερδεύουν ιστορικά γεγονότα, όπως την 25η Μαρτίου με την 28η Οκτωβρίου! Είναι δυνατόν;
Τελικά, το απολυτήριο το παίρνω το ’61-’62, όταν πρωθυπουργός γίνεται ο Γεώργιος Παπανδρέου και φέρνει τη δωρεάν παιδεία στην Ελλάδα. Έτσι, επιτέλους παίρνω το απολυτήριό μου πληρώνοντας 2 δραχμές! Σας φαίνεται παράξενο, αλλά ο πατέρας μου δούλευε 18-20 ώρες τη μέρα για να ζήσει τα έξι άτομα της οικογένειας.
Και τελικά πώς χρησιμοποιείτε αυτό το πολυπόθητο απολυτήριο; Τι πετυχαίνετε μ’ αυτό;
Τίποτε απολύτως! Έπρεπε να έχεις το περίφημο «μέσον» τότε, ή, για να το πω λαϊκά, έπρεπε να φιλήσεις «κατουρημένες ποδιές»! Δεν το έκανα. Δεν το σήκωνα κάτι τέτοιο! Κι έτσι 26 Ιουνίου του ’66 φεύγω μετανάστης στη Γερμανία. Ως τότε βοηθώ τον πατέρα στις αγροτικές δουλειές.
Πώς είναι η ζωή του μετανάστη εκεί;
Όλες οι αδελφές μου είχαν μεταναστεύσει. Η μεγάλη στο Σικάγο και οι μικρότερες στη Γερμανία. Τέσσερα παιδιά, και τα τέσσερα ξενιτεμένα… Εκεί στο εργοστάσιο που δούλευα και στα σπίτια που μας δίναν επί πληρωμή να μείνουμε οι Γερμανοί, με πλησίασαν Έλληνες εργάτες από το ΚΚΕ και μπήκα πια στις τάξεις του Κόμματος.
Ξέρετε τι είναι να έχεις τέσσερα παιδιά και να σου ξενιτευτούν και τα τέσσερα, γιατί δεν μπορεί να τα κρατήσει η χώρα τους; Μεγάλη αδικία! Μεγάλος καημός για τους γονείς!
Η ζωή εκεί ήταν δύσκολη όχι γιατί έπρεπε να δουλέψεις σκληρότερα από την Ελλάδα. Η δουλειά δεν μας φόβιζε, μπαίναμε αμέσως στο πνεύμα της δουλειάς! Το δύσκολο ήταν να προσαρμοστείς στα ήθη και τα έθιμα ενός λαού τόσο διαφορετικού από τον δικό μας. Ψυχροί άνθρωποι! Όταν το παιδί σου γίνεται 18 χρονών και του λες πως πρέπει να πληρώσει ενοίκιο, για να μείνει στο σπίτι από δω και πέρα, δεν είσαι ψυχρός; Και αυτά που λέω δεν έχουν σχέση με το ότι οι Γερμανοί ήταν κάποτε οι κατακτητές μας. Και στην ειρήνη και στη χώρα τους έτσι ήταν, ψυχροί!
Γυρίζετε στην Ελλάδα. Με τι ασχολείστε τώρα μετά τη μετανάστευση;
Το ’76 παντρεύομαι και εργάζομαι σε συνεταιρισμό οικοδομικών υλικών μέχρι το ’81. Τότε γίνομαι επαγγελματικό στέλεχος στο Κόμμα, γιατί οι ανάγκες της οργάνωσης μεγαλώνουν. Η θητεία μου εκεί είναι για δύο χρόνια και ξαναγυρίζω το ’83 στην παλιά μου δουλειά, στα οικοδομικά υλικά.
Και το πάθος για το θέατρο –και ειδικά το ποντιακό θέατρο– πότε και πώς ξεκινά;
Ήμουν 13 χρόνων όταν πήρα μέρος σε σχολική παράσταση. Εκεί φάνηκε ότι είχα ταλέντο και μου άρεσε πολύ όλο αυτό που κάναμε. Αργότερα κάναμε παραστάσεις στο χωριό μας κι εκεί, παίζοντας την Εσμέ του Αθανασιάδη, γύρω στο ’51-’52 μαθαίνει κάποιο από τα μπουλούκια, που γύριζαν δίνοντας παραστάσεις, για το ταλέντο μου και έρχονται να ζητήσουν να με πάρουν μαζί τους. Μάλιστα ήρθαν 2-3 φορές οι μπουλουκτσήδες να με ζητήσουν απ’ τον πατέρα μου, επέμεναν, αλλά εκείνος αρνιόταν και είχε δίκιο. Πέρασε από πάνω του ο Β’ Παγκόσμιος, ο Εμφύλιος…
Η δεκαετία του ’50 ήταν ακόμα μια δύσκολη εποχή. Πώς να με έδινε… Το «μικρόβιο» όμως για το θέατρο υπήρχε μέσα μου και λειτουργούσε…
Μετά την επιστροφή μου στην Ελλάδα, το ’76 μπαίνω για τα καλά στο «χορό» του θεάτρου! Η Εύξεινος Λέσχη Βέροιας υπάρχει ήδη από το ’55, αλλά το θεατρικό της τμήμα δυναμώνει από το ’76 με την παρουσία του Κώστα του Φωτιάδη, του φιλόλογου. Έψαχνε, λοιπόν, ο Φωτιάδης εκείνον που θα ερμήνευε τον πρώτο ρόλο στον Ξενιτέα κι εγώ ήμουν, όπως αποδείχτηκε, ο πιο κατάλληλος, αφού είχα ζήσει και την ξενιτιά. Αδύνατος, ήξερα καλά τη γλώσσα, κι είχα και έναν άλλο συμπρωταγωνιστή εξαιρετικό! Σκηνοθέτης ο Φωτιάδης.
Ποια συναισθήματα γεννάει αυτή η πρώτη επίσημη παράσταση;
Η παράσταση δόθηκε στη Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών και βέβαια ήταν κάτι διαφορετικό για μένα. Ξέφευγε από τα συνηθισμένα. Όλες οι Αρχές εκεί: Δήμαρχος, νομάρχης, μητροπολίτης… Άγνωστος κόσμος πολύς από κάτω… Αλλιώτικα συναισθήματα.
Ερχόταν ο κόσμος, μ’ αγκάλιαζε ενθουσιασμένος… Ζούσανε στο θέατρο κάτι απ’ αυτά που ζήσανε οι ίδιοι ή οι γονείς τους. Συγκίνηση, ικανοποίηση, και προπαντός πήρα άλλον αέρα πια, για να συνεχίσω!
Προτιμούσατε την κωμωδία ή το δράμα; Σε ποιο είδος ήσασταν καλύτερος;
Ο Ξενιτέας, παρόλο που ήταν δράμα, είχε και κωμικά στοιχεία. Με εκφράζει περισσότερο η κωμωδία. Γιατί; Μάλλον το πήρα από τον πατέρα μου, που μπορούσε με τον τρόπο του να κάνει κάποιον να γελάσει. Αυτό το χιούμορ του το έχω κληρονομήσει και στη ζωή. Άλλωστε μην ξεχνάμε τα έξυπνα ποντιακά ανέκδοτά μας, που μας χαρακτηρίζουν και σαν φυλή.
Ένας ηθοποιός, όμως, πρέπει να μπορεί να τα καταφέρνει και στο δράμα και στην κωμωδία. Νομίζω πως τα κατάφερνα.
Σε πόσες περίπου παραστάσεις έχετε πάρει μέρος μέχρι τώρα και με ποια αποδοχή από το κοινό;
Πήγαμε εκείνη την παράσταση και σε γειτονικές πόλεις και χωριά. Νάουσα, Αλεξάνδρεια, Επισκοπή, Βεργίνα… Ακολούθησε εξαιρετική κωμωδία του Φίλωνα Κτενίδη κι εγώ να περπατώ, θυμάμαι, μέσα από ένα κοφίνι σε κάποια στιγμή, ξεσηκώνοντας το κοινό!
Οι παραστάσεις μας δίνονταν στη Στέγη κι αργότερα, όταν έγινε και ο Χώρος Τεχνών, δόθηκαν κι εκεί. Το κοινό υποδεχόταν τις παραστάσεις μας πάντα με ενθουσιασμό.
Αφοσιωθήκατε κοντά 50 χρόνια στο ποντιακό θέατρο. Δεν σας γεννήθηκε ποτέ η επιθυμία να ασχοληθείτε με το θέατρο γενικότερα; Δεν σας ενδιέφεραν οι άλλοι ρόλοι; Για παράδειγμα οι κωμωδίες του Μολιέρου;
Δεν το έκανα, αλλά πιστεύω ότι αν το έκανα, θα τα κατάφερνα κι εκεί καλά. Γιατί; Επειδή πιστεύω ότι αν μπεις στο βάθος του έργου, αν το κατανοήσεις, θα το αποδώσεις σωστά. Γι’ αυτό πιστεύω ότι από κει ξεκινούν όλα. Από το πολύ διάβασμα του έργου. Πώς θα δώσεις έναν χαρακτήρα, αν δεν διαβάσεις ξανά και ξανά το κείμενο;
Ασχοληθήκατε καθόλου με τη σκηνοθεσία; Τι πιστεύετε για το ρόλο του σκηνοθέτη σε μια παράσταση;
Δεν έτυχε να σκηνοθετήσω, αλλά πιστεύω ότι τον πρώτο ρόλο τον έχει ο σκηνοθέτης σε μια παράσταση. Ένα καλό κείμενο μπορεί να το κάνει ακόμη καλύτερο με την σκηνοθεσία του, αλλά ένα κακό κείμενο δεν μπορεί να το σώσει κανείς, ούτε ο καλός σκηνοθέτης ούτε ο καλός ηθοποιός.
Πόσο σημαντική ήταν η παρουσία της Ευξείνου Λέσχης στη δική σας ζωή, ως ανθρώπου του θεάτρου, αλλά και γενικά στη ζωή των Ποντίων;
Η Εύξεινος Λέσχη μού έδωσε πολλά. Μου έδωσε το βήμα του θεάτρου. Να έρχονται άνθρωποι 20-30 μέρες μετά την παράσταση και να σε αγκαλιάζουν για την παράσταση που είδαν, είναι κάτι πολύ σημαντικό. Κι αυτό το χρωστώ στη Λέσχη.
Και φυσικά πρόσφερε πάρα πολλά και σ’ όλο τον κόσμο των Ποντίων, όχι μόνο σε μένα.
Πρόσφερε πολλά στον πολιτισμό. Κράτησε την επαφή του κόσμου με τις ρίζες του. Άλλωστε τίμησε και την προσφορά μου στο θέατρο μετά την παράσταση του Στραβόξυλου [του Δημήτρη Ψαθά] την άνοιξη στο Χώρο Τεχνών, πράγμα που με συγκίνησε πολύ.
Μόνο που θα ήθελα τα τελευταία χρόνια λίγο περισσότερο θέατρο, πλάι στο χορό, από τη Λέσχη. Τα ήθη, τα έθιμά μας, έχουν πολύ υλικό για το θέατρο.
Πώς θα ήταν η ζωή σας χωρίς το θέατρο, τη μεγάλη σας αγάπη; Το σκεφτήκατε ποτέ;
Συχνά σκέφτομαι ότι το θέατρο μου πήρε ώρες από την άλλη μου αγάπη, την αφοσίωση στην κομματική μου δράση. Η άλλη μου μεγάλη αγάπη είναι το ΚΚΕ. Όταν όμως έχεις δυο αγάπες, συμβαίνουν αυτά…
Τι είναι, λοιπόν το θέατρο για τον θεατή και τι είναι για τον άνθρωπο του θεάτρου;
Για τον θεατή είναι ο τρόπος να ξυπνήσουν μνήμες, να έρθουν μπροστά στα μάτια του ήθη, έθιμα, να νιώσει ποιος είναι. Μιλώ για το ποντιακό θέατρο. Το θέατρο γενικά φέρνει τον άνθρωπο σε επαφή με τη ζωή, με πολλές ζωές. Τον κάνει πιο πλούσιο. Όσο για τον ηθοποιό, είναι το οξυγόνο του!