Ένα ιδιαίτερο έθιμο, το καλαντόνερον, που τηρούνταν στον Πόντο λίγο πριν από τα μεσάνυχτα της παραμονής της Πρωτοχρονιάς και είχε μεγάλη σημασία για τις ελεύθερες κοπέλες, αναβιώνει στην κεντρική Πλατεία Ελευθερίας στην Καβάλα την Κυριακή 17 Δεκεμβρίου στις 11:30 το πρωί.
Στην εκδήλωση (που συνδιοργανώνουν η Λέσχη Ποντίων Νομού Καβάλας και ο Δήμος Καβάλας) θα παρουσιαστούν παραδοσιακά κάλαντα και χοροί, ενώ όσοι παρευρεθούν θα έχουν τη δυνατότητα να δοκιμάσουν ποντιακές γεύσεις όπως τανωμένον σορβά και χοσάφ’. Θα ακολουθήσει γλέντι με Πόντιους καλλιτέχνες.
Το έθιμο του καλαντόνερου
Λίγο πριν αλλάξει ο χρόνος, γυναίκες με δώρα στα χέρια (τσουρέκια, γλυκίσματα, φρούτα, αλάτι) επισκέπτονταν τη βρύση («πεγάδ’») του χωριού, λέγοντας την ευχή «Κάλαντα και καλός καιρός, πάντα και του χρόνου», και έπαιρναν το καλαντόνερον.
Πίστευαν πως η ροή του νερού πάνω στην αλλαγή του χρόνου σταματούσε για λίγο. Αν σ’ αυτήν τη μυστηριακή ώρα βρισκόταν κάποιος και έβλεπε το φαινόμενο θεωρούνταν τυχερός, και ό,τι επιθυμούσε θα γινόταν πραγματικότητα. «Επλερούτον σα μουράτα τ’», έλεγαν.
Το καλάντισμα της βρύσης γινόταν ιδιαίτερα από τις ελεύθερες κοπέλες.
Το βράδυ της Πρωτοχρονιάς πρόσφεραν στο «πεγάδ’», στην κυρα-Πεγαδίστρα, διάφορα φρούτα και ιδίως μήλα. Σε ανταπόδοση, περίμεναν από την «Πεγαδομάνα» ν’ ανοίξει την τύχη τους.
Τα ελεύθερα παλικάρια του χωριού καιροφυλακτούσαν, κι όταν έφευγαν οι κοπέλες πλησίαζαν στη βρύση κι έτρωγαν τα φρούτα. Αυτός που έτρωγε το μήλο της συγκεκριμένης κοπέλας θα την ερωτευόταν και θα την παντρευόταν, γιατί κατά την ποντιακή λαϊκή δοξασία και πίστη επενεργούσαν μαγικές δυνάμεις:
Ανάθεμα π’ εκρέμιζεν το μήλον σο πεγάδιν,
Το μήλον είχεν φάρμακον και το πεγάδ’ μαείας.
Μαεύ’ εμέν, μαεύ’ κι εσέν, μαεύ’ τοι δυ’ς εντάμαν.
Η κορ’ μαεύ’ ελλενικά, ρωμαίικα παλικάρια…
Το νερό θεωρούνταν αγιασμένο. Τα κορίτσια το έφερναν στο σπίτι, έπιναν όλοι από λίγο, και με το υπόλοιπο ράντιζαν το σπίτι, την αυλή, τα ζώα και τα χωράφια. Το νερό που έπαιρναν οι γυναίκες έπρεπε να φθάσει στον προορισμό του χωρίς καμιά τους να γυρίσει πίσω να κοιτάξει γιατί τότε αρρώσταινε (παθάν’, βλάφκεται, αχπαράεται)!