Στις 17 Δεκεμβρίου η Εκκλησία μας τιμά τον Άγιο Διονύσιο, τον πολιούχο της Ζακύνθου και επίσκοπο Αιγίνης. Ο Άγιος έζησε από το 1547 έως το 1622, και προερχόταν από την εύπορη οικογένεια των Σιγούρων. Η οικογένειά του βρισκόταν σε διαμάχη με την (συγγενική και εξίσου ισχυρή) οικογένεια Μονδίνου, όπως αποκαλύπτουν έγγραφα που ανάγονται στα αρχεία της Βενετίας, και μεταξύ Σιγούρων και Μονδίνων διαρκώς συνέβαιναν συμπλοκές.
Σε μια τέτοια συμπλοκή δολοφονήθηκε ο αδελφός του Αγίου, Κωνσταντίνος.
Ο δολοφόνος, στην προσπάθειά του να διαφύγει, αναζήτησε καταφύγιο στο μοναστήρι όπου βρισκόταν ο Άγιος, χωρίς να γνωρίζει τη συγγένεια. Όταν έφτασε στη Μονή εξήγησε πως τον κυνηγούσαν οι Σιγούροι, ενώ ομολόγησε ότι δολοφόνησε τον Κωνσταντίνο Σιγούρο.
Όπως παραδίδει η προφορική παράδοση του νησιού, ο Διονύσιος –παρά τη θλίψη του– όχι μόνο έκρυψε τον δολοφόνο, αλλά και τον φυγάδευσε ώστε αφενός να αποτρέψει ένα ακόμη έγκλημα, αφετέρου να του δώσει τη δυνατότητα μετάνοιας.
Με την επίκληση αυτής της υπέρτατης πράξης συγχώρεσης κλείνει το σονέτο του «A San Dionisio» («Στον Άγιο Διονύσιο») ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός. Όπως διαβάζουμε στη σημείωση κάτω από τον τίτλο, το ποίημα γράφτηκε την περίοδο Δεκεμβρίου 1820 – Ιανουαρίου 1821, κατά την οποία το νησί της Ζακύνθου δοκιμαζόταν από τους σεισμούς.
A San Dionisio
(Sonetto Improvvisato nel tempo dei terremoli, succesi in Zante nel dicembre 1820 e gennaio 1821).
O Dionisio, che, augusta anima pura
Tieni di cantade i primi seggi
Questa isoletta misera proteggi
Onde non la colpisca altra sciagura.
Popolata di pianti e di paura
Vedi ogni casa ed ogni via: sorregi
La nostra mente, perchè non vaneggi
Nel timor che si solva la natura.
Deh! tu t’ accosta dell’ eterno al trono
E lo prega onde l’ isola non resti
Dell’ ultima rovina in abbandono.
E se nulla risponde il tuo Signore,
Gli rammenta l’ asilo che tu desti
Del tuo fratello al barbaro uccisore.
[Διονυσίου Σολωμού, Άπαντα τα ευρισκόμενα, 1901.]
Στα ελληνικά το απέδωσε ο (επίσης Ζακυνθινός) ποιητής Στέφανος Μαρτζώκης:
Στον Άγιο Διονύσιο
Ω Άγιε Διονύσιε, ψυχή αγνή και θεία
που σε κρατεί περήφανα της ευσπλαχνίας ο θρόνος,
τούτο το δύστυχο νησί προστάτεψέ το μόνος
για να μη τύχει πια σ’ αυτό παρόμοια δυστυχία.
Άκου στα σπίτια! άκουσε, εδώ κ’ εκεί στο δρόμο
πώς κλαίγει απαρηγόρητα η φοβισμένη πλάση!
Βάστα το νου μας μη χαθεί, μη τύχει κι’ αφ’ τον τρόμο
τα λογικά μας χάσουμε, μήπως η γη χαλάσει!
Ω! Συ, στο θρόνο του Άπλαστου τρέξε σιμά κι’ ειπέ Του
να μην αφήσει το νησί έρμο στη δυστυχιά του!…
Κι’ αν ίσως κι’ η παράκληση δεν φθάνει, θύμησέ Του
πως είχες έναν αδελφό, κι’ έκρυψες το φονηά του.
[Στέφ. Μαρτζώκη, Άπαντα, Αθήνα 1925.]