Με καταγωγή από τη Σαμψούντα, την Αργυρούπολη και τη Μικρασία, η μουσική για την οικογένεια Σιώπη ήταν μονόδρομος. Μετά το διωγμό, οι πρόσφυγες παππούδες εγκαταστάθηκαν σε χωριά των Σερρών κι έφεραν μαζί τους τους σκοπούς του Πόντου, αλλά και τα μουσικά τους όργανα, το ούτι, τον ζουρνά και το βιολί.
Αυτοδίδακτοι, έμαθαν στα παιδιά τους τα τραγούδια της πατρίδας που είχαν αφήσει πίσω, θέλοντας να διατηρήσουν ζωντανή τη μνήμη της ιστορικής καταγωγής τους.
Δίπλα τους, ο μικρός τότε Κώστας Σιώπης, που είχε μεγάλη αδυναμία στα κρουστά, έμαθε να αγαπά τη μουσική και δη την ποντιακή. Σπούδαζε στην τεχνική σχολή «Αριστοτέλης» όπου στα 14 του χρόνια βρέθηκε μέλος της μπάντας. Ταυτόχρονα πήγαινε και στο Κρατικό Ωδείο όπου μάθαινε θεωρία. Κι ενώ ήθελε να ασχοληθεί με τα κρουστά, η περιέργειά του για τα μουσικά όργανα, τον οδήγησε να καταπιαστεί και με τα πνευστά.
Μάλιστα, όπως μας εξομολογήθηκε, «εκείνα τα χρόνια, δεν καθόταν ο μαέστρος να δείξει στους μικρούς τα όργανα, έπρεπε να το κάνουν οι μεγαλύτεροι μαθητές. Κι επειδή εμένα μου άρεσε κιόλας να ασχολούμαι, έμαθα να παίζω απ’ όλα, και τα πνευστά και τα έγχορδα. Λίγο για να τα μάθω, λίγο για να μπορώ να τα δείξω στους καινούργιους».
Τότε, ο μαέστρος που τον άκουσε να παίζει τα πνευστά, τον παρότρυνε να αφήσει τα κρουστά και να πιάσει το κλαρίνο. Κι από τότε, δεν το ξανάφησε.
Μετά το σχολείο, πώς αποφασίσατε να ασχοληθείτε με την ποντιακή μουσική;
Κώστας Σιώπης: Τα πράγματα ήταν δύσκολα τότε και το να παίζω κλαρίνο στα ποντιακά γλέντια είχε αρχίσει να μου αποφέρει χρήματα. Έτσι, αποφάσισα να μην ακολουθήσω την κλασσική μουσική και να ασχοληθώ με την παράδοση του Πόντου. Μέχρι τα 28 βιοποριζόμουν ως μουσικός και στη συνέχεια άνοιξα το δικό μου μαγαζί, την «Αυλαία» στον Εύοσμο. Για τρεις δεκαετίες, από εκεί πέρασαν όλοι οι μεγάλοι Πόντιοι καλλιτέχνες, αλλά και οι Κρήτες.
Πώς καταφέρατε να καθιερωθείτε στο χώρο;
ΚΣ: Τα χρόνια που ξεκινούσα, υπήρχαν κι άλλοι μουσικοί που έπαιζαν κλαρίνο, ωστόσο, δεν διέφεραν ο ένας από τον άλλο, έπαιζαν όλοι με τον ίδιο τρόπο. Αυτό που κατάφερα εγώ, επειδή είχα κι άλλα ακούσματα, όπως τα κλασικά, ήταν να ενσωματώσω ένα πιο γρήγορο κι έντεχνο παίξιμο, που έκανε τη διαφορά. Μου έβγαινε η ταχύτητα, άλλαξα το παίξιμο στα τραγούδια και ξεχώρισα.
Κι ανάμεσα στα τραγούδια του Καρς, της Ματσούκας, του Δυτικού Πόντου και της Καππαδοκίας, βάλαμε και κάποια τραγούδια της δημοτικής μουσικής.
Ενσωματώσαμε και ορισμένα λαϊκοποντιακά, ακόμη και τα τσιφτετέλια, τα οποία παίζαμε με ποντιακό ύφος. Κι αυτό άρεσε στον κόσμο.
Επίσης με τον Θόδωρο Παυλίδη λανσάραμε ανατολίτικη μουσική με σάζι, θέλοντας να προσεγγίσουμε τις τουρκόφωνες περιοχές του Πόντου, όπου οι άνθρωποι εξαναγκάζονταν να μιλάνε τουρκικά για να τα πηγαίνουν καλά με τους Τούρκους. Μεταξύ τους μιλούσαν ποντιακά, αλλά στις υπόλοιπες συναναστροφές τους δεν ήθελαν να δίνουν στόχο. Κι έτσι, τα τραγούδια μας βρήκαν απήχηση επειδή δεν το είχε επιχειρήσει κανένας άλλος πριν.
Έχετε συνθέσει όμως και αρκετά σύγχρονα ποντιακά τραγούδια. Με ποιους τραγουδιστές έχετε συνεργαστεί όλα αυτά τα χρόνια και ποια τραγούδια σας ξεχωρίζετε;
ΚΣ: Έχω συνεργαστεί με όλους τους Πόντιους καλλιτέχνες, όπως τους Γιώργο Σιδηρόπουλο, Θόδωρο Παυλίδη, Γιώργο Εμμανουηλίδη, Χρήστο Παπαδόπουλο, Χρύσανθο Θεοδωρίδη, Στάθη Νικολαΐδη και άλλους πολλούς.
Μάλιστα, με τον Κώστα Σαχινίδη, γνωστό ακορντεονίστα της εποχής, το 1980, είχαμε ηχογραφήσει και τον δίσκο «Το κάτι άλλο» που περιλάμβανε σολιστικούς σκοπούς, δηλαδή χωρίς στίχους, τόσο από τον Πόντο, όσο και από την ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων. Ήταν κάτι πρωτοποριακό για την εποχή.
Ανάμεσά στα τραγούδια που έχω γράψει είναι τα «Πόντιος κι ένα ομμάτ’», «Μαεύς τα παλικάρια», «Το μελαχρινό και το κορτσόπον», «Άι κορτσόπον και μικρόν», «Η μάνα έσ’ φτερά», «Το παρχαροπούλ’», «Μελεσσιδόπον», «Σον Παράδεισο εξέρω» κ.ά., ενώ έχω γράψει και ορισμένα λαϊκά κι έχω συνεργαστεί μεταξύ άλλων με τον Βασίλη Καρρά και τον Ζαφείρη Μελά.
Οι σημερινοί τραγουδιστές ταξιδεύουν συχνά στο εξωτερικό, στους Πόντιους της διασποράς, καθώς οι αποστάσεις έχουν μειωθεί με την ανάπτυξη των αερομεταφορών. Εσείς, εκείνα τα χρόνια κάνατε ανάλογα ταξίδια στους ομογενείς;
ΚΣ: Τότε ο κόσμος στο εξωτερικό είχε μεγάλη λαχτάρα να μας δει και να μας ακούσει, δεν υπήρχε το διαδίκτυο όπως σήμερα, μόνο τους δίσκους και τις κασέτες είχαν. Τους έλειπε η πατρίδα, οι οικογένειές τους κι ο ενθουσιασμός κάθε φορά που μας έβλεπαν και παίζαμε στα γλέντια και τις εκδηλώσεις τους, ήταν απερίγραπτος.
Και δεν ταξιδεύαμε με αεροπλάνα, ήταν πολλά τα χρήματα. Πηγαίναμε οδικώς, αλλά άξιζε η ταλαιπωρία όταν αντιμετωπίζαμε αυτήν τους τη χαρά. Μας φιλοξενούσαν, μας ξεναγούσαν στις πόλεις τους, δεν μας άφηναν πουθενά να πληρώσουμε. Ήταν η ελληνική φιλοξενία στα καλύτερά της. Πηγαίναμε Γερμανία, Σουηδία, Βέλγιο κι η λαχτάρα τους δεν στέρεψε ποτέ, ακόμη και σήμερα αποζητούν εξίσου αυτήν τη σύνδεση με την Ελλάδα και τον Πόντο.
Βέβαια, αυτό για εμάς σήμαινε ότι δεν είχαμε ποτέ γιορτές, Χριστούγεννα, πάντα φροντίζαμε να διασκεδάζουν οι άλλοι. Είναι δύσκολο να έχεις οικογένεια με αυτή τη δουλειά.
Μεγαλώσατε όμως δύο παιδιά και μάλιστα ο γιος σας βαδίζει στα δικά σας βήματα. Πώς σας φαίνεται που ασχολείται κι αυτός επαγγελματικά με το κλαρίνο;
ΚΣ: Είμαι πάρα πολύ περήφανος για τον Μιχάλη, θεωρώ ότι είμαι από τους τυχερούς που ο γιος μου ακολουθεί τα χνάρια μου επειδή το θέλει. Μάλιστα έχει ασχοληθεί πιο εξειδικευμένα με τη μουσική και το κλαρίνο συγκεκριμένα.
Η πρώτη ολοκληρωμένη έρευνα για το κλαρίνο στην ποντιακή μουσική
Στο σημείο αυτό, το ενδιαφέρον στρέφεται στον Μιχάλη Σιώπη, ο οποίος έχει να επιδείξει πλούτο σπουδών επάνω στη μουσική, ποντιακή και μη. Είναι πτυχιούχος του τμήματος Μουσικής Επιστήμης και Τέχνης του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, με ειδίκευση στο παραδοσιακό κλαρίνο, ενώ η διπλωματική εργασία στο μεταπτυχιακό του είχε θέμα «Το ποντιακό κλαρίνο στη Βόρεια Ελλάδα» και αποτελεί την πρώτη ολοκληρωμένη έρευνα σχετικά με το κλαρίνο στην ποντιακή μουσική παράδοση.
Επίσης, έχει δίπλωμα Βυζαντινής Μουσικής από τη σχολή Ιεράς Μητροπόλεως Βεροίας και Ναούσης. Την παρούσα στιγμή είναι καθηγητής κλαρίνου στο Μουσικό Σχολείο της Καβάλας, ενώ ασχολείται και επαγγελματικά ως μουσικός.
Μιχάλη, ήρθε η ώρα να μάθουμε περισσότερα για εσένα. Πώς αποφάσισες να ασχοληθείς κι εσύ με το κλαρίνο;
Μιχάλης Σιώπης: Ο πατέρας μου ήταν η πρώτη μου επιρροή, μου άρεσε να τον βλέπω και να τον ακούω να παίζει. Δίπλα του έπαιζα κι εγώ, κυρίως στις οικογενειακές συγκεντρώσεις. Ξεκίνησα από μικρός να πηγαίνω στο ωδείο, όπου μάθαινα πιάνο και θεωρία και στα 15 αποφάσισα να κάνω στροφή και να αρχίσω να παίζω κλαρίνο πιο συστηματικά. Ακολούθησαν οι σπουδές στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και παράλληλα άρχισα να ασχολούμαι κι εγώ επαγγελματικά με τη μουσική.
Από τα 17 μου εμφανιζόμουν στο μαγαζί του πατέρα μου όπου ήρθα σε επαφή με παλιούς και έμπειρους μουσικούς και τραγουδιστές. Άρχισα όμως να παίζω και σε πανηγύρια και εκδηλώσεις, ενώ παράλληλα ο καθηγητής μου στο πανεπιστήμιο, ο Μάνος Αχαλινοτόπουλος με μύησε στη δημοτική μουσική και πλέον μπορώ να ανταποκριθώ σε κάθε ανάγκη της ελληνικής μουσικής παράδοσης, όχι μόνο της ποντιακής.
Τώρα πια παίζω σε διάφορες εκδηλώσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, ενώ έχω και πλήθος συμμετοχών στη δισκογραφία, μέσα από διάφορες συνεργασίες.
Από τις συνεργασίες σου όμως φαίνεται ότι εμβαθύνεις στην παράδοση. Πες μας πώς τα καταφέρνεις και αν έχεις ασχοληθεί και με τη σύνθεση τραγουδιών.
ΜΣ: Στην οικογένεια, ο πατέρας μου είναι αυτός που ασχολείται με τη σύνθεση. Εγώ έχω συνεργαστεί με πολλούς μουσικούς και τραγουδιστές ποντιακών και ξεχωρίζω δύο περιπτώσεις. Η πρώτη είναι μια ζωντανή ηχογράφηση Καρσλίδικων τραγουδιών με τον Γιάννη Απαζίδη και τίτλο Απαροθυμία, η οποία αποτελεί ένα αφιέρωμα στους παλιούς καλλιτέχνες και σε παλιά ξεχασμένα ή άγνωστα τραγούδια. Αποτέλεσε μια ανθολογία του ποντιακού κλαρίνου και των καλλιτεχνών αυτού του είδους.
Η δεύτερη αφορά και πάλι σε Καρσλίδικα τραγούδια, αυτή τη φορά με την ερμηνεία μόνο φυσικών οργάνων, σε συνεργασία με τον Μπάμπη Ιωακειμίδη. Πρόκειται για την ηχογράφηση «Τα Παλαιά», με ποντιακά τραγούδια του παλιού ρεπερτορίου.
Και τώρα, με τον πατέρα μου, ετοιμάζουμε την επανεκτέλεση ενός κομματιού σε ρυθμό τάσ’, ενώ υπάρχουν σκέψεις για μια ολοκληρωμένη δισκογραφική δουλειά για το κλαρίνο.
Μπορείτε να μας πείτε κάποια ιστορικά στοιχεία για το κλαρίνο στον Πόντο;
ΜΣ: Το κλαρίνο δεν υπήρχε αρχικά στον Πόντο. Τον 19ο αιώνα, κατά τη διάρκεια των δύο ρωσοτουρκικών πολέμων, πολλοί Πόντιοι μετοίκησαν στο Καρς και έζησαν υπό τη σκέπη της Ρωσίας. Ενσωμάτωσαν στην κουλτούρα τους στοιχεία από όμορους λαούς και ανάμεσα σε αυτά ήταν και το κλαρίνο.
Με δεδομένο ότι ακολουθεί και μιμείται την ποντιακή λύρα, οι Καρσλίδες το ενέταξαν στα τραγούδια τους. Λόγω των απεριόριστων δυνατοτήτων που έχει ως πνευστό, μπορούσε να αποδώσει με επιτυχία τους σκοπούς, όχι μόνο του Καρς, αλλά και άλλων περιοχών του Πόντου. Για τον ίδιο λόγο, κυριάρχησε ως πνευστό και στη μητροπολιτική Ελλάδα, καθώς ούτε στη δημοτική μουσική υπήρχε αρχικά.
Κατά την Ανταλλαγή, όπως έχει επιβεβαιωθεί από μαρτυρίες, οι πρόσφυγες το έφεραν μαζί τους, καθώς υπερείχε από τα υπόλοιπα ποντιακά πνευστά.
Σε πρώτη φάση, έπαιζαν με αυτό ποντιακούς χορούς και σκοπούς. Στη συνέχεια όμως δημιουργήθηκε ειδικό, περίτεχνο ρεπερτόριο, το οποίο ακούει στον όρο «ποντιακό κλαρίνο».
Έκανε την εμφάνισή του στα χωριά της βόρειας Ελλάδας μετά την εγκατάσταση των προσφύγων, αλλά στη δισκογραφία, όπως φαίνεται, εμφανίστηκε μετά τον Εμφύλιο. Και έγινε ευρύτερα γνωστό από τη δεκαετία του ’60 κι έπειτα.
Το κλαρίνο είναι οικογενειακή υπόθεση, για δύο γενιές τώρα στα χέρια σας. Τι έχετε αποκομίσει από αυτό;
ΚΣ: Πλέον, τα κλαρίνα δεν παίζουν ποντιακά. Έχουν επηρεαστεί από τη λαϊκή μουσική και παίζουν το όργανο με λαϊκό ήχο, έχει αλλοιωθεί το ποντιακό χρώμα του. Υπάρχουν ακόμη μουσικοί που παίζουν σε ποντιακό ύφος, αλλά δυστυχώς είναι ελάχιστοι. Για εμένα, οι σωστές συνεργασίες έφεραν και εξακολουθούν να φέρνουν ένα καλό αποτέλεσμα. Η μουσική εξελίσσεται, αλλά η βάση είναι πάντα η παράδοση.
ΜΣ: Ασχολούμαι με τα ποντιακά δρώμενα για περίπου 20 χρόνια. Στην αρχή, για ένα μεγάλο διάστημα, η ενασχόλησή μου με το ποντιακό κλαρίνο γινόταν για βιοποριστικούς λόγους. Πλέον, έχει γίνει τρόπος ζωής, διασκέδαση και έκφραση. Το πιο σημαντικό είναι να ευχαριστώ τον κόσμο, να του προσφέρω όμορφες, μοναδικές στιγμές με αυτό το μοναδικό μουσικό όργανο, προσπαθώντας, με τη σωστή καθοδήγηση του πατέρα μου, να μην αλλοιώσω την αυθεντική μορφή του ποντιακού κλαρίνου.
Έλλη Τσολάκη