Η περιπετειώδης ζωή της έχει περιβληθεί με πολλούς θρύλους και το όνομά της σώθηκε σε παραδόσεις και σε δημοτικά τραγούδια. Εμπνεόμενος από το βίο της, μάλιστα, ο Μ. Καραγάτσης έγραψε το διήγημα «Βασιλική» το οποίο περιέχεται στη συλλογή Το νερό της βροχής.
Σε αυτό, ο συγγραφέας την παρουσιάζει να ζει σε έναν παραθαλάσσιο οικισμό, ηλικιωμένη πια και παραγνωρισμένη, με μόνη συντροφιά της το κρασί – όπως θρυλείται δηλαδή ότι ήταν και τα τελευταία χρόνια της Βασιλικής Κονταξή.
Η δημοτική μούσα κατάγραψε την επιρροή που είχε πάνω στον Αλή πασά στο γνωστό κλέφτικο «Βασιλική προστάζει».
Η Βασιλική Κονταξή (1789 – 11 Δεκεμβρίου 1834) ή, όπως έμεινε γνωστή, κυρα-Βασιλική, ήταν ευνοούμενη, προστατευόμενη και τελευταία σύζυγος του Αλή πασά των Ιωαννίνων. Γεννήθηκε στην Πλησιβίτσα των Φιλιατών (σημερινό Πλαίσιο) το 1789, και ήταν κόρη του προύχοντα της περιοχής Κίτσου Κονταξή και αδελφή του οπλαρχηγού Γεωργίου Κίτσου και του Σίμου Κονταξή.
Μια υπόθεση κατασκευής κίβδηλων νομισμάτων, για την οποία κατηγορήθηκαν ο πατέρας της και άλλοι κάτοικοι της Πλησιβίτσας, την έφεραν κοντά στον Αλή Πασά σε ηλικία μόλις 12 ετών.
Η μικρή Βασιλική ζήτησε έλεος για τον συλληφθέντα πατέρα της από τον γέροντα Αλή πασά. Εκείνος, θαμπωμένος από την ομορφιά της, όχι μόνο χάρισε τη ζωή στον πατέρα της, αλλά επιπλέον διέταξε τους άνδρες του να μην ξαναενοχλήσουν το χωριό. Το τίμημα για τη Βασιλική ήταν να γίνει το πολύτιμο πετράδι του χαρεμιού του πασά, ο οποίος το 1808 την νυμφεύτηκε, παρά τις αντιρρήσεις της πρώτης του συζύγου, Εμινέ.
Η Βασιλική χρησιμοποίησε τη δύναμή της προς όφελος των χριστιανών, πολλούς από τους οποίους κατάφερε να σώσει από τα χέρια του δημίου την τελευταία στιγμή.
Τέτοια ήταν η επιρροή της πάνω στον Αλή, ώστε όχι μόνο δεν εξισλαμίστηκε, αλλά απαίτησε και πέτυχε να μετατρέψει ένα δωμάτιο του χαρεμιού σε παρεκκλήσι με τακτικό ιερέα.
Έμεινε πιστή στον Αλή πασά τις τελευταίες του στιγμές στη Μονή του Αγίου Παντελεήμονος της λίμνης των Ιωαννίνων, όπου είχε καταφύγει μαζί με τους εμπίστους του τον Δεκέμβριο του 1821, καταδιωκόμενος από τους άνδρες του Χουρσίτ πασά. Λίγο προτού αφήσει την τελευταία του πνοή, ο Αλή διέταξε τον μυστικοσύμβουλό του Θανάση Βάγια να σκοτώσει τη Βασιλική, για να μην αιχμαλωτιστεί από τους εχθρούς του. Ο Βάγιας, μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα του ελληνισμού, δεν τήρησε την υπόσχεσή του, ίσως επειδή η Βασιλική γνώριζε το μυστικό των θησαυρών του πασά των Ιωαννίνων.
Τον Φεβρουάριο του 1822 η Βασιλική και ο Βάγιας συνελήφθησαν και μεταφέρθηκαν αιχμάλωτοι στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί, ο πατριάρχης Άνθιμος Γ’ με τη βοήθεια του σιναφιού των κρεοπωλών (ο Βάγιας είχε δουλέψει ως κρεοπώλης) κατόρθωσε να απελευθερώσει τη Βασιλική, υπό την προϋπόθεση να ζει εντός του Πατριαρχείου και να βρίσκεται υπό την προστασία και την επιτήρησή του. Κατά την εξαετή παραμονή της στο Πατριαρχείο φαίνεται ότι ερχόταν σε επαφή με πρόσωπα που ήταν αναμεμιγμένα στη Φιλική Εταιρεία και την επαναστατημένη Ελλάδα.
Μετά τη ναυμαχία του Ναβαρίνου, οι οθωμανικές Αρχές την εξόρισαν μαζί με τον αδελφό της Σίμο και τον Θανάση Βάγια στην Προύσα (Μάρτιος του 1828). Τον Οκτώβριο του 1829 τους δόθηκε άδεια να επιστρέψουν στην Ελλάδα.
Η Βασιλική εγκαταστάθηκε αρχικά στο Ναύπλιο. Εκεί συναντήθηκε με τον κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος της παραχώρησε ένα ακίνητο και λίγα κτήματα στο χωριό της Αιτωλίας Κατοχή. Το 1831 οι δρόμοι της με τον Θανάση Βάγια χώρισαν, όταν αυτός ανέλαβε δημόσια θέση και συγκεκριμένα επιστάτης του Πρότυπου Αγροκτήματος της Τίρυνθας.
Για το υπόλοιπο του βίου της η κυρα-Βασιλική έζησε στην Κατοχή απομονωμένη, και κατ’ άλλους περιφρονημένη. Πέθανε από δυσεντερία στο Αιτωλικό στις 11 Δεκεμβρίου 1834, σε ηλικία 45 ετών. Οι διηγήσεις ότι πέθανε αλκοολική και πάμπτωχη, ελέγχονται.