Συνεχίζεται σήμερα Τετάρτη στην ολομέλεια της Βουλής, η συζήτηση επί των διατάξεων του νομοσχεδίου του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών «Μέτρα για τον περιορισμό της φοροδιαφυγής», με τους εκπροσώπους των κομμάτων να διασταυρώνουν τα ξίφη τους, ιδιαίτερα για το ζήτημα της φορολόγησης των ελεύθερων επαγγελματιών.
Όπως είναι γνωστό στον πυρήνα του νομοσχεδίου βρίσκονται οι διατάξεις με τις οποίες καθιερώνεται τεκμαρτό εισόδημα για ελεύθερους επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενους. Τα συγκεκριμένα μέτρα συναντούν την άρνηση όλων των κομμάτων της αντιπολίτευσης και έχουν προκαλέσει την αντίδραση και κινητοποιήσεις πολλών επαγγελματικών κλάδων.
Έκθεση της επιστημονικής υπηρεσίας της Βουλής
Στο ζήτημα τοποθετήθηκε με έκθεσή της η επιστημονική υπηρεσία της Βουλής, στην οποία αναφέρει ότι το Σύνταγμα δεν αποκλείει τη θέσπιση, κατά τρόπο γενικό και απρόσωπο, τεκμηρίων προς σύλληψη της φοροδιαφυγής, υπό την προϋπόθεση όμως ότι τα τεκμήρια ανταποκρίνονται στα δεδομένα της κοινής πείρας και ότι είναι μαχητά.
Το επιστημονικό συμβούλιο διατυπώνει τον προβληματισμό του ως προς το ζήτημα των «δεδομένων της κοινής πείρας», ως ένδειξη για το παραγόμενο εισόδημα. Όπως, μεταξύ άλλων επισημαίνεται στην έκθεση, δεν υπάρχει ανάπτυξη των εμπειρικών δεδομένων στα οποία βασίστηκε η καταρχήν ταύτιση του ελάχιστου εισοδήματος των αυτοτελώς απασχολούμενων προσώπων και των ελεύθερων επαγγελματιών με τον νομοθετημένο κατώτατο μισθό ή τις αποδοχές του υψηλότερα αμειβόμενου απασχολούμενου υπαλλήλου κάθε υποχρέου. Προβληματισμός διατυπώνεται και κατά πόσο η βάση προσδιορισμού για το τεκμήριο συμβαδίζει με τις αποφάσεις του ΣτΕ που έκρινε ότι οι μισθωτοί και οι μη μισθωτοί τελούν υπό «ουσιωδώς διαφορετικές συνθήκες απασχολήσεως και παραγωγής εισοδήματος».
Το Επιστημονικό Συμβούλιο επισημαίνει ότι σε αντίθεση με τους μισθωτούς, το εισόδημα των μη μισθωτών είναι διαρκώς μεταβαλλόμενο, δεν συναρτάται, καταρχήν, με τους παράγοντες που διαμορφώνουν το ύψος του νομοθετημένου κατώτατου μισθού ή του μισθού του υψηλότερα αμειβόμενου απασχολούμενου υπαλλήλου, ενώ δεν αποκλείεται να είναι και αρνητικό (ζημίες), κυρίως στους τομείς της βιοτεχνίας και του εμπορίου. «Συνεπώς, η επίκληση των διδαγμάτων της κοινής πείρας για τη συναγωγή τεκμηρίου ως προς το ύψος του ελάχιστου καθαρού εισοδήματος από επιχειρηματική δραστηριότητα που αποκτά ένα φυσικό πρόσωπο βάσει του νομοθετημένου κατώτατου μισθού ή, πολύ περισσότερο, των αποδοχών του υψηλότερα αμειβόμενου απασχολούμενου υπαλλήλου, παρίσταται, ενδεχομένως, προβληματική», αναφέρει το επιστημονικό συμβούλιο.
Όπως εξάλλου σημειώνεται, «δεδομένου ότι, κατά την κοινή πείρα, οι συνθήκες άσκησης επιχειρηματικής δραστηριότητας είναι πολύ διαφορετικές στα μεγάλα αστικά κέντρα εν σχέσει προς τις μικρότερες πόλεις ή τα χωριά, με πληθυσμό άνω των 500 κατοίκων, επισημαίνεται ότι, ενδεχομένως, το τεκμήριο θα έπρεπε να διαρθρώνεται σε περισσότερα κλιμάκια αναλόγως της γεωγραφικής θέσης και του πληθυσμού της πόλης ή του χωριού εγκατάστασης του υποχρέου».
Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ