Λάσπη, πέτρες και διάσπαρτα παραπήγματα, τα οποία ανήκαν σε Τούρκους πριν από την Ανταλλαγή των πληθυσμών, αντίκρισαν οι πρώτοι πρόσφυγες από τον Πόντο, περίπου 20-30 οικογένειες, που έφτασαν τον Μάρτιο του 1921 στο Αρσακλή, στο σημερινό Πανόραμα της Θεσσαλονίκης.
Πολυμελείς οικογένειες αναγκάστηκαν να στοιβαχτούν, μαζί με τα σχεδόν μηδαμινά υπάρχοντά τους και τον βαθύ πόνο τους για τον ξεριζωμό, σε δωμάτια λίγων τετραγωνικών μέτρων που κατασκεύασαν πρόχειρα.
Από τους ταπεινούς μπαξέδες και τα ελάχιστα ζώα τους εξασφάλιζαν τη λιγοστή τροφή τους, ενώ μια μικρή Οδύσσεια αποτελούσε το ταξίδι τους με το γαϊδουράκι προς και από τη λίγων χιλιομέτρων απόσταση Θεσσαλονίκη, όπου μετέβαιναν για δουλειά ή για να διευθετήσουν κάποιες υποθέσεις τους.
Παρά τις αντιξοότητες, ωστόσο, κατάφεραν, με μεράκι και πίστη στον Θεό, να στήσουν την καινούργια τους ζωή στη νέα πατρίδα, τη μητέρα Ελλάδα. Έχτισαν σιγά-σιγά τα σπίτια τους, διαμόρφωσαν δρόμους και κατασκεύασαν εκκλησία, για να ασκούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Σε ένα καφενεδάκι που διαμόρφωσαν, μαζεύονταν μετά τις δουλειές τους και υπό τους ήχους της κεμεντζέ «ταξίδευαν» με τα τραγούδια τους στα χώματα που αναγκάστηκαν να αφήσουν, κυνηγημένοι από το μαχαίρι των κεμαλιστών.
Ο Θεόδωρος Λαζαρίδης, συλλέκτης παλαιών φωτογραφιών σε συνεργασία με την Ένωση Ποντίων Πανοράματος, «ξετυλίγει» στο pontosnews.gr την εγκατάσταση, τη δύσκολη καθημερινότητα αλλά και την προκοπή των πρώτων Ποντίων προσφύγων που βρέθηκαν στο Αρσακλή. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνεται και η οικογένεια της μητέρας του, το γένος Μιχαηλίδη, η οποία ξεκίνησε από το Μπροτζόμ του Καυκάσου τον Δεκέμβριο του 1920 με το πλοίο «Αραράτ» και με ενδιάμεσο σταθμό την Οδησσό έφτασε στις αρχές της άνοιξης του 1921 στο Αρσακλή.
«Σε αυτόν τον τόπο βρέθηκαν Πόντιοι από διάφορες περιοχές. Τον επέλεξαν από μόνοι τους για την εγκατάστασή τους. Όταν έφτασαν, δεν υπήρχε τίποτα εδώ. Μόνο πέτρες και κάποιες λαμαρινοκατασκευές που ανήκαν σε Τούρκους. Οι συνθήκες διαβίωσης ήταν πολύ δύσκολες. Για παράδειγμα, η οκταμελής οικογένεια του παππού μου από την πλευρά της μητέρας μου ζούσε σε ένα δωματιάκι, το οποίο για χρόνια, αφού έγινε το σπίτι μας, χρησιμοποιούσαμε ως πλυσταριό. Ζούσαν με τα ζαρζαβατικά από τους μπαξέδες τους, το γάλα από τα ζώα τους και από τα λίγα αμπέλια που είχαν, μέχρι που και αυτά καταστράφηκαν από ασθένειες. Να μην ξεχνάμε και το κρύο το χειμώνα, το οποίο ήταν ιδιαίτερα τσουχτερό μέσα στις παράγκες. Όμως, παρά τη φτώχεια και τη μεγάλη ταλαιπωρία οι πρόγονοί μας δεν το έβαλαν κάτω. Ήταν ευχαριστημένοι που μπορούσαν να ξαναστήσουν τη ζωή τους και με πολύ προσωπική εργασία κατάφεραν να διαμορφώσουν την περιοχή», λέει στο pontosnews.gr ο Θεόδωρος Λαζαρίδης.
Έστησαν σχολείο και εκκλησία από λαμαρίνα
Κατά τον ίδιο, από τις πρώτες κατασκευές που έκαναν οι πρόσφυγες, παράλληλα με τα πρόχειρα καταλύματά τους, ήταν ένα σχολείο και μία εκκλησία.
Βέβαια, ελλείψει πόρων και οι δύο κατασκευές έγιναν με λαμαρίνα, όμως, έστω και εντός αυτών τα παιδιά τους θα μάθαιναν πέντε γράμματα και οι κάτοικοι του χωριού θα μπορούσαν να τελούν τις Θείες Λειτουργίες.
Εκεί που βρίσκονταν τότε οι συγκεκριμένες λαμαρινοκατασκευές, σήμερα υπάρχει το γνωστό Πέτρινο Σχολείο του Πανοράματος, το οποίο θεμελιώθηκε το 1953.
Οι πρόσφυγες δεν παρέλειπαν, βέβαια, να τηρούν τα έθιμα που έφεραν από τις αλησμόνητες πατρίδες. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τον Θεόδωρο Λαζαρίδη, οι μητέρες δεν παρευρίσκονταν ποτέ στη βάφτιση του παιδιού τους, έθιμο που κράτησε αρκετά χρόνια.
«Εννοείται ότι δεν υπήρχαν πουθενά δρόμοι. Για παράδειγμα, η σημερινή οδός Κομνηνών, ο κεντρικός δρόμος του Πανοράματος, ήταν τότε μία έκταση με λάσπη. Στη Θεσσαλονίκη κατέβαιναν με γαϊδουράκι. Μου έλεγε η μητέρα μου ότι φόρτωναν το γαϊδουράκι με ξύλα και τα κατέβαζαν στην περιοχή της Χαριλάου, όπου τα πουλούσαν σε ένα φούρνο. Έτσι έβγαζαν κάποια μεροκάματα. Ο Γιάννης Ελενίδης, οι απόγονοι του οποίου έχουν τη σημερινή πολύ γνωστή επιχείρηση με τα τρίγωνα Πανοράματος, κατέβαινε επίσης με το γαϊδουράκι, για να φέρει γάλα. Αυτό που τους ενδιέφερε κυρίως, ήταν το πώς θα επιβιώσουν», αναφέρει ο Θεόδωρος Λαζαρίδης.
Η Πολιτεία έδωσε με κλήρο εκτάσεις στους πρόσφυγες, για να τις καλλιεργούν και εκεί φύτευσαν κυρίως αμπέλια και σιτάρι. Όμως, ένα μεγάλο μέρος της περιοχής του Πανοράματος είναι κατηφορικό, με αποτέλεσμα να μην προσφέρεται για καλλιέργεια, αφού φυτρώνουν μόνο πουρνάρια.
Το καφενείο «Ελπίς»
«Ελπίς» ήταν το όνομα του πρώτου καφενείου, το οποίο άνοιξε για να μαζεύονται οι πρόσφυγες του Πανοράματος. Βρισκόταν στην υποτυπώδη πλατεία του χωριού και σε αυτό οι άντρες έπιναν τον καφέ τους, απολάμβαναν το τσιπουράκι τους και άκουγαν τραγούδια για την αλησμόνητη πατρίδα και τον τραγικό ξεριζωμό. Εξυπακούεται ότι δεν έλειπαν και τα γνωστά ποντιακά μουχαπέτια.
«Στο συγκεκριμένο καφενείο έπαιζε λύρα και ο παππούς μου Σπύρος Μιχαηλίδης. Ήταν αριστερόχειρας και θεωρούνταν πολύ καλός λυράρης. Άλλοι γνωστοί λυράρηδες της εποχής στην περιοχή μας ήταν ο Γιάννης Παναγιωτίδης και ο Γιώργος Αμβροσιάδης. Αρκετά χρόνια αργότερα, το 1939, άνοιξε στην περιοχή και δεύτερο καφενείο», λέει.
Ιδιαίτερα δύσκολη για τους κατοίκους του Αρσακλή ήταν και η περίοδος της Κατοχής, αφού, μεταξύ άλλων, Γερμανοί κατέσχεσαν πολλά καταλύματα της περιοχής και εγκαταστάθηκαν σε αυτά. Σύμφωνα με τον συλλέκτη, αυτό συνέβαινε, διότι στην περιοχή είχαν βάση οι Γερμανοί, αλλά και επειδή γειτόνευε με το Χορτιάτη, όπου κατέβαιναν Έλληνες αντάρτες.
«Η μητέρα μου στην ηλικία των δώδεκα ετών δούλευε ως οικιακή βοηθός σε σπίτι που έμενε Γερμανός. Τη φώναζε “πίκολο” και για να την τεστάρει, άφηνε χρήματα στο σπίτι, για να δει, αν θα τα πάρει. Δεν έχω ακούσει να σκότωσαν στην περιοχή μας οι Γερμανοί κάποιον δικό μας ωστόσο, προχωρούσαν πολύ συχνά σε απειλές», τονίζει ο Θεόδωρος Λαζαρίδης.
Ο ναός του Αγίου Γεωργίου και το πρώτο λεωφορείο
Κατά τον συλλέκτη παλαιών φωτογραφιών, η εικόνα της περιοχής και η ζωή των κατοίκων άρχισε να αλλάζει και να βελτιώνεται μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και κυρίως από τις αρχές της δεκαετίας του ’50. Τότε άρχισαν να εμφανίζονται τα πρώτα ολοκληρωμένα μεγάλα σπίτια και ο οικισμός απέκτησε την πρώτη του… κανονική εκκλησία.
Επρόκειτο για τον ιερό ναό του Αγίου Γεωργίου, η ανέγερση του οποίου ξεκίνησε το 1950 και το 1954 τέθηκε σε λειτουργία. Σε πολύ μεγάλο βαθμό η ανέγερση της εκκλησίας έγινε με πολύ προσωπική εργασία των κατοίκων του χωριού.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’50 εμφανίστηκε στην περιοχή και το πρώτο λεωφορείο, που συνέδεε το Πανόραμα με τη Θεσσαλονίκη. Ήταν ιδιωτικό και το είχαν οι Γιώργος Ιωαννίδης και Θεμιστοκλής Μιχαηλίδης (αδελφός του παππού του Θεόδωρου Λαζαρίδη). Η χαρά των προσφύγων ήταν μεγάλη, αφού πλέον η μετάβαση στη Θεσσαλονίκη με το γαϊδουράκι αποτελούσε παρελθόν.
Στο πλαίσιο της εξέλιξης της περιοχής περιλαμβάνεται και η δημιουργία της ποδοσφαιρικής ομάδας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η οποία αποτελούνταν από αθλητές της περιοχής.
«Όταν το Πανόραμα άλλαξε και εξελίχθηκε, αναμφισβήτητα, έμειναν ως ανάμνηση στο μυαλό των προσφύγων τα πρώτα δύσκολα χρόνια. Από τη δεκαετία του ’70 και μετά θυμάμαι τους ηλικιωμένους να λένε “εμείς εκείνα τα χρόνια δεν είχαμε ούτε να φάμε και τώρα τα έχουμε όλα”. Σίγουρα τους άρεσε αυτή η αλλαγή, αφού έβλεπαν τη ζωή τους χρόνο με το χρόνο να βελτιώνεται, όμως, σίγουρα δεν ξέχασαν ότι μεγάλωσαν με τανωμένο σορβά, χαβίτς και τραγανό ψωμί, ψημένο στο τζάκι, με ελιά», υπογραμμίζει ο Θεόδωρος Λαζαρίδης.
Ρωμανός Κοντογιαννίδης