Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με ακροστιχίδα: «του ταπεινού Ρωμανού». Διαβάστε το Μέρος Α’, το Μέρος Β’ και το Μέρος Γ’.
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
ιδ’. Από μαχαίρι πέρασαν, άσπλαχνα, δίχως έλεος
τα άκακα τα βρέφη· έτσι ψυχρά εκτελέστηκαν σαν θανατοποινίτες.
Σ’ άλλα μαχαίρι μπήξανε –ω, πόσο αποτρόπαιο!– και έτσι ξεψυχήσαν. Άλλα τα διαμελίσανε.
Κι άλλα τ’ αποκεφάλισαν την ώρα που βυζαίνανε της μάνας το μαστάρι
κι είχαν κολλήσει απάνω κει και πίναν γαλατάκι.
Κι απόμειναν να κρέμονται πάνω σε στήθια μητρικά
κάτι κεφάλια βρεφικά –μικρούλες σεπτές κάρες–
απ’ τη θηλή που κράταγαν
ακόμα μες στο στόμα ανάμεσα στα δόντια τους, τα τρυφερά τους δόντια.
Γινόταν τότε έτσι διπλός κι αφόρητος ο πόνος
στις μάνες που θηλάζανε και βάρβαρα αποκόπτονταν –στην κυριολεξία– απ’ τα μικρά τους δίχρονα
που τα ’χαναν για πάντα με προσταγή του βασιλιά.
Γι’ αυτό, κι αυτός τώρα θρηνεί
ότι η εξουσία του σύντομα καταρρέει.
ιε’. Τσαμπί σταφύλι άγουρο έψαχνε ο Ηρώδης, γι’ αυτό
τον τρύγο βιαστικά και πριν απ’ την ώρα του κίνησε για να κάνει.
Βλέπεις χειμώνας ήτανε σαν η Μαρία γέννησε την Άμπελο που φύτρωσε χωρίς να πέσει σπόρος.
Κι αφού ούτ’ ένα ώριμο σταφύλι αυτός δεν βρήκε, τις αγουρίδες τρύγησε.
Γιατί ο Καρπός που έψαχνε της Μίας και Μοναδικής Παρθένου και Αγνής,
μαζί μ’ Αυτήν –το Κλήμα απ’ όπου φύτρωσε– έμελλε για την Αίγυπτο να φύγει οσονούπω
και τελικά να φυτευτεί και να καρποφορήσει.
Φεύγει, λοιπόν, και πάει μακριά απ’ των Ιουδαίων τη χώρα
και αφήνει πίσω μια γη άγονη, άδεια, χέρσα, όπου πια τίποτα καλό δεν είναι να φυτρώσει.
Στον Νείλο πάει να μείνει πια που είναι καρποδότης.
Μα όχι όπως ο Μωυσής που ρίχτηκε για να σωθεί και έπλεε στο καλάθι μέσα στον Νείλο ποταμό και στους τριγύρω βάλτους.
Στον ποταμό δεν ρίχτηκε· αντίθετα, Εκείνος μέσα έριξε στου ποταμού τα βάθη τα είδωλα που λάτρευαν.
Καθώς φιλί έχει μ’ αυτά τα είδωλα ο Ηρώδης, δεν είναι δα και έκπληξη
ότι η εξουσία του σύντομα καταρρέει.
ιϛ’. Θηλιές και βρόγχους έπλεξαν και δίχτυα αυτοί απλώσαν
παγίδα για να στήσουνε στης Θεοτόκου της Αγνής Παρθένου το ελαφάκι, ετούτο το νιογέννητο.
Του κάκου, όμως, συντρίφτηκε το δόκανο που στήσαν, γιατί το ελαφάκι αυτό τους τα ’σπασ’ όλα τα σκοινιά και έσχισε τα δίχτυα.
Φεύγει με τη Μητέρα Του την Άσπιλη Ελαφίνα
και πάει προς την Αίγυπτο, καθώς είχε προφητευτεί παλιά απ’ τον Μιχαία.
Εσύ ο Πανταχού Παρών, Συ που κρατάς στα χέρια Σου τους πάντες και τα πάντα, πες μου πού φεύγεις
και πού πας; Γιά πες μου σε ποια πόλη
θα πας να στήσεις σπιτικό κι εκεί να κατοικήσεις;
Πού θα βρεθεί το οίκημα, Εσένα να χωρέσει; Ποιος τόπος μπορεί άραγε κάτω απ’ τα πόδια Σ’ να σταθεί κι Εσένα να σηκώσει;
Δεν βρέθηκε δημιούργημα μέσα στην πλάση που ’φτιαξες, να εύρει τόπο να κρυφτεί απ’ τα δικά Σου μάτια.
Όλα μπροστά Σου φανερά, γυμνά στέκονται όλα, γιατί των πάντων Ποιητής είσαι Εσύ Χριστέ μου.
Γιατί λοιπόν αποχωρείς; Γιατί Αγαθέ μου φεύγεις; Ο Ηρώδης εξαιτίας Σου
κλαίει, χτυπιέται και θρηνεί
ότι η εξουσία του σύντομα καταρρέει.
ιζ’. Πάντως, αυτοί που με τον τρόπο αυτό από έναν τόπο φεύγουν, το κάνουν για να μην τους δουν, κι έτσι να μην τους βρούνε
όσοι τους καταδιώκουνε κι επίμονα τους ψάχνουν.
Αλλά ο μόνος Εύσπλαχνος Ιησούς και όλων μας Σωτήρας, έφυγε μεν σωματικώς και κατά τα προσχήματα,
αλλά στην πράξη ήταν εκεί, καθώς με τα έργα Του έγινε γνωστός, Τον γνώρισαν οι πάντες.
Γιατί μόλις κατέφθασε στης Αίγυπτου τα μέρη,
σειστήκανε τα είδωλα – βλέπεις όλα φτιαχτήκανε από ανθρώπων χέρια.
Αυτός που στου Ηρώδη την καρδιά έσπειρε μέγα τρόμο,
τώρα στα είδωλα σεισμό φέρνει και τα κλονίζει.
Κρυμμένος μες στην αγκαλιά της Μάνας Του ως βρέφος, την ίδια ώρα είναι Θεός και ως Θεός εργάζεται και έτσι σχεδιάζει.
Προς Αίγυπτο βαδίζανε κι Άγγελος ήτανε εκεί και διακονούσε
από ψηλά συνέχεια την φυγή Του· ο Ίδιος Του το θέλησε και πάει στην εξορία ως ένα βρέφος άπορο κι αδύναμο τελείως,
αλλά από την άλλη τη μεριά, σε όλους διακηρύσσεται πάμπλουτος, παντοδύναμος και όλο μεγαλείο. Γι’ αυτό,
ο Ηρώδης θρηνωδεί, μοιρολογάει και λέει
ότι η εξουσία του σύντομα καταρρέει.
ιη’. Κι εσείς λοιπόν αδέρφια μου τα λόγια μου π’ ακούτε, σχωρέστε μου αν θέλετε
την τόση ραθυμία κι ας σηκωθούμε όλοι μαζί·
εμπρός να προσκυνήσουμε Αυτόν που ήρθε από ψηλά να δώσει σωτηρία σ’ όλο το γένος των βροτών.
Ελάτε να φωνάξουμε με πόνο στην καρδιά μας προς τον Δεσπότη προσευχή
ώστε όλους να μας σώσει απ’ τον αυτόν τον πονηρό που είν’ ανθρωποκτόνος·
από τις αμαρτίες μας γοργά ν’ απαλλαγούμε
και να ’βρουμε αν γίνεται τον δρόμο της μετάνοιας.
Το ξέρω πως πρώτος εγώ που λέω αυτά τα λόγια,
έχω πολλά π’ αστόχησα και σφάλματα έχω κάνει· για άλλα είχα επίγνωση, για άλλα φταίει η άγνοια
και τον Θεό εξόργισα με τα έργα μου τα ρυπαρά, με τις κακές μου πράξεις.
Γι’ αυτό και σας παρακαλώ σταθείτε εδώ μαζί μου, με ζέση να φωνάξουμε:
«Βάζουμε μεσολαβητή την Άχραντη Μητέρα Σου και τ’ Άγια τα Βρέφη·
»κι έτσι με τις πρεσβείες τους θερμοπαρακαλούμε:
»Χριστέ από τη Βασιλεία Σου μη με αφήσεις έξω».