Ο Ιωάννης Ψωμιάδης γεννήθηκε στον οικισμό Κιλλίγερις (Κιλίγερις, Κιλίγκερις, Κιλί-κερίς) κοντά στο Φελ και τη Νεοκαισάρεια (Νίκσαρ). Ο οικισμός κατοικούνταν από περίπου 260 Έλληνες, που μιλούσαν ποντιακά. Είχε εκκλησία αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου, σχολείο και μουχτάρη.
Οι κάτοικοι ήταν γεωργοί και κτηνοτρόφοι και έκαναν τις αγορές τους στη Νεοκαισάρεια.
Η μαρτυρία που ακολουθεί περιλαμβάνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της μεγαλύτερης και παλαιότερης συλλογής προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και μίας από τις σημαντικότερες της Ευρώπης.
≈
Πόλεμος 1914. Εξορίες. Έξοδος. Για τον Τούρκο και τον καλύτερο λόγο μπορείς να πεις, και να τον βλαστημήσεις για υστερνά που μας έκανε.
Μέχρι να γίνει το Σεφερμπερλίκ αδελφός ήτανε. Έγινε ο πόλεμος των μεγάλων κι όλα αναποδογυρίσανε. Κακή επίδραση είχανε οι μεγάλοι Τούρκοι από τους ξένους. Ο Γερμανός ξύπνησε τους Τούρκους και τους έβαλε στο μυαλό να εξοντώσουνε το Χριστιανό.
Ιούλιο του 1914 αρχίνησε ο μεγάλος πόλεμος. Πρώτη διαταγή βγήκε να πληρώσουμε 44 λίρες «πετέλ» και να μη μας πάρουνε στο στρατό. Μέσα σε τρεις μήνες έπρεπε να γίνει η πληρωμή. Δώσαμε τις λίρες όσοι μπορούσαμε. Ύστερα, που πέρασαν οι τρεις μήνες, άλλη διαταγή βγήκε και είπανε δε γίνεται τίποτε, όλοι οι Τούρκοι υπήκοοι θα πάνε στο στρατό.
Οκτώβριος 1914 μπήκε η Τουρκία στον πόλεμο. Παντού κόκκινα χαρτιά κολλήσανε και είπανε όλοι θα παρουσιαστούνε. Από είκοσι χρονώ μέχρι πενήντα έπρεπε να πάνε.
Στο Νίκσαρ παρουσιαστήκαμε κι από κει μας πήρανε και τραβήξαμε προς Ερζερούμ. Μέχρι τον Ιούνιο του 1915 μας είχαμε δοσμένα όπλα.
Ύστερα ήρθε το κακό των Αρμένηδων. Σφαγή κι εξολοθρεμός. Πρώτα άρχισε στο Βαν, ύστερα άπλωσε παντού και τότες είπανε οι Τούρκοι κι εμείς οι Ρωμαίοι επίφοβοι ήμαστε και μας πήρανε τον οπλισμό.
Δουλεύαμε στους δρόμους. Με τη ζέστη, με το κρύο, με όλα τα χάλια, με παγωνιά, ξυπόλυτοι, κουρελιασμένοι, ψείρα γεμάτοι, αρρώστια, πείνα, σπάγαμε την πέτρα. Τι να κάνεις; Άμα λίγο σταματούσες είχε τσαούσηδες και σε σπάγανε στο ξύλο. Ο άλλος πέθαινε, εκεί τον αφήνανε. Ούτε λάκκο δεν σκάβανε να τον βάλουνε μέσα.
Κάτι παγκανότες είχα μαζί μου κρυμμένες, πλήρωσα τον τσαούση κι έφυγα νύχτα. Πήρα τα βουνά, κρύφτηκα, πάλι με πιάσανε, με ρίξανε στ’ αμελέ ταμπουρού. Τρεις φορές λιποτάκτησα, τρεις φορές με πιάσανε. Έφτασα μέχρι Ερζερούμ. Στα 1918 υπογράψανε την Ανακωχή οι μεγάλοι και μας δώσανε ελευθερία να φύγουμε. Γύρισα στο Κιλλίγερις.
Ένας χρόνος πέρασε, ο Κεμάλ είχε την κυβέρνηση. Άρχισε πάλι το διωγμό των χριστιανών. Μεγάλα δικαστήρια ήτανε στην Αμάσεια και καταδικάζανε σε κρεμάλα. Ιστικλάλ τα λέγανε.
Στα 1921, Ιούνιος, Ιούλιος ήτανε, μόλις κάναμε θερισμό κι έγινε εξορία. Πρώτα οι άντρες φύγανε, ύστερα οι γυναίκες. Πρώτα μας πήγανε Νίκσαρη. Μας κλείσανε μέσα σ’ αρμένικη εκκλησία. Χωρίσανε άνδρες από γυναίκες. Από δεκαπέντε, δεκαοχτώ χρόνων άντρες μέχρι εξήντα τους μάζεψαν όλους. Από τη Νίκσαρη φτάσαμε μέχρι το Μπιτλίς, από τη Μαλάτεια πέρα. Από φυλακή σε φυλακή μάς βάζανε όλο το διάστημα.
Ένα χρόνο περάσαμε έτσι. Πολλοί πέθαναν. Όσοι απομείναμε το 1922 μας δώσανε χαρτί να φύγουμε να πάμε σε «ίσκαλα» να βρούμε πλοίο να φύγουμε για την Ελλάδα. Στο Μους βρισκόμαστε που μας δώσανε το χαρτί.
Από κει πήγαμε Ερζερούμ και Παϊπούρτ και κατεβήκαμε Τραπεζούντα. Εκεί γεμάτο προσφυγιά ήτανε. Στο ύπαιθρο μείναμε. Ύστερα σ’ ένα σχολείο μπήκαμε. Πιάσαμε δουλειά εργάτες και κάτσαμε τρεις μήνες.
Νοέμβριος, Δεκέμβριος, τέλη του ’22 ήτανε, μπήκαμε στο πλοίο «Ωκεανός» και φύγαμε. Βγήκαμε Θεσσαλονίκη. Μας στείλανε Ελασσόνα. Από κει, 1923 ήτανε, μας στείλανε Ανάληψη Ελασσόνας κι εκεί πήραμε κλήρο κι εγκατασταθήκαμε. Εγώ κάτι γνωριμίες είχα και στα 1930 έφυγα από Ανάληψη και ήρθα στην Καλλιθέα. Έδωσα τα χωράφια μου εκεί κι αγόρασα άλλα εδώ.