Το 2023, που σε λιγότερο από έναν μήνα τελειώνει, ήταν το Έτος Μαρίας Κάλλας. Όπου και αν γυρνούσες στα ΜΜΕ, έβλεπες και διάβαζες να μιλάνε γι’ αυτήν. Όχι πως ξεχάστηκε ποτέ. Η Ελληνίδα υψίφωνος μπορεί να έφυγε νωρίς, να έζησε μια μυθιστορηματική αλλά άγρια –ενίοτε και άδικη– ζωή, όμως αγαπήθηκε και λατρεύτηκε όσο λίγες για το είδος της μουσικής που υπηρέτησε.
Δεν θα ήταν υπερβολή να λέγαμε ότι η αγάπη προς το πρόσωπο, το βίο και το έργο της, δεν είχε να ζηλέψει τίποτα από την αντίστοιχη λατρεία σε έναν ποπ ή ροκ σταρ.
Υπήρχε βέβαια και το παρασκηνιακό κομμάτι. Και δεν εννοούμε μόνο τον άτυχο –και, γιατί όχι, αταίριαστο– έρωτα με τον Αριστοτέλη Ωνάση, αλλά και τα σκαμπανεβάσματα στην καριέρα της αλλά και τα θέματα υγείας που είχε. Οι ψυχολόγοι υποστηρίζουν ότι το σενάριο με την καταστροφική προσωπική ζωή είναι η σκληρή μεν αλλά αληθινή ηδονή του κοινού. To «δεν μπορεί να τα ‘χεις όλα». Ασχέτως ότι υπήρξαν είδωλα που τα είχαν όλα. Η Κάλλας, δυστυχώς για εκείνην, δεν τα είχε.
Ξέχωρα όμως από το θέμα «κλειδαρότρυπα», η Κάλλας, με τα μοναδικά φωνητικά και υποκριτικά προσόντα της, ανανέωσε την όπερα και το ρεπερτόριό της. Και αυτό είναι που κρατάμε.
Το ξεκίνημα
Γεννήθηκε σαν σήμερα, το 1923, στη Νέα Υόρκη από γονείς οικονομικούς μετανάστες. O πατέρας φαρμακοποιός από τη Μεσσηνία, η μητέρα από τη Φθιώτιδα. Η Μαρία Σοφία Άννα Καικιλία Καλογεροπούλου, όπως ήταν το πλήρες όνομά της, από νωρίς άρχισε να ασχολείται με τη μουσική, παίρνοντας τα πρώτα μαθήματα πιάνου-σολφέζ, και σε ηλικία 11 ετών κέρδισε το α’ βραβείο σε διαγωνισμό παιδικών φωνών. Το 1937, μετά το διαζύγιο των γονιών της, εγκαταστάθηκε με τη μητέρα της και τη μεγάλη αδελφή της στην Αθήνα και εγγράφηκε στο Εθνικό Ωδείο.
Ο πρώτος ρόλος της ήταν η «Σαντούτσα» στην όπερα του Μασκάνι Καβαλερία Ρουστικάνα, σε παράσταση των μαθητών του ωδείου.
Το 1940 προσλήφθηκε στην Εθνική Λυρική Σκηνή και το 1941 πρωτοεμφανίστηκε ως «Βεατρίκη» στην οπερέτα Βοκάκιος του Σουπέ. Παρέμεινε ως το 1945, και ανάμεσα στα έργα στα οποία συμμετείχε ήταν ο Πρωτομάστορας του Μανώλη Καλομοίρη. Το μόνο ελληνικό έργο που τραγούδησε. Το 1945 επιστρέφει στην Αμερική και στον πατέρα της με σκοπό τη διεθνή καριέρα. Κάθε αρχή και δύσκολη και για δύο χρόνια μένει άνεργη. Tότε, μετά από μία επιτυχημένη ακρόαση τής ανέθεσαν να τραγουδήσει την «Τζιοκόντα» στην ομώνυμη όπερα του Αμίλκαρε Πονκιέλι στην Αρένα της Βερόνας, έναν από τους σπουδαιότερους λυρικούς χώρους της Ιταλίας. Και εδώ ισχύει το κάθε αρχή και δύσκολη, αφού γλίστρησε στη γενική δοκιμή και στραμπούληξε τον αστράγαλό της. Αλλά η αρχή έγινε.
Η πατρική φιγούρα
Στη Βερόνα, την πόλη του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας, η Μαρία γνωρίζει τον βιομήχανο Τζανμπατίστα Μενεγκίνι. Αν και είχε σχεδόν τα διπλά της χρόνια, στις 21 Απρλίου 1949 παντρεύονται. Οι βιογράφοι της λένε ότι τον αγάπησε ίσως για να αναπληρώσει συναισθηματικά την απουσία της πατρικής φιγούρας, όπως γράφτηκε.
Με τη βοήθεια του Μενεγκίνι η καριέρα της Κάλλας απογειώθηκε, και το 1951 τραγουδάει στη Σκάλα του Μιλάνου τους Σικελικούς Εσπερινούς του Τζουζέπε Βέρντι. Η οικογένεια του Μενεγκίνι μιλούσε για μια αδίστακτη γυναίκα που τον εκμεταλλεύτηκε για να ανέβει. Ήταν όμως έτσι;
Σε επιστολές προς τη γραμματέα της, σύμφωνα με μια από τις βιογραφίες της, η Κάλλας αναφέρει «Ο σύζυγός μου με παρενοχλεί ακόμα, παρότι μου έκλεψε πάνω από τη μισή περιουσία μου, μεταφέροντας τα πάντα στο όνομά του μετά το γάμο μας… Υπήρξα ανόητη […] που τον εμπιστεύτηκα». Παράλληλα τον χαρακτηρίζει «παράσιτο» που «περνιέται για εκατομμυριούχος ενώ δεν έχει δεκάρα».
Μετά τη Σκάλα του Μιλάνου, ήταν η σειρά της Μητροπολιτικής Όπερας της Νέας Υόρκης. Η Ελληνίδα ντίβα επιβάλλει πλήρως τους όρους της, αναγκάζοντας τον διευθυντή της Ράντολφ Μπινγκ όχι μόνο να της καταβάλει το μεγαλύτερο ποσό που είχε πληρώσει ποτέ για καλλιτέχνη, αλλά και να δηλώσει ότι η πρώτη εμφάνιση της Κάλλας εκεί ήταν η πιο συναρπαστική βραδιά της ζωής του.
Η Κάλλας είναι πλέον στην κορυφή.
Και ως επιστέγασμα, το καλοκαίρι του 1957 εμφανίστηκε στο Ηρώδειο, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και κυριολεκτικά αποθεώθηκε. Ασχέτως αν οι εφημερίδες της εποχής είχαν κάνει πάρτι με το ποσό που στοίχισε όλη η παράσταση.
Η κρίσιμη καμπή και η γνωριμία
Παράλληλα, η εξαντλητική δίαιτα στην οποία είχε υποβληθεί και οι φωνητικοί ακροβατισμοί της είχαν επιπτώσεις στην ποιότητα της φωνής της, η οποία σταδιακά άρχισε να αδυνατίζει στις υψηλές νότες.
Από το 1958 άρχισε η καθοδική της πορεία. Τον Ιανουάριο στη Ρώμη αποχώρησε μετά την Α’ Πράξη της Νόρμας του Μπελίνι και αποδοκιμάστηκε από το κοινό, και τον Μάιο η Σκάλα του Μιλάνου διέκοψε το συμβόλαιό της. Ο Τύπος άρχισε να της επιτίθεται και πολλοί βρήκαν την ευκαιρία που χρόνια ζητούσαν να χύσουν χολή στην Ελληνίδα θεά, «αυτή την καλλιτέχνιδα δεύτερης κατηγορίας, που έγινε Ιταλίδα χάρη στο γάμο της, Μιλανέζα χάρη στον αδικαιολόγητο θαυμασμό μιας μερίδας του κοινού της Σκάλας, και διεθνής χάρη στην επικίνδυνη φιλία της με την Έλσα Μάξγουελ [σ.σ.: μια δημοσιογράφο που ανέβαζε και κατέβαζε πρόσωπα]», σχολίαζε με κακοήθεια η ιταλική εφημερίδα Il Giorno.
Την ίδια χρονιά συνεργάστηκε με τους Αλέξη Μινωτή και Γιάννη Τσαρούχη για μια νέα παραγωγή της Μήδειας του Κερουμπίνι στην Όπερα του Ντάλας. Αυτή η παράσταση μεταφέρθηκε το 1959 στο Κόβεντ Γκάρντεν του Λονδίνου, και σ’ αυτήν τη θριαμβευτική πρεμιέρα η Κάλλας γνώρισε τον Αριστοτέλη Ωνάση.
Ο έρωτας είναι μια μεγάλη τραγωδία
Όταν έγινε γνωστή η σχέση τους, δεν έλειψαν τα αρνητικά –έως δηλητηριώδη– σχόλια. Φαινομενικά ήταν ένα αταίριαστο ζευγάρι, αλλά όταν ερωτεύεσαι ξεχνάς τα πάντα.
Εκείνη ζητά διαζύγιο από τον σύζυγό της –αρνείται να της το δώσει– για να παντρευτεί τον Ωνάση. Στις 30 Μαρτίου 1960 γέννησε το παιδί του Αριστοτέλη Ωνάση, το οποίο ονόμασε Όμηρο Λενγκρίνι. Το παιδί γεννήθηκε με καισαρική τομή αλλά πέθανε λίγες ώρες αργότερα από αναπνευστικά προβλήματα. Η Κάλλας τού έδωσε το όνομα του θείου του Ωνάση και το ψευδώνυμο «Λενγκρίνι», για να μην αποκαλυφθεί το μυστικό της.
Το 1966 απεκδύεται την αμερικανική υπηκοότητα και λαμβάνει την ελληνική.
Με αυτή της την ενέργεια λύεται και τυπικά ο γάμος της με τον Μενεγκίνι. Πλέον, ελπίζει ότι ο Αριστοτέλης Ωνάσης θα της ζητήσει να παντρευτούν, κάτι που τελικά δεν συμβαίνει, καθώς τον Ιούλιο του 1968 ο Έλληνας μεγιστάνας παντρεύεται τη χήρα του Αμερικανού προέδρου Τζον Κένεντι, Τζάκι.
Αυτή του η πράξη βυθίζει σε κατάθλιψη την κορυφαία υψίφωνο, που η καριέρα της είχε αρχίσει να παίρνει ξανά την κατιούσα. Το 1962 τραγούδησε Όμπερον του Βέμπερ στο Λονδίνο, και οι Times έγραψαν: «Τώρα πια η φωνή της μπορεί να χαρακτηριστεί άσχημη και εκτός τόνου», όμως το κοινό συνέχισε να την αποθεώνει. Λόγω Μενεγκίνι, έχει τελειώσει από τις ιταλικές σκηνές. Το 1965 παίζει Νόρμα στο Παρίσι. Στην Γ’ Πράξη κατέρρευσε επί σκηνής και μεταφέρθηκε λιπόθυμη στο καμαρίνι της.
Τελευταία πράξη
Η φημολογία για τη σχέση με τον Ωνάση συνεχιζόταν ακόμα και μετά το γάμο του με τη Τζάκι. Fake news ή όχι, υπήρξαν και αναφορές σε κουτσομπολίστικα έντυπα της εποχής που μιλούσαν ακόμα και για κρυφές συναντήσεις τους. Η Κάλλας προσπαθεί να σταθεί στα πόδια της, και το 1969 παίζει στο σινεμά σε έναν ρόλο που την είχε σημαδέψει: Τη Μήδεια, και μάλιστα σε σκηνοθεσία του αιρετικού Πιερ-Πάολο Παζολίνι. Ήταν τόλμημα, και της πιστώνεται.
Συνεχίζει να ηχογραφεί δίσκους, διδάσκει όπερα στη Μουσική Σχολή Juilliard της Νέας Υόρκης, ενώ η τελευταία της εμφάνιση έγινε στην πόλη Σαπόρο της Ιαπωνίας στις 11 Δεκεμβρίου 1974.
Και μετά σιωπή. Κλείστηκε στο διαμέρισμά της στο Παρίσι και τον εαυτό της. Η μεγάλη ντίβα έφυγε από τη ζωή το πρωί της 16ης Σεπτεμβρίου 1977 από καρδιακή προσβολή, σε ηλικία 54 ετών. Κάπως σαν τις ηρωίδες που ερμήνευσε.
Οι μετά «αποκαλύψεις»
Στη βιογραφία της που κυκλοφόρησε το 2021, με τίτλο Cast a Diva: The Hidden Life of Maria Callas και υπογράφεται από τη Lyndsy Spence, παρουσιάζονται και άλλες άγνωστες πτυχές από τη ζωή της Κάλλας ειδικά για τη σχέση που είχε με τον Αριστοτέλη Ωνάση, που ήταν πολλές φορές βίαιος απέναντί της σε σημείο που ίδια να μην θέλει ούτε να της τηλεφωνήσει.
Όπως είχε αναφέρει η βιογράφος στον Guardian, «Υπάρχουν επίσης ανατριχιαστικές πληροφορίες από το ημερολόγιο στενού φιλικού της προσώπου που περιγράφουν λεπτομερώς πώς ο Ωνάσης την νάρκωνε, κυρίως για σεξουαλικούς λόγους. Μάλιστα σε επιστολή της προς τη γραμματέα της, η Κάλλας εκμυστηρεύεται πως «Δεν θα ήθελα ο Ωνάσης να μου τηλεφωνήσει και να αρχίσει ξανά να με βασανίζει»!
Όσο για το θάνατό της; Ακόμα και για αυτοκτονία γράφτηκε. Το μεγαλείο και η τραγωδία δηλαδή μαζί. Και τυλιγμένο από μια απέραντη, όπως αποδείχτηκε, μοναξιά.
Σπύρος Δευτεραίος