Υιέ μ’ π’ εχπάστες και θα πας παρώρας εις τον Άδην;
Εκεί χλοάδα ‘κί φυτρών’ και δέντρα ‘κί φλουγκίζ’νε,
εκεί όσ’ νομάτ’ επήγανε, κανείς οπίσ’ ‘κ’ εκλώστεν.
Αυτά λέει το ποντιακό μοιρολόι, ενώ ο Νάκης Πολυχρονίδης τραγουδά στο «Ασπροτσίτσεκον» τους στίχους του Βασίλη Ταρνανίδη:
Η σεβντά σ’ ασπροτσ̌ίτσ̌εκον
εφλούγκ’σεν ’ς σην καρδία μ’,
ας πάει σ̌υρίζ’ αγράνεμον
’κί αχπάεται καμίαν.
Ανατρέχοντας όπως πάντα στο Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου του Άνθιμου Παπαδόπουλου, βρίσκουμε ότι το ρήμα φλουγκίζω (ή φλουγκώνω) έχει σχέση με τα φυτά και σημαίνει ανθίζω ή φυλλοροώ, ή ακόμα και την ανάπτυξη οφθαλμών (τα δεντρά ερχίνεσαν και φλουγκών’νε).
Το δε φλούγκωμαν είναι ακριβώς η ανάπτυξη οφθαλμών, και στον πληθυντικό (τα φλουγκώματα) είναι οι οφθαλμοί, τα μπουμπούκια.