Για τους Σμυρνιούς και τους Μικρασιάτες γενικότερα, το Δωδεκαήμερο γιορταζόταν με μεγαλοπρέπεια και χαρές, καθώς όλοι οι ξενιτεμένοι επέστρεφαν στα σπίτια τους και λόγω του κρύου, οι οικογένειες μαζεύονταν στα σπίτια και οι βεγγέρες ή βίζιτα έδιναν κι έπαιρναν.
Τα σπίτια καθαρίζονταν, οι άνθρωποι νήστευαν, ζητούσαν συγχώρεση, κουρεύονταν και φορούσαν τα καλά τους, εφάρμοζαν ειδική καθαριότητα για το σώμα και την ψυχή, για να γιορτάσουν τη γέννηση του Χριστού και να υποδεχθούν εξαγνισμένοι τη νέα χρονιά.
Παρακάτω, ακολουθεί αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα mikrasiatwn.wordpress.com, με πρωτότυπη μαρτυρία για την προετοιμασία των Σμυρνιών για τις γιορτάρες μέρες.
Από την παραμονή των Χριστουγέννων ανάστατη όλη η οικογένεια στο σμυρναίικο σπίτι. Από νωρίς το απόγευμα αρχίζαν τα λουσίματα και η καθαριότητα, πρώτα των παιδιών. Θα μεταλαβαίνανε του «Χριστού τη μέρα» που ξημέρωνε, γι’ αυτό ήπρεπε να γίνει «ειδική καθαριότητα».
«Σώμα και ψυχή», όπως έλεγε η μητέρα σαν φέρνανε αντίρρηση τα παιδιά. Λούσιμο, χτένισμα με το ψιλό χτένι, κόψιμο σύριζα τα νύχια και σαπούνισμα γερό ούλο το κορμί για να μπουν τα παστρικά μοσκομυρισμένα ασπρόρουχα.
Νηστεία κρατούσανε όλο το σαρανταήμερο, αλλά για τη μετάληψη έπρεπε να γίνει «τρίμερο» με σκέτο νερόβραστο.
Αφού γινούτανε η γενική καθαριότητα στο σώμα, η μητέρα φώναζε ένα-ένα παιδί χωριστά και το ‘κλεινε στην κρεββατοκάμαρη. «Τώρα και τ’ άλλα σου χρέη», έλεγε σοβαρή-σοβαρή, «τα χρέη της ψυχής, όπως τα ‘παμε». Αυτά ήτανε: Να πούνε το Πιστεύω ή το Πάτερ ημών τρεις φορές και να κάνουνε δέκα μετάνοιες μπροστά στα εικονίσματα.
Όταν τελειώνανε κι αυτά τα χρέη, ερχότανε η σειράγια τα χειροφιλήματα της συγχώρεσης. «Πρώτα τον παππούλη και τη νενέ και μη ξεχάσεις να κάνεις μετάνοια», αρμήνευε σιγανά η μητέρα. Πάντα τις γιορτινές μέρες, από τις παραμονές, ερχόντουσαν οι παππούληδες στα παντρεμένα τους παιδιά, για να περάσουν μαζί τους τα πατροπαράδοτα έθιμα.
Όταν ερχόταν η ώρα να δώσουν την ευχή τους, για να πάνε να μεταλάβουνε τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους, άπλωναν με συγκίνηση το γέρικο χέρι τους να το φιλήσουν και έδιναν χίλιες ευκές με τρέμουλη από τη συγκίνηση φωνή, για υγεία, προκοπή και προ πάντων για γνώση.
«Μην πείτε άσκημο λόγο, έχετε μεταλάβει!»
Το ίδιο γινότανε κι αυτό από τον πατέρα και τη μητέρα και όσους θείους και θείες βρισκόντουσαν κοντά. Ποτέ όμως δεν ξεχνούσανε τη νουνά. Από πολύ μικρά τα πήγαινε η μάνα τα παιδιά στη νουνά, για να τα ευχηθεί τη μέρα που θα μεταλαβαίνανε. Σαν μεγαλώνανε πηγαίνανε πρόθυμα μόνα τους.
Γιατί, η συγχώρευση της νουνάς, είχε μια ιδιαίτερη χαρά. Πάντα μετά το χειροφίλημα και τις ευχές «να γίνουν καλοί Χριστιανοί», ήβαζε κάμποσα μεταλίκια στις τσέπες των βαφτισιμιών της, λέγοντας: «Για να ανάψετε κερί αύριο που θα μεταλάβετε».
Μετά τη μετάληψη η μητέρα είχε έτοιμο στο σπίτι σ’ ένα ρακοπότηρο μοσχάτο κρασί κι έδινε στα παιδιά, να πιούνε μια γουλιά, «για να πάει η Αγία Κοινωνία κάτω», και συνάμα παράγγελνε, όσο πειστικά μπορούσε: «Προσέξτε παιδιά, να μη φτύστε καθόλου σήμερα, να μη χτυπήστε και ματώστε και προ πάντων να μη πείτε άσκημο λόγο, προσέξτε! Έχετε μεταλάβει μη το ξεχάστε!».
Οι μέρες από τα Χριστούγεννα ίσαμε τον Άγιο Βασίλη ήτανε σωστό αναστάτωμα, για μικρούς και μεγάλους στην αξέχαστη πατρίδα. Τα σκολειά κλειστά και τα σπίτια όλο ετοιμασίες.