Τέλη Δεκεμβρίου του 2017 έπεσαν οι υπογραφές στην Άγκυρα για την προμήθεια του ρωσικού συστήματος αντιπυραυλικής άμυνας S-400, αξίας 2,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Τότε το υφυπουργείο Αμυντικών Βιομηχανιών προέβη στην εξής δήλωση σχετικά με τη συμφωνία που υπογράφηκε μεταξύ Τουρκίας και Ρωσίας: «Οι διαπραγματεύσεις με τη Ρωσική Ομοσπονδία στο πλαίσιο της προμήθειας του περιφερειακού συστήματος αεράμυνας και πυραύλων μεγάλης εμβέλειας, που ξεκίνησε για την κάλυψη των αναγκών της διοίκησης της Πολεμικής Αεροπορίας για ένα σύστημα εναέριας και πυραυλικής άμυνας μεγάλου βεληνεκούς, έχουν ολοκληρωθεί και η συμφωνία περιλαμβάνει συνολικά δύο συστήματα S-400, ένα εκ των οποίων είναι προαιρετικό.
»Ο έλεγχος του συστήματος S-400, το οποίο είναι αποτελεσματικό εναντίον αεροσκαφών και βαλλιστικών πυραύλων ταυτόχρονα, θα βρίσκεται εξ ολοκλήρου στα χέρια των τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων και το σύστημα S-400 θα μπορεί να λειτουργεί ανεξάρτητα χωρίς σύνδεση με τυχόν εξωτερικά στοιχεία. Η χρήση και η διαχείριση του συστήματος και των συστημάτων αναγνώρισης φίλιων και εχθρικών αεροσκαφών και στόχων θα πραγματοποιηθεί με εθνικούς πόρους.
»Η σύμβαση περιλαμβάνει συνεργασία και κοινή δέσμευση ανάπτυξης για την απόκτηση τεχνολογίας που σχετίζεται με το έργο, του οποίου η πρώτη παράδοση προγραμματίζεται να γίνει το πρώτο τρίμηνο του 2020».
Όταν έγινε η παραγγελία, απόστρατοι αξιωματικοί και συνταξιούχοι διπλωμάτες είχαν εκφράσει τις ανησυχίες τους για την κίνηση αυτή, δεδομένης της σίγουρης αντίδρασης των ΗΠΑ, αφού το σύστημα αυτό δεν είναι δυνατόν να διασυνδεθεί με το Σύστημα Έγκαιρης Προειδοποίησης του NATO, ώστε να μην γίνεται αυτομάτως διαρροή δεδομένων στη Μόσχα. Επίσης, είναι ορατός ο κίνδυνος το σύστημα να αναλύσει δεδομένα των αεροσκαφών F-35, στο πρόγραμμα των οποίων η Τουρκία ήταν συμπαραγωγός χώρα, τα
οποία δεδομένα θα έπεφταν στα χέρια της Ρωσίας, καθιστώντας εύκολο στόχο το πιο σύγχρονο αεροσκάφος 5ης γενιάς των ΗΠΑ και του NATO.
Μάλιστα, ένας εξ αυτών, ο πρέσβης ε.τ. Σιουκρού Ελεκντάγ, ο οποίος είχε διατελέσει επί δεκαετία πρέσβης της Τουρκίας στην Ουάσινγκτον, είχε χτυπήσει τον κώδωνα του κινδύνου με… όση δύναμη του έχει απομείνει, δεδομένου ότι είναι υπερενηντακοντούτης.
Σύμφωνα με τους διαφωνούντες, η απόφαση για την αγορά των S-400 ήταν προσωπική του Ερντογάν και δεν αποτελούσε εισήγηση των υπηρεσιακών παραγόντων.
Σύμφωνα με ορισμένους ειδικούς, η τιμή του συστήματος μπορεί να ήταν ένας από τους λόγους της επιλογής του, ωστόσο βαρύνουσα σημασία έπαιξε το γεγονός ότι έναν χρόνο πριν, το προεδρικό αεροπλάνο παγιδεύτηκε από μαχητικά αεροσκάφη F-16 κατά την απόπειρα πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου. Ο στρατιωτικός αναλυτής της Μόσχας Alexander Golts υποστήριξε τότε ότι ο λόγος για την αγορά του συστήματος S-400 από την Τουρκία ήταν καθαρά πολιτικός, και ότι «η αγορά τους είναι ένα μήνυμα που δίνει η Τουρκία στις ΗΠΑ και σε άλλους, ότι μπορεί να έχει τη δική της αμυντική πολιτική».
Η παραγγελία αυτή προκάλεσε την αντίδραση της Ουάσινγκτον, η οποία επέβαλε κυρώσεις στην Τουρκία, η οποία αποβλήθηκε από το πρόγραμμα, ενώ δύο αεροσκάφη F-35 που είχαν παραδοθεί στην Τουρκία και βρίσκονταν ακόμα σε αμερικανικό έδαφος, κρατήθηκαν από τις ΗΠΑ. Οι χειριστές που είχαν εκπαιδευθεί, γύρισαν πίσω στην Τουρκία με… άδεια χέρια.
Μετά από αυτά, στις 29 Σεπτεμβρίου ο Ερντογάν είχε δηλώσει:
«Τι θα γίνει με το πρόβλημα των F-35; Έχουμε πληρώσει 1 δισεκατομμύριο 400 εκατομμύρια δολάρια. Τι θα γίνει με αυτό; Πρέπει να δούμε τι θα γίνει με αυτούς. Έχουμε πολλά χρήματα, αλλά δεν είμαστε χώρα που τα πετάμε. Έχουμε πληρώσει 1 δισ. 400 εκατ. δολάρια. Ή θα μας δώσουν τα αεροπλάνα μας ή θα μας δώσουν τα λεφτά».
Τον Οκτώβριο του 2020 έγινε η πρώτη δοκιμή των S-400 στη Σινώπη, μετά την οποία ο Ερντογάν δήλωσε: «Η δοκιμή των S-400 είναι ένα μήνυμα ότι η Τουρκία μπορεί να έχει τη δική της αμυντική πολιτική». Όμως οι κυρώσεις των ΗΠΑ δεν περιορίστηκαν στον αποκλεισμό της Τουρκίας από το πρόγραμμα των F-35. Ακολούθησε η άρνηση των ΗΠΑ να παραχωρήσουν στην Τουρκία καινούργια αεροσκάφη F-16 Viper, και συλλογές αναβάθμισης των δικών της αεροσκαφών τρίτης γενιάς.
Έτσι η Τουρκία βρέθηκε χωρίς αεροσκάφος 5ης γενιάς αλλά και χωρίς αεροσκάφος 4ης γενιάς, τη στιγμή που η Ελλάδα είχε ήδη υπογράψει με τις ΗΠΑ συμφωνία αναβάθμισης 83 αεροσκαφών F-16 σε Viper και με τη Γαλλία συμφωνία για την αγορά 24 Rafale. Και οι δύο τύποι είναι αεροσκάφη 4+ γενιάς.
Η Τουρκία έμεινε με αεροσκάφη 3ης γενιάς, τη στιγμή που η Ελλάδα έχει ήδη αρχίσει να εντάσσει στο δυναμικό της Πολεμικής Αεροπορίας της αεροσκάφη 4+ γενιάς, που την καθιστούν κυρίαρχο στον εναέριο χώρο του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου.
Σε περίπτωση δε που τελεσφορήσουν οι προσπάθειες για την απόκτηση και των F-35 από την Ελληνική Πολεμική Αεροπορία, τότε οι έξοδοι στο Αιγαίο των Τούρκων χειριστών θα είναι ένας εφιάλτης.
Ο Ερντογάν, δεχόμενος και τις πιέσεις των υπηρεσιακών παραγόντων, εξέτασε και δοκίμασε αρκετές εκδοχές για να καλύψει το κενό. Τα ρωσικά S-35 ήλθαν στο προσκήνιο, όμως αυτή είναι μια κίνηση που αφενός θα επιδεινώσει τις σχέσεις με τις ΗΠΑ και τη Δύση, αφετέρου θα χρειαστεί τουλάχιστον μια πενταετία για να παραληφθούν τα πρώτα αεροσκάφη, πέραν των δομικών αλλαγών που πρέπει να γίνει στα συστήματα συντήρησης της ΤΠΑ.
Τελευταία… στάση του Ερντογάν είναι τα Eurofighter, αεροσκάφη σχεδόν ίδιας δυναμικότητας και δυνατοτήτων με τα F-16 Viper και τα Rafale, τα οποία, όμως, για να τα προμηθευτεί, απαιτείται η συναίνεση των συμπαραγωγών χωρών, ήτοι της Βρετανίας, της Ισπανίας, της Γερμανίας και της Ιταλίας.
Δεν είναι γνωστή η στάση που θα κρατήσει τελικά η Γερμανία, όμως αν είναι αρνητική, τότε η Τουρκία πιθανόν να στραφεί και πάλι στη Ρωσία. Ως τότε ο Ερντογάν, που είναι λύκος προς όλες τις κατευθύνσεις, θα το παίζει αρνάκι με την Ελλάδα, αφού η πολιτική των παραβιάσεων στην ουσία ακυρώνεται με την εν εξελίξει κυριαρχία της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας στους αιθέρες του Αιγαίου.