Με κλάματα, αλλά και με εκνευρισμό και αιχμές κατά του διευθυντή της ΜΕΘ Παίδων του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Ρίου Ανδρέα Ηλιάδη, συνεχίστηκε η απολογία της Ρούλας Πισπιρίγκου σε ό,τι αφορά το χρόνο μετά την ανακοπή που υπέστη η Τζωρτζίνα στο «Καραμανδάνειο».
Η κατηγορούμενη αφιέρωσε πολύ ώρα σε όσα έγιναν στις 11 Απριλίου 2021, όταν το παιδί μεταφέρθηκε εσπευσμένα στην εντατική του Ρίου.
«Μας είπε [σ.σ. ο Ανδρέας Ηλιάδης] πως η κατάσταση ήταν κρίσιμη και πως το πρώτο 24ωρο ήταν κρίσιμο. Μας είπε, επίσης, πως θα εφαρμόσει μια πρωτοποριακή μέθοδο υποθερμίας. Του είπαμε: “Γιατρέ, το παιδί μας στα χέρια σου”. Μας είπε: “Προσευχηθείτε”», ανέφερε.
Η 35χρονη υποστήριξε πως ο γιατρός πιθανότητα ηχογραφούσε τις συνομιλίες που είχαν στο γραφείο του, οι οποίες στη συνέχεια δημοσιεύθηκαν σε τηλεοπτική εκπομπή.
«Άλλος δεν υπήρχε σε αυτό το δωμάτιο. Εγώ, ο Μάνος [σ.σ. Δασκαλάκης], αυτός και ο γενετιστής στο τηλέφωνο. Τον Μάνο τον ρώτησα, δεν ήταν αυτός. Αυτόν [σ.σ. τον γιατρό] τον είχα Θεό. Ήταν η ζωή του παιδιού μου στα χέρια του. Και βλέπω το διάλογο να δημοσιεύεται σε εκπομπή», συνέχισε.
Σύμφωνα με τη μητέρα, αρχικά δεν είχαν καμία ενημέρωση για την εγκεφαλική κατάσταση της Τζωρτζίνας και δεν γνώριζαν ότι το παιδί είχε υποστεί σοβαρότατη βλάβη μετά την ανακοπή.
Την επόμενη της διαδικασίας υποθερμίας, ο Ανδρέας Ηλιάδης, όπως είπε στους δικαστές η κατηγορούμενη, ενημέρωσε τον Μάνο Δασκαλάκη ότι η καρδιά της Τζωρτζίνας βελτιώνεται. «Εδώ στο δικαστήριο σάς είπε πως υπήρχε πρόβλημα με τα νεφρά και πως ήταν έτοιμος να κάνει αιμοκάθαρση. Εμάς δεν μας είπε τίποτε τότε. Γιατί δεν μας τα είπε;», διερωτήθηκε.
Κλαίγοντας, η Ρούλα Πισπιρίγκου μίλησε για τις ημέρες που το παιδί βρισκόταν στην εντατική, κάνοντας αναφορά στις 13 Απριλίου, οπότε έκλειναν δύο χρόνια από τον θάνατο της Μαλένας: «Φαντάζεστε ένας γονιός να πρέπει να πάει στο νεκροταφείο για το ένα του παιδί, να έχει χάσει ένα μωράκι, και να έχει το άλλο στην εντατική;».
Όπως είπε, «κάποια στιγμή είδαμε το παιδί από την πόρτα. Ένα παιδί από το κεφαλάκι της μέχρι τα πόδια όλο καλώδια, μηχανήματα, αίματα, όροι, διασωληνωμένη. Δεν μπορούσες να αντέξεις ότι το παιδί σου 8 χρονών δεν είχε τίποτα. Ήταν “μια ζει, μια θα πεθάνει”, και μαζί της ήμασταν κι εμείς, θα ζήσουμε ή θα πεθάνουμε».
Στη συνέχεια υποστήριξε ότι μία από τις επόμενες ημέρες ο Ανδρέας Ηλιάδης τούς κάλεσε, την ίδια και τον Μάνο Δασκαλάκη, στο γραφείο του και τους έδειξε φωτογραφίες παιδιών. «Μας είπε: “Αυτά τα παιδιά είχαν ηρωίδες μάνες. Έδωσαν όργανα και σώθηκαν άλλα παιδάκια”. Εγώ όμως δεν ήθελα να γίνω ηρωίδα μάνα γιατί έκανα δωρεά. Ασφαλώς είναι ηρωίδες αυτές οι μάνες, είναι σωστός ο θεσμός. Εγώ όμως σκεφτόμουν το επόμενο βήμα της ζωής. Ήθελα η Τζωρτζίνα να έχει ελπίδα. Έτσι κοίταζα τη φωτογραφία ενός αγοριού, του Άγγελου που μας είπε ο κ. Ηλιάδης ότι αποκαταστάθηκε μετά από ανακοπή. Ο Άγγελος με ενδιέφερε. Τίποτε άλλο», περιέγραψε.
Στο «Καραμανδάνειο»
Νωρίτερα, η Ρούλα Πισπιρίγου είχε πει ότι η απόφαση για εισαγωγή της Τζωρτζίνας στο «Καραμανδάνειο» ελήφθη αφότου το παιδί έκανε εμετό και πως αρχικά είχε αποφασιστεί να επιστρέψει στο σπίτι.
Περιγράφοντας τη στιγμή που μετά τον εμετό η γιατρός τής είπε ότι η Τζωρτζίνα θα έπρεπε να παραμείνει, η κατηγορούμενη δήλωσε πως εκνευρισμένη της είχε απαντήσει: «Αν είναι δυνατόν; Κάνετε εξετάσεις, μου λέτε ότι δεν έχει τίποτα. Αυτό το παιδί θα βγάζατε έξω;».
Λίγο αργότερα, αναφερόμενη σε καταθέσεις γιατρών του νοσοκομείου, είπε: «Άκουσα τις καταθέσεις τους. Είπαν για στρες της Τζωρτζίνας. Εγώ αυτό για το “στρες” το άκουσα για πρώτη φορά εδώ. Εκεί, δεν άκουσα ποτέ τέτοιο πράγμα».
Επίσης, υποστήριξε πως το παιδί είχε κάνει εμετούς και είχε επεισόδια δύσπνοιας και βήχα. Έτσι είχαν βάλει οξύμετρο. Όπως είπε, είχε εκνευριστεί πολύ καθώς οι γιατροί «πήγαιναν από τη μία διάγνωση στην άλλη. Πότε έλεγαν γαστρεντερίτιδα, μετά βρογχοπνευμονία. Ήθελα να την πάρω από εκεί και να την πάω στο Πανεπιστημιακό στο Ρίο».
Ωστόσο, όπως σημείωσε, το παιδί είχε πάλι ένα επεισόδιο, πιο σοβαρό αυτήν τη φορά.
Κλαίγοντας για μια ακόμα φορά, η κατηγορούμενη περιέγραψε για τη μοιραία ανακοπή: «Ήρθε η γιατρός και μου είπε να βγω έξω. Είδα να της κάνει ΚΑΡΠΑ. Μου κόπηκαν τα πόδια. Υπήρχε αναστάτωση. Έτρεχαν οι γιατροί. Κάποια στιγμή άνοιξε η πόρτα και μια νοσοκόμα μού έδωσε τα τρία βραχιολάκια που φορούσε η Τζωρτζίνα. Κοίταξα μέσα και είδα τη γιατρό να έχει καβαλήσει το παιδί και να κάνει ανάνηψη. Την είδα να κάνει ένεση στην καρδιά της. Είχα παγώσει. Φοβόμουν. Είχα ζήσει με τη Μαλένα. Δεν ξέρω πόση ώρα κράτησε αυτό. Κάποια στιγμή άκουσα να φωνάζουν από μέσα οι γιατροί: “Μπράβο κορίτσι μου! Μπράβο!”. Ένιωσα ανακούφιση. Βγήκαν έξω και μας είπαν: “Eπανήλθε. Ζει”. Δεν μας είπαν ούτε για εγκεφαλικό πρόβλημα. Tίποτα. Μας είπαν πως έπαθε ανακοπή και ότι θα την πάνε στην εντατική στο Ρίο».