Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με ακροστιχίδα: «του ταπεινού Ρωμανού». Διαβάστε το Μέρος Α’.
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
ε’. Άκουσαν οι στρατιώτες του τα λόγια που τους είπε,
κι άμεσα αποκρίθηκαν λέγοντας στον Ηρώδη:
«Διστάζουμε να κάνουμε αυτά που εσύ προστάζεις· μας φαίνεται περίγελος θα γίνουμε στο τέλος.
»Ακόμα κι οι ανόητοι θα βάλουνε τα γέλια,
»σαν δούνε πως τον πόλεμο κηρύξαμε στα νήπια.
»Αν όντως είναι η Βηθλεέμ ο τόπος που γεννήθηκε ετούτο το παιδί,
»δώσε εσύ τη διαταγή κι αμέσως ξεκινάμε
»να ψάξουμε καλά-καλά σπίτια και σπιταρόνες.
»Κανείς δεν λέει, βασιλιά, τώρα να μην φροντίσεις το ζήτημα που ανέκυψε·
»δεν θα βρεθεί κανένας μας να σε κατηγορήσει που ερευνάς τα πράγματα που έφτασαν στ’ αυτιά σου.
»Απάνω του, απάνω του, να τον εξαφανίσεις, αυτόν που απ’ τον ουρανό στη γη, λέει, έχει κατέβει.
»Μα πρόσεχε γιατί καταπώς λεν, συνήθειο το ’χει η Βηθλεέμ να βγάζει βασιλιάδες·
»δεν είναι, το λοιπόν, καλό να συγκρουστείς μαζί της,
»ότι η εξουσία σου σύντομα καταρρέει.
ϛ’. »Πριν από χρόνια και καιρούς δεν ήταν που ’χε δώσει τον μέγα εκείνον βασιλιά
»της Βηθλεέμ η πόλη; Δαβίδ τον λέγαν στ’ όνομα, και με το που εγεννήθη,
»ζάρωσ’ ο αλλόφυλος Γολιάθ από δειλία και φόβο· αυτό κι εμείς δεν πάθαμε μ’ αυτόν που τώρα γέννησε αυτή η ίδια η πόλη;
»Μ’ αν το νομίζεις βασιλιά πως πρέπει έτσι να γίνει, ας ψάξουμε τη Βηθλεέμ
»όλην –απ’ άκρη σ’ άκρη– μαζί και τα περίχωρα,
»μήπως και ξετρυπώσουμε ανάμεσα στα νήπια που πάμε να σκοτώσουμε
»κι ετούτο το νιογέννητο· και τότε το σκοτώνουμε κι αυτό μαζί με τ’ άλλα.
»Έμαθες πως θα γεννηθεί, σου είπαν και τον τόπο·
»οι Μάγοι σε γελάσανε και σε αναστατώσανε κι εκείνοι οι προφήτες.
»Δώσε λοιπόν τη διαταγή σ’ όσους σ’ υπηρετούμε, κι Αυτός που τώρα επιθυμεί το θρόνο σου να χάσεις,
»θα χάσει τη ζωούλα του· θα του την πάρουμε εμείς – θα τον εξαφανίσουμε από προσώπου γης.
»Να μην φοβάσαι το λοιπόν
»ότι η εξουσία σου σύντομα καταρρέει».
ζ’. Ευθύς σαν άκουσε αυτά
που του είπαν οι στρατιώτες, ο παιδοκτόνος φούντωσε,
φωτιά και λάβρα έγινε· έγινε σαν ηφαίστειο που εκτοξεύει την οργή σε πύρινες βολίδες.
Μόν’ που δεν έκαιγε ξερά αγκάθια κι άλλα χόρτα, αλλά τα βρέφη σκότωνε
και καταμόλευε τη γη με το αθώο αίμα.
Γιατί του σάλεψε ο νους κι ένα σκοτάδι τύλιξε τη σκέψη, τα μυαλά του.
Όχι από μέθη από πιοτό, μα από τον μαύρο φθόνο.
Αν πεις πως ήτανε τσαμπί, δεν είχε αυτός σταφύλια, μόνο πικρούς είχε καρπούς γεμάτους δηλητήριο.
Ο άδικος ο άνθρωπος! Κλαδεύει όλα τα νιούτσικα, νιογέννητα βλαστάρια, για ένα που η μανία του θέλει ν’ αφανίσει.
Κι ενώ όλα τα κλάδεψε, Εκείνο δεν το βρήκε.
Γι’ αυτό και γέμισε θυμό και μια φωνή ακούει
που του ’πε πως στα σίγουρα πέφτει απ’ τη βασιλεία.
Κι έτσι αυτός απόμεινε για να θρηνεί, να λέει
ότι η εξουσία του σύντομα καταρρέει.
η’. Έψαχνε εκείνη η αλεπού να βρει το μεγαλοπρεπές νιογέννητο λιοντάρι,
κι αμόλησε και τα σκυλιά που ’χε τα κακιασμένα.
Κι αυτά ολούθε τρέχανε, άγρια και λυσσασμένα, στη Βηθλεέμ μπαινόβγαιναν το θήραμα να βρούνε.
Τα αρνιά τα κατασπάραξε, μα όχι το λιοντάρι
που ούτε στα μάτια δεν κοτά αυτή να το κοιτάζει.
Στα όρη, στα ψηλά βουνά ψάχνουν να βρουν τον αετό φέρνοντας γύρα οι γύπες·
του κάκου, δεν Τον βρίσκανε, ότι ήτανε κρυμμένος.
Και στην κρυψώνα που ήτανε, σκέπαζε και περιέθαλπε κάτω από τα φτερά Του
την ίδια την αετοφωλιά που είχε ο Ίδιος φτιάξει πρότερα με τα χέρια Του,
κι ας ήταν που Τον γέννησε κι ήταν γι’ Αυτόν Μητέρα· παράδοξα τον γέννησε δίχως να ξέρει άνδρα, κι ήτανε πριν τον τοκετό μα και μετά Παρθένος.
Γιατί είναι και της Παναγιάς ο ίδιος Του Πατέρας· του κόσμου είναι ο Ποιητής, Σπορέας της ειρήνης.
Ο Ηρώδης κι αν Τον πολεμά, χαμένος πάει ο κόπος.
Το μόνο που εξασφάλισε το κλάμα είν’ κι ο θρήνος,
ότι η εξουσία του σύντομα καταρρέει.
θ’. Νεφέλη ήρθε κι απλώθηκε πάνω απ’ την Ιουδαία
κι ήταν ωραία, φωτεινή, γλυκιά ήταν η σκιά της.
Πάνω σ’ αυτήν την ομορφιά, έφερε μαύρη σκοτεινιά ο άτιμος Ηρώδης, κι όλους σαν να τους πλάκωσε ένα πηχτό σκοτάδι.
Είναι στη φύση των παιδιών χαρούμενα να είναι και να γελάνε συνεχώς·
κι αυτό, όμως, το διέστρεψε και τα ’κανε σε μια στιγμή πικρό να χύνουν δάκρυ.
Πριν λίγο ευφραινότανε η παιδική καρδιά τους για το Παιδί που γέννησε
η Κόρη η Πανάχραντη, η μόνη Αγνή Μαρία.
Και τώρα μες σε μια στιγμή η χαρά γυρίζει σ’ οδυρμό, γίνεται μαύρο κλάμα.
Τη μέρα που ανθίσανε, την ίδια μέρα πέφτουν τ’ ανθάκια μες στη Βηθλεέμ.
Άνθρωπος κει δεν βρέθηκε να βλέπει αυτό το πράγμα και μέσα του να μην θρηνεί και στη Ραχήλ να λέει:
«Έλα να κλάψεις δω Ραχήλ και θρήνησε μαζί μας! Έλα να πιάσουμε μαζί του πόνου μοιρολόι·
»δεν είναι για ευχάριστα, χαρούμενα τραγούδια, ούτε για ύμνους όμορφους που την ψυχή γλυκαίνουν· αντί γι’ αυτά
»ας προσφέρουμε θρήνο πολύ και κλάμα, για το έγκλημα που έκανε ο απάνθρωπος Ηρώδης σαν είδε και φοβήθηκε
»ότι η εξουσία του σύντομα καταρρέει».