«Ευτυχώς δεν έχω πάψει να ονειρεύομαι. Δεν έχω πάψει να θέλω. Βέβαια αυτό κοστίζει κόπους, διαψεύσεις. Όμως αυτό δεν με πειράζει. Το να αγωνίζεται κανείς είναι κι αυτό μια ηδονή».
Αυτά είχε δηλώσει σε συνέντευξή του ο Βασίλης Διαμαντόπουλος που γεννήθηκε σαν σήμερα το 1920 στον Πειραιά. Και για αυτή τη δήλωση, καθώς και για όλη του την καλλιτεχνική πορεία, κάποιοι δημοσιογράφοι τον είχαν χαρακτηρίσει ως τον ηθοποιό «που δεν σταμάτησε να κάνει όνειρα». Πόσο τιμητικό.
Αλλά και πόσο αληθινό για έναν καλλιτέχνη που θα μπορούσε να είχε βασιστεί στα κατεκτημένα του ταλέντου και της πορείας του, αλλά δεν το έκανε. Αντιθέτως πάλευε να βρει το καινούργιο, το διαφορετικό. Και ας δούλευε στο τετριμμένο κατά καιρούς, για να μπορέσει να κάνει το όνειρό του πραγματικότητα.
Από την αρχή στα δύσκολα
Αν και πέρασε στη Νομική, τον κέρδισε το θέατρο. Σπούδασε αρχικά στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, αλλά αναζητώντας το καινούργιο μόλις ο Κάρολος Κουν δημιούργησε τη σχολή του εντάχθηκε από τους πρώτους στο Θέατρο Τέχνης.
Σε αυτό έκανε την πρώτη ερμηνεία, το 1942, παίζοντας μαζί με τον επίσης ΕΑΜίτη δάσκαλό του Κάρολο Κουν στην Αγριόπαπια του Ίψεν. Αυτή ήταν η «παρθενική» παράσταση του Θεάτρου Τέχνης· ο Βασίλης Διαμαντόπουλος παρέμεινε εκεί μέχρι το 1949, ερμηνεύοντας περί τους 30 πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Κάντε το εικόνα: Κατοχή, Εμφύλιος, αριστερός να ψάχνεται και να προσφέρει σε ένα διαφορετικό για την εποχή είδος θεάτρου. Η τόλμη και ο μη εφησυχασμός που λέγαμε πιο πάνω.
Συνεργάστηκε με το Εθνικό, έφτιαξε δικούς του θιάσους. Έπαιξε και σε κάποιες ταινίες, όμως όχι πολλές γιατί ανήκε στην φουρνιά των ηθοποιών που δεν ήταν και πολύ φιλική προς το σινεμά – ή αν θέλετε, την εγχώρια κινηματογραφική βιομηχανία.
Όταν όμως μιλάμε για έναν μεγάλο ηθοποιό που του κληρώνει σπουδαίος ρόλος και σπουδαίος σκηνοθέτης όλα τα άλλα είναι θεωρίες. Και όταν μιλάμε για ερμηνεία –και ταινία– που παραμένει στο χρόνο, μιλάμε και για το ρόλο του καθηγητή στο φιλμ Νόμος 4000 του Γιάννη Δαλιανίδη.
Και ύστερα από δύο δεκαετίες υποδύθηκε πάλι έναν εκπαιδευτικό, αλλά αυτή τη φορά σε κωμωδία, στο Μάθε παιδί μου γράμματα του Θόδωρου Μαραγκού. Φυσικά και έκανε και άλλες ερμηνείες στην κινηματογραφική του πορεία, αλλά αυτοί οι δύο ρόλοι είναι ενδεικτικοί του μεγέθους του ταλέντου του.
Η επανάσταση εκ των έσω
Τα πρώτα χρόνια της χούντας έζησε αυτοεξόριστος στο εξωτερικό. Επέστρεψε στις αρχές του ’70, για ένα… ιστορικό ραντεβού, που ούτε ο ίδιος το περίμενε, ούτε οι συντελεστές του. Μιλάμε για τη σειρά Εκείνος και εκείνος.
Θα μπορούσαν να γίνουν ολόκληρες μελέτες και αναλύσεις για τη συγκεκριμένη σειρά. Μόνο που (κλασικά) έχει σβηστεί από το αρχείο της ΕΡΤ, πέρα από το παραπάνω απόσπασμα και κάποια που κράτησε ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος, ο συμπρωταγωνιστής του Βασίλη Διαμαντόπουλου.
Το Εκείνος και εκείνος ήταν 15λεπτα αυτοτελή επεισόδια που έμοιαζαν με θεατρικά μονόπρακτα και τα υπέγραφε ο Κώστας Μουρσελάς. Στην ουσία σατίριζαν τα όσα ζούσε η χώρα τότε, το 1972, αλλά ήταν τόσο έξυπνα γραμμένα και τόσο υπαινικτικά που και οι κρατούντες δεν μπορούσαν να αντιληφθούν το κρυμμένο νόημα.
Ο Βασίλης Διαμαντόπουλος στην πορεία έκανε και άλλες τηλεοπτικές επιτυχίες. Ποιος θα τον ξεχάσει ως σιορ Τάπα στον Συμβολαιογράφο:
Αλλά και στην ιδιωτική τηλεόραση, ποιος δεν θυμάται τον ανατρεπτικό παππού στο Έκμεκ παγωτό:
Παρ’ όλα αυτά είχε τις ενστάσεις του: «Η τηλεόραση έχει κάνει φρικτό κακό. Θα μπορούσε να είναι ένα όπλο πραγματικά δημιουργικό, παιδαγωγικό, πληροφοριακό, είναι ακριβώς το αντίθετο», είχε δηλώσει.
Ο μέγας δάσκαλος
Και κάποια στιγμή στη δεκαετία του 1990 το όνειρό του έγινε πραγματικότητα· έστησε ένα εργαστήρι δραματικής τέχνης. Στόχευε ψηλά: Ήθελε τα νέα παιδιά να σπουδάζουν τζάμπα, να μαθαίνουν το θέατρο εκ των έσω, μεγάλα ονόματα να παραδίδουν μαθήματα, ακόμα και από το εξωτερικό.
Όμως συνειδητοποίησε ότι είναι στην Ελλάδα και ότι τα οικονομικά του δεν επαρκούσαν. Ξεκίνησε να τρέχει το γραφειοκρατικό κομμάτι για τις επιχορηγήσεις. Κάτι που του ήταν ξένο, ενίοτε και απωθητικό. Όμως γνώριζε ότι τα όνειρα κοστίζουν.
Και όταν ήταν η ώρα να διδάξει, σαν να πατούσε ένα μαγικό κουμπί και σβήνονταν όλα. Και αφοσιωνόταν στους μαθητές του. Τους αγαπούσε, τους κατανοούσε, αλλά δεν τους χαριζόταν. Και η άποψή του για τις αναζητήσεις της νεολαίας μοιάζουν εφιαλτικά προφητικές, έστω και αν ειπώθηκαν σχεδόν πριν από τρεις δεκαετίες:
https://www.youtube.com/watch?v=nageCEbI8ro
Η ευαίσθητη καρδιά του τον πρόδωσε στις 5 Μαΐου του 1999, αφήνοντας πίσω του έναν γιο και μια κόρη, και ακόμη περισσότερα παιδιά που πήραν απ’ αυτόν τη γνώση για το θέατρο και τις αρχές του για τη ζωή που τις ακολούθησε μέχρι τέλους.
Η κηδεία του, παρότι η Πολιτεία αποφάσισε να τελεστεί δημοσία δαπάνη, τελικά έγινε όπως είχε ζητήσει ο ίδιος: λιτά και απέριττα.
Σπύρος Δευτεραίος