Χτισμένος στην πύλη του λιμανιού της αρχαίας πόλης της Ιασού, απέναντι από το χωριό Κιγικισλιτζίκ της επαρχίας Μούγλων, στη νοτιοδυτική Τουρκία, ένας μισογκρεμισμένος βυζαντινός πύργος εξακολουθεί να φυλάει την είσοδο και τη θάλασσά της.
Η Ιασός, μια ελληνική πόλη στη Δωρίδα της Μικράς Ασίας, στην αρχαία νότια Καρία, με ρίζες στην εποχή του Χαλκού και επιρροές από τον Κυκλαδικό πολιτισμό, τους Μινωίτες, τους Μυκηναίους, τους Πέρσες, τους Μακεδόνες και τους Ρωμαίους, έφτασε μέχρι τα βυζαντινά χρόνια, διατηρώντας ιστορικά στοιχεία από όλες τις περιόδους της.
Στα ελληνιστικά χρόνια, η περιοχή ήταν νησί και αργότερα ενώθηκε με την στεριά.
Η πόλη υπήρξε ιδιαίτερα εύπορη σε όλη την ελληνιστική, ρωμαϊκή και βυζαντινή περίοδο, κυρίως λόγω του εμπορίου αλιείας. Ήταν επίσης φημισμένη για το μάρμαρο της, το οποίο εξορυσσόταν από τα γειτονικά όρη. Σε κοντινή απόσταση βρίσκονταν επίσης τα ιερά της Εστίας και της Αρτέμιδος.
Τα μεγαλειώδη κατασκευαστικά έργα άρχισαν την εποχή του Ρωμαίου αυτοκράτορα Τραϊανού, όταν ανοικοδομήθηκαν μεταξύ άλλων το βουλευτήριο, ένας οικισμός στολισμένος με ψηφιδωτά, καθώς και δύο συγκλίνουσες προβλήτες, βυθισμένες πλέον, οι οποίες περιέκλειναν το δυτικό λιμάνι της Ιασού.
Οι μεταναστεύσεις των βαρβάρων τον 3ο αιώνα έβαλαν τέλος στην ειρηνική ζωή, μέχρι που επικράτησε στην περιοχή ο Χριστιανισμός και η πόλη πέρασε στους Βυζαντινούς.
Τον 6ο αιώνα μ.Χ., μια χριστιανική βασιλική εκκλησία υψώθηκε στην κεντροανατολική πλευρά της αγοράς, στο κέντρο μιας μεγάλης νεκρόπολης, η οποία χρησιμοποιούταν μέχρι τον 15ο αιώνα.
Στα χρόνια του Βυζαντίου, μεγάλα κτήρια ανεγέρθηκαν ανάμεσα στα ερείπια, τα οποία ήταν κι αυτά χτισμένα πάνω στις αρχαίες ελληνιστικές κατασκευές. Με το πέρασμα των αιώνων, τα ίχνη της Αγοράς θάφτηκαν και στη θέση της δημιουργήθηκε ένα μεσαιωνικό κάστρο, κοντά στο στενό πέρασμα. Εικάζεται ότι η κατασκευή του κρίθηκε απαραίτητη μετά τις απειλές που δέχονταν οι Βυζαντινοί από τους Πέρσες και τους Άραβες τον 7ο και τον 8ο αιώνα μ. Χ.
Για να ελέγχεται καλύτερα το στενό θαλάσσιο πέρασμα, πιθανώς στη μεσοβυζαντινή περίοδο, αποφασίστηκε η ανέγερση ενός σχεδόν τετράγωνου πύργου φύλαξης και άμυνας στον ανατολικό και μικρότερο λιμενοβραχίονα.
Η χρονολόγηση αυτού του κτίσματος εξακολουθεί να είναι αμφιλεγόμενη. Αφενός, η σύγκριση με ορισμένα κάστρα της Κύπρου, που έχουν παρόμοιες κατασκευές και αφετέρου ορισμένες ιστορικές εκτιμήσεις, υποδηλώνουν ως ημερομηνία κατασκευής μια ταραγμένη περίοδο της βυζαντινής ιστορίας, περίπου τον 12ο-13ο αιώνα, όταν η συγκεκριμένη ακτή ενισχύθηκε για να αντισταθεί στις απειλές που έφταναν από θαλάσσης.
Υπάρχει όμως και η εκδοχή που υποστηρίζει ότι οθωμανικός λιμενοδείκτης αναφέρει έναν «προμαχώνα» στην Ιασό, που κατασκευάστηκε μεταξύ 1481 και 1512 από τον σουλτάνο Μπεγιαζίτ Β’ για να υπερασπιστεί το «τεχνητό λιμάνι», στον οποίο ορισμένοι αντιστοιχίζουν αυτόν τον πύργο.
Ο βυζαντινός οικισμός εγκαταλείφθηκε τον 15ο αιώνα, ωστόσο ευρήματα που προήλθαν από τη βασιλική καταδεικνύουν ότι η πόλη συνέχιζε να κατοικείται και κατά την πρώιμη Τουρκοκρατία.
Το 1835 άρχισαν οι πρώτες αρχαιολογικές έρευνες στην περιοχή από τον Γάλλο αρχαιολόγο Σαρλ Τεξιέ και κατά την διάρκεια επόμενων αρχαιολογικών αποστολών, πολλές επιγραφές και ευρήματα αφαιρέθηκαν και κατέληξαν στο Βρετανικό μουσείο.
Μάλιστα, το 1887, πολλά από τα ανάγλυφα μέλη αφαιρέθηκαν και επαναχρησιμοποιήθηκαν ως κατασκευαστικά υλικά, με αποτέλεσμα να καταστραφούν ολοκληρωτικά τμήματα των τειχών.
Κατά την νεώτερη περίοδο, τις ευρύτερες ανασκαφές στην περιοχή διενεργεί η ιταλική αρχαιολογική υπηρεσία.
Πηγές: iasoskazisi.selcuk.edu.tr, wikipedia.org, perseus.tufts.edu, commons.wikimedia.org, Turkish Archaeological News, travelogues.gr