Το κείμενο που ακολουθεί είναι η απόδοση στα ελληνικά των αναμνήσεων της πατρογονικής οικογένειας της συντάκτριας, Βίβιαν Ζοχραμπιάν (Vivian Zohrabian) για τα χρόνια που πέρασαν διωγμένοι, ως Αρμένιοι, στην Τουρκία και το Ιράκ. Το αυθεντικό κείμενο μπορείτε να το διαβάσετε (στα αγγλικά) εδώ.
~
«Τι εθνικότητας είστε;» «Είμαι Αρμένιος», απάντησε ο παππούς μου στον Τούρκο αξιωματικό που τον ρώτησε. «Έτσι πρέπει να είναι οι Αρμένιοι», υποστήριξε ο αξιωματικός, χτυπώντας τα πόδια του μεταξύ τους, σηκώνοντας το πηγούνι του και αναγκάζοντας τον παππού μου να τον προσέξει και να υποταχθεί.
Και συνέχισε: «έτσι πρέπει να στέκονται οι Αρμένιοι, ίσια, με το κεφάλι ψηλά».
Αυτή είναι μια προσωπική μαρτυρία για το πώς αντιμετωπίστηκε ο παππούς μου, ο Ζοχράμπ, μετά τη Γενοκτονία των Αρμενίων. Αν και επέζησε, αναγκάστηκε να ενταχθεί στον τουρκικό στρατό, όπου ταπεινώθηκε από Τούρκους στρατιώτες και έπρεπε να σκάβει τρύπες όλη μέρα μόνο και μόνο για να τις γεμίσουν ξανά.
Αποτελούσε στόχο επειδή ήταν ζωντανός και Αρμένιος. Όλα όσα αντιμετώπισε κατά τη διάρκεια της ζωής του, αφορούσαν την επιβίωση και το να κάνει ό,τι ήταν απαραίτητο προκειμένου να διατηρήσει ασφαλείς τον ίδιο και την οικογένειά του. Παρά τις αντιξοότητες, όμως, δεν παρέλειψε να μεταβιβάσει την εργασιακή ηθική στα παιδιά του, τον πατέρα μου, τους θείους και τις θείες μου, οι οποίοι επίσης βίωσαν τον απόηχο της Γενοκτονίας των Αρμενίων.
Όταν η ζωή σταμάτησε, το 1915
Οι πρόγονοί μου ζούσαν στην πόλη Μπιτλίς για χρόνια, αργότερα μετακόμισαν στη Σιρτ και τελικά εγκαταστάθηκαν στην πόλη Σερνάχ όπου εργάζονταν ως επιδέξιοι σιδηρουργοί οι οποίοι κατασκεύαζαν και επισκεύαζαν τα πάντα, από αγροτικά εργαλεία μέχρι όπλα του πυροβολικού.
Το καλοκαίρι του 1915 οι αρχηγοί των κουρδικών φύλων συμβούλευσαν τον προπάππο μου Απερχάμ και τον αδελφό του Μαρδιρός να ασπαστούν το Ισλάμ, όπως έκαναν πολλοί Αρμένιοι και χριστιανοί εκείνη την εποχή.
Εκείνοι αρνήθηκαν. Είχαν ακούσει ότι ορισμένοι Αρμένιοι είχαν εισχωρήσει σε παραστρατιωτικές ομάδες (φενταγίν) και αμύνονταν ενάντια στους Τούρκους, έτσι άφησαν τη δουλειά και την οικογένειά τους για να ενταχθούν στις μονάδες που δρούσαν κοντά στο Βαν. Βρέθηκαν σε ένα κουρδικό χωριό, όπου, αν και μεταμφιεσμένοι, έγιναν αντιληπτοί από τους χωρικούς, που κατάλαβαν ότι ήταν Αρμένιοι. Τους άφησαν να ζήσουν και επέστρεψαν σώοι στο σπίτι τους στο Σερνάχ.
Μετά την αποτυχημένη προσπάθειά του να ενταχθεί στην ομάδα των φενταγίν, ο προπάππος μου επέστρεψε στο σπίτι, όπου βρήκε τον γιο του, Ζοχράμπ, επτά ετών τότε, μόνο του. Τότε, ο Απερχάμ έμαθε από τους γείτονες ότι στο σπίτι του είχαν εισβάλει Τούρκοι στρατιώτες. Η οικογένειά του είχε συλληφθεί και είχε απελαθεί από την Τουρκία. Ο μικρός Ζοχράμπ είχε γλιτώσει επειδή είχε βγει βόλτα και πρόλαβαν να τον κρύψουν οι γείτονες την ώρα που επέστρεφε.
Τη δίχρονη αδελφή του όμως, η οποία ήταν άρρωστη, την έδεσαν πίσω από ένα άλογο, το οποίο την έσυρε μέχρι θανάτου.
Η μητέρα του είχε εξαναγκαστεί να περπατήσει με τον γιο της, τον λίγων μηνών Ντικράν, στην αγκαλιά. Όταν άρχισε να κουράζεται και να μένει πίσω, οι στρατιώτες άρχισαν να την χτυπούν, διατάζοντάς την να προλάβει τους άλλους, με αποτέλεσμα το μωρό να αρχίσει να κλαίει. Τότε, οι στρατιώτες τον άρπαξαν από την αγκαλιά της και τον πέταξαν στα βράχια, αφήνοντάς τον να πεθάνει. Η γυναίκα υποχρεώθηκε να συνεχίσει να περπατά, παρά τον πόνο και την απόγνωση.
Από σιδηρουργοί, ράφτες
Ο Ζοχράμπ μεγάλωσε με τα ξαδέρφια του στο Σερνάχ της Τουρκίας, όπου όλοι τους παντρεύτηκαν και συνέχισαν να εργάζονται ως σιδηρουργοί μέχρι που πέθανε ο Απερχάμ. Στη συνέχεια, προτίμησαν να στραφούν στην ύφανση και στην κατασκευή εκλεκτών ρούχων, καθώς ήταν πιο επικερδές επάγγελμα. Άρχισαν επίσης να ταξιδεύουν και να εμπορεύονται κρυφά, επειδή ήταν χριστιανοί. Μάλιστα, για μεγαλύτερη ασφάλεια, προσλάμβαναν φιλικά προσκείμενους μουσουλμάνους για να τους συνοδεύουν ενώ ταξίδευαν.
Στη διάρκεια των ταξιδιών, η οικογένειά μου φιλοξενούνταν στην πόλη Ζάκχο του Ιράκ. Χρησιμοποιούσαν μουλάρια για τη μεταφορά τους, και στο δρόμο της επιστροφής φόρτωναν αγαθά για να τα πουλήσουν στο Σερνάχ. Ήταν ένα ταξίδι δύο ημερών, κατά το οποίο διέσχιζαν το βουνό Τζουντί μέχρι τον ποταμό Χαμπούρ, όπου έμεναν μέχρι να πέσει το σκοτάδι, για να αποφύγουν την τουρκική περίπολο.
Στη Ζάκχο τούς φιλοξενούσε μια κοινότητα Αρμενίων, στην οποία εγκαταστάθηκε, ως νύφη, η αδερφή του παππού μου. Λίγο αργότερα μετακόμισε και ο ίδιος εκεί, μετά τη γέννηση του γιου του, Ναμρόντ.
Μόλις εγκαταστάθηκαν στο Ιράκ, ο Ζοχράμπ εργάστηκε ως ράφτης, σχεδιάζοντας κουρδικές ενδυμασίες. Ενθάρρυνε επίσης τα παιδιά του να πάνε σχολείο, ωστόσο φοβόταν τόσο πολύ να βγάλει άδειες παραμονής για τους γιους του στο Ιράκ, που ζήτησε από δύο γειτονόπουλα, που ήταν περίπου στην ίδια ηλικία με τους γιους του, Μουράντ και Ναμρόντ, να μοιραστούν τις δικές τους.
Ο Μουράντ, ο μεγαλύτερος γιος, αρνήθηκε να πάει στο σχολείο και προτίμησε να εργαστεί στο πλάι του πατέρα του, με αποτέλεσμα να εξελιχθεί σε έναν εξαιρετικό ράφτη. Πατέρας και γιος δούλευαν εντατικά, και κατά τη διάρκεια των χρόνων ο Ζοχράμπ αγόραζε, έπλενε, έβαφε, στέγνωνε, χτένιζε και ύφαινε τρίχες ζώων προτού τις μετατρέψει σε κλωστή για να δημιουργήσει ρούχα.
Έφτασαν να φτιάχνουν ρούχα ακόμη και για τον πρόεδρο του Ιράκ Σαντάμ Χουσεΐν, ωστόσο παρέμεναν αρκετά φτωχοί.
Ο Ναμρόντ, από την πλευρά του, πήγε σχολείο. Κάποτε θυμήθηκε μια ιστορία όταν δεν είχε μολύβι στην τάξη και ο δάσκαλος τον είχε στείλει σπίτι να πάρει ένα και να επιστρέψει. Όταν πήγε σπίτι και ζήτησε από τη μητέρα του δύο δεκάρες για να αγοράσει ένα μολύβι, έκλαψαν και οι δύο επειδή εκείνη δεν είχε καθόλου χρήματα. Η γυναίκα λυπήθηκε τον γιο της και πήγε και ζήτησε από τον γείτονα, ο οποίος της έδωσε πέντε δεκάρες. Το σχολείο αποδείχτηκε δύσκολο για τον θείο μου τον Ναμρόντ, καθώς συχνά τον μάλωναν και τον τιμωρούσαν χτυπώντας τον με έναν χάρακα, επειδή δεν πήγαινε διαβασμένος.
Ήταν περίπου εκείνη την εποχή που τα μέλη της οικογένειας άρχισαν να αλλάζουν το επίθετό τους. Πριν και κατά τη διάρκεια της Γενοκτονίας δεν είχαν επώνυμα, καθώς χρησιμοποιούσαν το μικρό όνομα των πατέρων τους. Όταν μετακόμισαν στη Ζάκχο χρησιμοποιούσαν το όνομα Απραχάμ, αλλά επειδή επρόκειτο για μουσουλμανική χώρα τούς είπαν «δεν έχουμε Απραχάμ, έχουμε Ιμπραήμ, οπότε το όνομά σας είναι τώρα Ιμπραήμ».
Έτσι, τα ονόματα του πατέρα μου και των θείων μου μετατράπηκαν σε Μουράντ Ιμπραήμ, Ναμρόντ Ιμπραήμ, Βαρτάν Ιμπραήμ και Μικαΐλ Ιμπραήμ.
Ο Ναμρόντ, από την πλευρά του, άρχισε με τα χρόνια να αποκτά περισσότερη αυτοπεποίθηση στο σχολείο. Άρχισε μάλιστα να υπογράφει τις σχολικές του εργασίες με το όνομα «Ναμρόντ Ζοχραμπιάν», χρησιμοποιώντας το όνομα του πατέρα του ως ρίζα. Παρά το γεγονός ότι τον κορόιδευαν και τον τιμωρούσαν γι’ αυτό, εκείνος συνέχιζε να το χρησιμοποιεί.
Στην πορεία των ετών διέπρεψε στα μαθηματικά, τα αγγλικά και τις επιστήμες και κατάφερε να περάσει στις εθνικές εξετάσεις. Για να συνεχίσει τις σπουδές του, όμως, έπρεπε να πάει στη Μοσούλη, γεγονός που ο πατέρας του, Ζοχράμπ, δεν μπορούσε να το αντέξει οικονομικά. Ήταν ακόμα πολύ φτωχοί, η οικογένεια εκείνη την περίοδο αριθμούσε συνολικά 14 άτομα.
Ωστόσο, όταν ο δάσκαλος του θείου μου έμαθε ότι ένας από τους κορυφαίους μαθητές του δεν μπορούσε να αντέξει οικονομικά τη μετάβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, προσφέρθηκε να τους βοηθήσει οικονομικά.
Ο Ναμρόντ έγινε δεκτός στο Βιομηχανικό Μηχανολογικό Κολέγιο της Βαγδάτης. Έγινε Ιρακινός πολίτης και άρχισε να διδάσκει αγγλικά ως δεύτερη γλώσσα. Εργάστηκε επίσης ως μεταφραστής και κέρδισε τον έπαινο του εκπαιδευτικού συμβουλίου της πόλης.
Το ταξίδι στις ΗΠΑ
Όταν ήταν 27 ετών, ο Ναμρόντ παντρεύτηκε τη Μαριάμ και μαζί απέκτησαν δύο παιδιά, τον Βεγκέν και τη Βέρα. Συνέχισε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο της Βαγδάτης, αποφοίτησε με πτυχίο Αγγλικών και συνέχισε να διδάσκει. Το καλοκαίρι του 1976, αυτός και η οικογένειά του αποφάσισαν να μεταναστεύσουν στις ΗΠΑ. Θα ταξίδευαν στην Αθήνα μέσω Τουρκίας, για να συνεχίσουν το δρόμο τους προς τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Σε όλο αυτό το διάστημα, η οικογένεια συνέχισε να αντιμετωπίζει διακρίσεις για την αρμενική της ταυτότητα.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής τους στην Τουρκία, ο Ναμρόντ σταμάτησε για να αγοράσει φρέσκα σταφύλια από έναν πλανόδιο πωλητή. Εκείνος προσπάθησε να του πουλήσει παλαιότερα σταφύλια, λέγοντας ότι τα φρέσκα «δεν ήταν για τους Άραβες». Τότε ο θείος μου, ενθουσιασμένος του απάντησε «δόξα τω Θεώ που δεν κατάλαβες ότι είμαι Αρμένιος» με αποτέλεσμα ο άντρας να αρνηθεί τελικά να του τα πουλήσει.
Στη συνέχεια, η οικογένεια βρέθηκε στην Ελλάδα όπου έμεινε για αρκετούς μήνες. Ο Ναμρόντ προσπάθησε να βρει προσωρινή δουλειά σε μια τοπική αρμενική εκκλησία, αλλά τον απέρριψαν και του είπαν να επιστρέψει στο Ιράκ. Μη γνωρίζοντας πώς να προχωρήσουν, επέστρεψαν τελικά στο σπίτι τους, στη Ζάκχο. Ένα χρόνο αργότερα, προσπάθησαν ξανά και κατάφεραν τελικά να φτάσουν στηη Νέα Υόρκη, στις 4 Αυγούστου 1977, με 300 δολάρια στην τσέπη τους.
Ο Ναμρόντ βρήκε δουλειά ως μηχανικός κινητήρων, μια δεξιότητα που είχε διδαχθεί στο Ιράκ και πληρωνόταν με 3,50 δολάρια την ώρα. Γράφτηκε στο Queens Community College, καθώς και στο Hunter College στο Μανχάταν.
Τελικά αποφοίτησε από το City College της Νέας Υόρκης με πτυχίο μηχανικού.
Κάποτε θυμήθηκε μια συνέντευξη, κατά την οποία ο πιθανός εργοδότης, που ήταν μουσουλμάνος, τον ρώτησε αν ήταν κι αυτός μουσουλμάνος με βάση το επίθετό του, Ιμπραήμ. Ήταν μια στιγμή ελευθερίας για τον Ναμρόντ, η οποία του άλλαξε τη ζωή όταν του απάντησε ανοιχτά ότι ήταν «Αρμένιος χριστιανός». Άλλαξε το όνομά του σε Νουμπάρ Ζοχραμπιάν και η υπόλοιπη οικογένεια ακολούθησε το παράδειγμά του.
Ο αδερφός του, Βαρτάν, με τη γυναίκα του Αραξί, έφτασαν αργότερα κι αυτοί στις ΗΠΑ με τη βοήθεια βίζας. Ο Βαρτάν ήθελε να επιστρέψει στο Ιράκ, αλλά ο Ναμρόντ τον ενθάρρυνε να μείνει. Ο Βαρτάν κατάφερε επίσης να αποφοιτήσει από το City College της Νέας Υόρκης και να γίνει μηχανικός, όπως και ο αδερφός τους Μικαΐλ, που άρχισε μια νέα ζωή με τη γυναίκα του στις ΗΠΑ.