Η Κλεομένη Μαυρίδου ζούσε στην επαρχία Σεβίν Καραχισάρ (Σαρκί, Γαρέσαρ, Σεχίρ, Παζαρίν, Νικόπολις παλαιότερα και Μαύρο Κάστρο στα βυζαντινά χρόνια), η οποία βρισκόταν σε πλαγιά, στο δρόμο που ένωνε τη Σεβάστεια με την Κερασούντα.
Οι νεότεροι Έλληνες κάτοικοι, με καταγωγή από την Αργυρούπολη, είχαν εγκατασταθεί στο νέο μαχαλά Σεϊράν Τεπεσί και μιλούσαν ποντιακά. Το κλίμα ήταν καλό και οι πεδιάδες της περιοχής εύφορες. Οι κάτοικοι ασχολούνταν με τη γεωργία, την κτηνοτροφία και το εμπόριο.
Η πόλη διέθετε την πιο πολυσύχναστη αγορά της περιοχής, όπου, εκτός των Ελλήνων, σπουδαία εμπορική δραστηριότητα είχαν αναπτύξει και οι Αρμένιοι.
Η αρμενική κοινότητα όμως, που αριθμούσε εύπορους Αρμένιους (περίπου 500 οικογένειες με ναούς και σχολεία) δέχθηκε μεγάλο πλήγμα το 1915, καθώς σφαγιάστηκαν περί τους 5.000 ανθρώπους.
Η μαρτυρία της περιλαμβάνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της μεγαλύτερης και παλαιότερης συλλογής προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και μίας από τις σημαντικότερες της Ευρώπης.
◊◊◊◊◊◊◊
Προτού να φύγουμε για την Ελλάδα, ήρθαν να μας αντικαταστήσουν οι Κιρμιζί Κουσακλί[1], Τούρκοι πρόσφυγες από τα Καϊλάρια[2]. Ήρθαν με τα αλόγατα από την Κερασούντα⋅ με τα ίδια αλόγατα φύγαμε εμείς. Οι άντρες μας έκρυβαν τα φέσια τους, τ’ άρπαζαν οι πρόσφυγες. Μας είπαν εμάς τις γυναίκες να μην κυκλοφορούμε έξω, γιατί είναι κακοί άνθρωποι.
Πήγαμε στην Ανάληψη, την εκκλησία μας. Μας έβγαλε λόγο ο παπάς και όλοι κλάψαμε. Βγάλαμε τα εικονίσματα απ΄ τη θέση τους και τα βάλαμε σε κάσες. Όλοι βοήθησαν. Ύστερα πήγαμε στο νεκροταφείο⋅ μοιράσαμε κόλλυβα⋅ ψάλαμε τρισάγιο. Οι κάσες με τα εικονίσματα ήταν βαριές και δεν μπόρεσαν να τις μεταφέρουν.
Έκαψαν στο φούρνο τα εικονίσματα και τη στάχτη τη σκόρπισαν στο νεκροταφείο.
Μας έλεγαν οι Τούρκοι: -«Μείνετε, μη φεύγετε⋅ τι θα κάνετε να πάτε στην Ελλάδα;»
Μερικοί ήθελαν να γίνουν Τούρκοι, να μείνουν. Ο παπάς τούς πήρε με το ζόρι.
Θέλαμε να έρθουμε στην Ελλάδα να ησυχάσουμε. Εκεί φοβόμαστε.
Τι καταλάβαμε που ήρθαμε; Τίποτε! Κι εκεί τυφλοί κι εδώ πιο τυφλοί ακόμα. Λέγαμε: -«Εκεί είναι χριστιανοί⋅ θα πάμε να γίνουμε πιο χριστιανοί».
Μας καίγαν τα σπίτια μας οι Τούρκοι και δε χαλούσαμε τη νηστεία μας. Εκεί είχαμε πραγματική θρησκεία…
Στην Κερασούντα ένα μήνα μείναμε. Στεγαζόμαστε στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Φύγαμε με το πλοίο «Άγιος Νικόλαος». Στον Άι Γιώργη στον Πειραιά μάς κούρεψαν. Κλάψαμε. Τους χτυπούσαμε γροθιές, να τους εμποδίσουμε. Μας μαστίγωσαν από εκδίκηση. Κλάψαμε πολύ εκείνη τη μέρα…
[1] Κοκκινοζώνηδες.
[2] Πτολεμαΐδα.