Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος γεννήθηκε στον οικισμό Σουγουτζάκ (Σουχούτσαχ, Σογουτζάκ) που σημαίνει ψυχρός τόπος και που είχε καϊμακαμλίκι το Βεζίρκöπρü και βαληλίκι (ποντιακός όρος) στη Σεβάστεια. Οι κάτοικοι, περίπου 100 άτομα, ήταν τουρκόφωνοι και ασχολούνταν με τη γεωργία, την κτηνοτροφία, την πτηνοτροφία και τη μελισσοκομία. Ήταν επίσης μάστορες, ενώ είχαν εμπορικές συναλλαγές με το Βεζίρκöπρü.
Η μαρτυρία που ακολουθεί περιλαμβάνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της μεγαλύτερης και παλαιότερης συλλογής προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και μίας από τις σημαντικότερες της Ευρώπης.
~
Με τον πατέρα μου μωρό πήγε ο παππούς μου στο Σογουτζάκ. Είχε ξεκινήσει από το Σιβρί της Πάφρας, πήγε στο Ντερέκιοϊ του Βεζίρκöπρü κι από κει πήγε στο Σογουτζάκ. Εγώ δεν είχα γεννηθεί όταν πέθανε ο παππούς μου κι ήταν τότε εξήντα πέντε χρονώ.
Ως το 1921, τα γυναικόπαιδα έμεναν στο χωριό. Τότε που ο Τοπάλ Οσμάν χωρίς φόβο Θεού και ανθρώπων άναψε το τουφεκίδι κι έχυνε αίμα χριστιανικό σε πόλεις και χωριά, τότε και τα γυναικόπαιδα πήραν τα βουνά. Μαζί τους έφυγαν κι οι ηλικιωμένοι άνδρες. Οι νέοι είχαμε φύγει πιο μπροστά.
Δεκαεννέα χρονών ήμουνα.
Γεννήθηκα στα 1894. Από το 1913 ανέβηκα στο βουνό. Δεν ήθελα να πάω στρατιώτης. Απ’ όσους πήγαν, πόσοι γύρισαν ζωντανοί; Αντάρτης στο βουνό με βόλευε καλύτερα. Μαζί μου ήσαν κι άλλοι νέοι από τα γύρω ελληνικά χωριά. Δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Δεν μπορούσαν να ανεχθούν οι Τούρκοι τον εξευτελισμό που έπαθαν με τους Βαλκανικούς Πολέμους. Πήραν την απόφαση να μας αφανίσουν. Και πριν από τους Βαλκανικούς Πολέμους. Το ‘χαν αποφασίσει από τα πριν. Μας κορόιδεψαν. Μας έριξαν στάχτη στα μάτια. Το πήραμε είδηση εμείς και ξεχυθήκαμε, αντάρτες, στα βουνά.
Κάτι φάκελοι ήρθαν στους μουχτάρηδες το καλοκαίρι του 1914. Δεν τους άνοιξαν αμέσως. Τους το απαγόρευαν. Όταν τους άνοιξαν, Ιούλιος μήνας ήταν, μιλούσαν για γενική επιστράτεψη. Πήγανε κάμποσοι μα οι πιο πολλοί κρύφτηκαν ή φύγαν στα βουνά.
Οι Τούρκοι όμως το ‘χανε σκοπό να μας ξεκάνουν. Ληστεύανε τα σπίτια μας, καίγαν τα χωριά μας. Μαθαίναμε τι γίνεται στις πόλεις κι όλο και πλήθαιναν οι αντάρτες στα βουνά. Κοιμόμασταν σε τρύπες και σπηλιές, μέναμε μέρες νηστικοί, μα με την ψυχή γεμάτη πίστη για το Θεό και την πατρίδα. Δεν μας σφάξανε, όπως σφάξαν τους Αρμεναίους στα 1915. Δεν μας εξευτέλισαν όπως ξευτέλισαν τους δικούς μας που υπηρέτησαν στα αμελέ ταμπουρού.
Δεν μας έσφαξαν και δεν μας κρέμασαν, όπως έσφαξαν και κρέμασαν χιλιάδες από μας. Το 90% χάθηκε στην Τουρκία.
Το 1918, τέλος του Νοέμβρη θα ήταν, τσάκισε η Γερμανία του Κάιζερ, μαζεύτηκαν κι οι σύμμαχοί τους, οι Τούρκοι τώρα περιμένουν κι αντίποινα για τα εγκλήματά τους. Έγινε η Ανακωχή. Ησυχάσαμε για λίγο. Πολλοί κατέβηκαν στις πόλεις και στα χωριά, πιάσανε πάλι τις δουλειές τους ως το 1919.
Με την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη πηρανε όλοι οι άνδρες τα βουνά. Ξεγελαστήκαμε πως θα ελευθερώναμε τον Πόντο. Άλλα σκεφτόμασταν και λαχταρούσαμε εμείς κι αλλιώς τα μελετούσαν οι Μεγάλοι.
Το 1921 ανέβηκαν και τα γυναικόπαιδα κυνηγημένα. Και ζήσαμε όλοι μαζί άλλα δύο χρόνια με στερήσεις.
Υπογράφτηκε η Ανταλλαγή. Όσοι δεν ήσανε αντάρτες, ήρθαν από το δημόσιο δρόμο κι από κει πήγαν στη Σαμψούντα. Οι αντάρτες, η ομάδα η δική μας, ρίξαμε τα όπλα μας και λίγοι-λίγοι από βουνό σε βουνό και από παράδρομα μπήκαμε στη Σαμψούντα.
Στη Σαμψούντα βρήκε ο ένας τον άλλο, ο συγγενής τον συγγενή, ανταμώσαν όσες οικογένεις βρίσκονταν εκεί, και με το παπόρι «Ωκεανός» ήρθαμε στη Θεσσαλονίκη. Καράμπουρνα λέγαν το μέρος που μας έβγαλαν. Από κει μας πήγαν στο Κιλκίς. Στο χωριό Καραμαχμούτ, που σήμερα λέγεται Κοιλάδες, μας έστειλαν. Έξι μήνες καθίσαμε. Φύγαμε μετά. Οι άλλοι πατριώτες βρίσκονταν στο χωριό Γιάκοβο της Σάτιστα. Πήγαμε κι εμείς. Μείναμε, μα υποφέραμε. Άγονο το μέρος. Στα έξι χρόνια τα παρατήσαμε και φύγαμε. Ήρθαμε στον Κούκο της Κατερίνης. Μας έδωσαν κλήρο δεκαπέντε στρέμματα. Αρχίσαμε δουλειά. Τα καλλιεργούσαμε καπνά και σιτηρά.
Είχα παντρευτεί στην Τουρκία. Η γυναίκα μου ήταν από την Πάφρα. Είχα ένα αγόρι. Μα πολεμούσαμε και μια μέρα δεν μπορέσαμε να ξαναγυρίσομε στο καλύβι. Το παιδί μας έμεινε. Δεν είχε χρονίσει.
Μάθαμε πως το βρήκαν οι Τούρκοι. Το πήραν στο χωριό Ιστίλ και το μεγάλωσαν. Πήγα, το γύρεψα. Δεν το βρήκα. Έγραψα, ξανάγραψα. Έγραψα στο Ιστίλκιοϊ, έγραψα και στα γειτονικά χωριά. Μου απάντησαν: -«Πέθανε το παιδί».
Εδώ έχω ένα παιδί. Το πάντρεψα. Μου έδωσε τρία εγγόνια. Έχω και τέσσερα κορίτσια. Είναι παντρεμένα όλα. Παίρνω σύνταξη από τον ΟΓΑ. Πήρε και η γυναίκα μου. Παίρνομε 1.800 το δίμηνο, μαζί και οι δύο. Από τότε που ήρθαμε στον Κούκο δεν μετακινηθήκαμε, ριζώσαμε, γιατί το χώμα ήταν καλό. Καλλιεργούσαμε σιτηρά και καπνά. Είχαμε και γελάδια και τα καταφέραμε να ζούμε καλά.