Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με ακροστιχίδα: «αίνος και ούτος Ρωμανού». Διαβάστε το Μέρος Α’, το Μέρος Β’, το Μέρος Γ’ και το Μέρος Δ’.
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
ιζ’. Κι αμέσως στέλνει άλλο πουλί, στέλνει ένα περιστέρι
που είναι απ’ τα πετούμενα το πιο άδολο απ’ όλα.
Πέταξε αυτό μα γύρισε στον δίκαιο Νώε πίσω – δεν βρήκε μέρος να σταθεί, μέρος να ξαποστάσει.
Κι αυτός αφού περίμενε εφτά μέρες ακόμα, το περιστέρι έστειλα ξανά για να πετάξει.
Θα ’τανε προς τ’ απόγευμα που γύρισε αυτό πίσω, και κράταγε στο στόμα του ένα ελιάς κλωνάρι.
Το βλέπει ο παμμακάριστος, παίρνει πληροφορία,
κρυφά του το ’δειξε ο Θεός: θα δείξει ευσπλαχνία.
Κι ο Νώε αμέσως, δεν αργεί, βγαίνει από την κιβωτό, απ’ τον πλωτό του τάφο,
ότι έτσι πρόσταξε ο Θεός να βγούνε όλοι έξω.
Κι ο Αδάμ κάποτε κρύφτηκε, κι απ’ την κρυψώνα βγήκε όταν τον κάλεσε ο Θεός· μα δεν ήταν το ίδιο. Γιατί ο Νώε δεν έφαγε δέντρου καρπό θανάσιμο, θάνατο να γνωρίσει…
Αντίθετα· ο ίδιος του παράγει ωραίο καρπό μετάνοιας, καθώς φωνάζει του Θεού:
«Από τη δίκαιή Σου οργή τους πάντες Κύριε σώσε, με τη στοργή που πάντοτε φροντίζεις να μας δείχνεις,
»Εσύ των πάντων Λυτρωτή».
ιη’. Κι αφού νεκρώθηκε η φθορά κι η αδικία αντάμα,
στο τέλος υπερίσχυσε αυτός που ήτανε ευθύς στη σκέψη και στους τρόπους
και για την πίστη του εκλεκτός· έτσι, οι απόγονοί του διέπρεψαν πια πάνω στη γη στο νέο ξεκίνημά της.
Κι ο δίκαιος Νώε τότε πια, θυσία αψεγάδιαστη
στον Κύριο προσφέρει, και τον παρακαλεί θερμά, θερμά τον ικετεύει.
Την ευωδία της προσευχής οσφράνθηκε ο Πλάστης
και λύγισε απ’ την πολλή φιλανθρωπία που ’χει.
Με όρκο μια υπόσχεση τους δίνει
και τους λέει: «Κατακλυσμός τα σύμπαντα πια δεν τα καταστρέφει,
»και ας ξέρω ότι όλοι οι άνθρωποι ρέπουν στην αμαρτία.
»Τέτοια υπόσχεση, λοιπόν, τώρα δίνω για πάντα, και το ουράνιο τόξο μου
»σ’ όσους υπάρχουνε στη γη τους δείχνω για σημάδι, ώστε όλοι να μου αναφωνούν:
»“Από τη δίκαιή Σου οργή τους πάντες Κύριε σώσε, με τη στοργή που πάντοτε φροντίζεις να μας δείχνεις,
»”Εσύ των πάντων Λυτρωτή”».
ιθ’. Σαν είδε ο Νώε ο σοφός όλη τη γη να είναι
μ’ άνθη πολλά –λογιώ λογιώ– ξανά στεφανωμένη,
έσπειρε σπόρους στους αγρούς κι ανάμενε να καρπωθεί της γης την ευφορία.
Αμπέλι πρώτα φύτεψε κι έφτιαξε κι ελαιώνα,
και δεν αργήσαν τα φυτά πολύ καρπό να δώσουν.
Κι όταν του τρύγου έφτασε η ευλογημένη ώρα, τρύγησε ο Νώε, χάρηκε, κι ένιωσε μες στη λύπη του παρηγοριά μεγάλη.
Μα ήπιε απ’ την πολλή χαρά λιγάκι παραπάνω, κι απάνω στο μεθύσι του
πέταξε και τα ρούχα· κοιμάται του καλού καιρού γυμνός και ροχαλίζει…
Τον είδε ο εξαποδώ, λύσσαξε απ’ το κακό του· δεν το αντέχει ο άθλιος να βλέπει κάναν άνθρωπο αμέριμνος να είναι.
Κι έτσι διαλέγει ο δόλιος ένα απ’ τα τρία αδέρφια, κι αφού το εξαπάτησε και θόλωσε το νου του, ιδέα ο άθλιος του ’βαλε κι αυτό την κάνει πράξη
και πήγε και κορόιδευε τον ίδιο τον πατέρα του εκείθε που κοιμόταν. Μα όταν ξύπνησ’ ο σοφός ο Νώε και συνήλθε, τον καταράστηκε τον Χαμ γι’ αυτό που είχε κάνει.
Στα άλλα δυο όμως παιδιά –αυτά που τον σκεπάσανε γυμνός καθώς κοιμόταν– δίνει την ευλογία του λέγοντας το δικό του:
«Από τη δίκαιή Σου οργή τους πάντες Κύριε σώσε, με τη στοργή που πάντοτε φροντίζεις να μας δείχνεις,
»Εσύ των πάντων Λυτρωτή».
κ’. Έπεσε ο πρώτος ο Αδάμ με την παράβασή του,
και οι απόγονοί του στην πτώση όλοι ρέπουμε, όπως κι ο Χαμ που βρέθηκε κι εκείνος παραβάτης.
Γι’ αυτό όλα ιστορήθηκαν μες στην Αγία Γραφή· για να διαβάζουμε όλοι μας και να μας νουθετούνε, και να έχουμε κριτήριο σωστό αυτοελέγχου.
Τις πλάνες ν’ αποφεύγουμε και με όπλο μας την πίστη να ’μαστε πάντα νικητές
απέναντι στον δόλιο, στον πονηρό εχθρό μας μ’ όλες τις πανουργίες του.
Είμαστε τέκνα άσπιλης κι αγίας κολυμβήθρας,
στην αμαρτία εμείς ποτέ να μην υποταχθούμε,
όπως ο Ιούδας το έπαθε με τη φιλαργυρία.
Σε άμπελο αληθινή ήταν εκείνος μέσα· κι όμως την εγκατέλειψε κι έφυγε μακριά της,
κι αγκάθια ολούθε βλάστησε και ύστερα ξεράθηκε και πήγε στο χαμό του.
Εμείς όμως θα είμαστε η άμπελος του Θεού μας, του Ενός Κυρίου Σαβαώθ, Χριστό ποθώντας διακαώς
έργα ας κάνουμε καλά κατά τις εντολές Του και πάντα ας Του φωνάζουμε:
«Από τη δίκαιή Σου οργή τους πάντες Κύριε σώσε, με τη στοργή που πάντοτε φροντίζεις να μας δείχνεις,
»Εσύ των πάντων Λυτρωτή».