Οι Θερμοπύλες του Ελληνοϊταλικού Πολέμου είναι το Ύψωμα 731 στα βουνά της Τρεμπεσίνας, εκεί στα βόρεια του Αώου και στα βορειοδυτικά της Κλεισούρας, 20 χιλιόμετρα μακριά. Μικρός ο λόφος, μόλις 731 μέτρα το ύψος, όπως υποδηλώνει η ονομασία του, αλλά με μεγάλη στρατηγική σημασία καθώς βρίσκεται στη φυσική είσοδο που οδηγεί στην κωμόπολη της Βορείου Ηπείρου που το 1941 ήθελαν πάση θυσία να ανακαταλάβουν οι Ιταλοί.
Έτσι, στις 6:20 το πρωί της 9ης Μαρτίου οι Έλληνες στρατιώτες ένιωσαν το έδαφος να τρέμει κάτω από τα πόδια τους. Οι Ιταλοί για δύο ώρες βομβάρδιζαν τις θέσεις τους – εκτοξεύτηκαν περίπου 100.000 οβίδες που σημαίνει ότι κάθε δευτερόλεπτο έπεφταν 11 βλήματα που «έφαγαν» το λόφο κατά 5 μέτρα!
Τη στρατιωτική επιχείρηση στο πλαίσιο της «Εαρινής Επίθεσης» (Primavera) παρακολούθησε αυτοπροσώπως ο Μπενίτο Μουσολίνι – εκείνη τη στιγμή παιζόταν και η αξιοπιστία του έναντι του Χίτλερ. «Μέχρι το τέλος της άνοιξης θα κάνω παρέλαση στην Αθήνα» είχε υποσχεθεί.
«Το Ύψωμα 731, όπου βρίσκεται το τάγμα μου, σείεται συνεχώς. Σκόνη, φωτιά και καπνός, η ατμόσφαιρα είναι βαριά, δύσκολα αναπνέει κανείς από τα αέρια των εκρήξεων, κόλασις πυρός, μας περιβάλλουν οι καπνοί και οι φλόγες, δεν μπορούμε να διακρίνωμεν τι γίνεται εις απόστασιν δέκα μέτρων». Η περιγραφή αυτή ανήκει στον… ήδη μπαρουτοκαπνισμένο από το μικρασιατικό μέτωπο, ταγματάρχη Δημήτρη Κασλά.
Ο διοικητής του 2ου Τάγματος του 52ου Συντάγματος της Ι Μεραρχίας, με νεαρούς ορεσίβιους από τα Τρίκαλα και την Καρδίτσα υπό τις διαταγές του, κατά την ιταλική επίθεση διέταξε να καλυφθούν τα ελληνικά όπλα με κουβέρτες για να προστατευθούν από τις πέτρες και τα χώματα που έπεφταν πάνω τους στον γυμνό πλέον λόφο που είχε αποκτήσει κρατήρες όπως ένα ηφαίστειο. «Μόνο όταν θα πεθάνουμε όλοι θα περάσει ο εχθρός από τις θέσεις μας», ήταν η διαταγή.
Η μάχη που έριξε τον Ντούτσε, καθώς σταμάτησε την ιταλική προέλαση στο νότο, θεωρείται από τις μεγαλύτερες και πιο αιματοβαμμένες του Ελληνοϊταλικού Πολέμου. Έληξε στις 24 Μαρτίου με την επικράτηση των Ελλήνων – και στις δύο πλευρές υπήρξαν πράξεις ηρωισμού αλλά και πρωτοφανούς σκληρότητας, όπως οι διαταγές του στρατηγού Βραχνού να βάλλεται κάθε απόπειρα των Ιταλών να βοηθήσουν τους τραυματίες τους στο πεδίο.
Το Ύψωμα 731 ήταν η τελευταία ευκαιρία του Μουσολίνι να αποδείξει ότι ήταν ακόμα ηγέτης. Ουσιαστικά ήταν το αποκορύφωμα μια σειράς λάθος αποφάσεων που ξεκίνησαν με την εισβολή στις 28 Οκτωβρίου 1940 – μετά την ήττα το ιταλικό στρατιωτικό κατεστημένο στράφηκε εναντίον του. Αλλά και πάλι: ήταν μια πικρή νίκη για τους Έλληνες, καθώς τον Απρίλιο του 1941 ξεκίνησε η ναζιστική εισβολή.
Ο ήρωας Κασλάς
Γράφει ο Βενιζέλος Λεβεντογιάννης στο pontiki.gr για την ημέρα πριν από την ιταλική επίθεση, αλλά και το τι συνέβη κατά τη διάρκειά της:
Ο ταγματάρχης φώναξε δυο λοχαγούς του και άρχισε να δείχνει με το δάχτυλό του διάφορα σημεία και να δίνει οδηγίες. Εκείνοι, που δεν είχαν καταλάβει για τι πράγμα μιλούσε, απλά σημείωναν και κουνούσαν καταφατικά το κεφάλι τους. «Θέλω να ενισχυθεί η άμυνα σε αυτό το αντέρεισμα. Σε αυτή τη ραχούλα να στηθεί ένα πολυβόλο που θα διασταυρώνει πυρά με εκείνο το πολυβόλο μας. Εδώ και εδώ να βάλλουν οι όλμοι μας. Και όλοι, μα όλοι, να σκάψουν ορύγματα βάθους 80 εκατοστών και να μπουν μέσα για να είναι προφυλαγμένοι…».
Στο μυαλό του είχε δημιουργήσει ένα περίφημο σχέδιο άμυνας και τώρα το έστηνε όχι επί χάρτου, αλλά στην πραγματικότητα. Γνώριζε ότι οι φαντάροι και οι αξιωματικοί του ήταν διαλυμένοι και καταβεβλημένοι, όπως και εκείνος, αλλά πολύ περισσότερο γνώριζε ότι το ύψωμα δεν έπρεπε να πέσει ακόμη και εάν όλοι οι υπερασπιστές του σκοτώνονταν.
Ο ταγματάρχης Κασλάς εκείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκε. Έφαγε μαζί με τους υπόλοιπους στρατιώτες σαν απλός φαντάρος και στη συνέχεια κλείστηκε στο αμπρί του και μελέτησε τους χάρτες. Σχεδίασε κάθε πιθανό σενάριο, καλό ή κακό, προκειμένου να μην πέσει το ύψωμα. Σχεδίασε κάθε εναλλακτική λύση για να αποτρέψει την ιταλική επίθεση. Πριν ακόμη χαράξει βγήκε έξω σαν να ήθελε να αποτυπώσει όλη εκείνη την απίστευτη ομορφιά της πλάσης.
Λίγα λεπτά αργότερα ξεκινούσε η περίφημη ιταλική «Εαρινή Επίθεση» με τον ίδιο τον Μουσολίνι να επιβλέπει. Τα ιταλικά κανόνια άρχισαν να ξερνούν φωτιά. Οι ελληνικές θέσεις δέχονταν ένα πρωτόγνωρο σφυροκόπημα. Θύμιζε τα «μπαράζ» του πυροβολικού στα χαρακώματα του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου. Κάθε ένα δευτερόλεπτο που περνούσε επάνω στο βουνό έσκαγαν 11 βλήματα. Καπνός, σκόνη, ουρλιαχτά, διαμελισμένα κορμιά, μυρωδιά από καμένη σάρκα, μπαρούτι, συνέθεταν ένα σκηνικό κολάσεως.
Ο Κασλάς δίπλα στον ασυρματιστή του ούρλιαζε για να ακουστεί: «Στείλε: Δεχόμαστε σφοδράν επίθεσιν. Αντέχουμε».
Ο ταγματάρχης ήταν αποφασισμένος να μην αφήσει τους Ιταλούς να πατήσουν στο «731». Κατάμαυρος από την κάπνα και τις λάσπες φώναξε τους αξιωματικούς του και στα γρήγορα, μέσα στο αμπρί του, έδωσε τη διαταγή του προς τους διοικητές των λόχων του 5ου τάγματος Πεζικού Τρικάλων: «Επί των κατεχομένων θέσεων θα αμυνθώμεν μέχρις εσχάτων. Ουδείς θα κινηθή προς τα οπίσω. Εμψυχώσατε άνδρας σας και τονώσατε το ηθικόν των. Προμηνύεται λυσσώδης επίθεσις του εχθρού, η οποία οπωσδήποτε θα αποκρουσθή και θα συντριβή. Τηρήσατέ με ενήμερον τακτικής καταστάσεως. Επαναλαμβάνω, τότε μόνον θα διέλθη ο εχθρός εκ της τοποθεσίας μας, όταν αποθάνωμεν άπαντες επί των θέσεών μας».
Οι στιγμές, τα λεπτά, οι ώρες του σφοδρού βομβαρδισμού περνούσαν βασανιστικά αργά. Μέσα στα ορύγματα οι φαντάροι σιωπηλοί, δεν μπορούσαν να αντιδράσουν στις βόμβες που έσκαγαν δίπλα τους. Τα βλήματα σκορπούσαν το θάνατο και τη θλίψη. Οι στρατιώτες έβλεπαν τους συναδέλφους και φίλους τους να κομματιάζονται, ένιωθαν το αίμα τους καυτό να τους πιτσιλάει. Και όσο συνέβαινε αυτό, τόσο η οργή τους ξεχείλιζε και έσφιγγαν περισσότερο το όπλο τους.
Ο Ιταλός διοικητής Πυροβολικού Καβαλέρο, από την Τρεμπεσίνα όπου ήταν τα κανόνια, σίγουρος πλέον ότι δεν είχε μείνει άνθρωπος ζωντανός έπειτα από τέτοιο βομβαρδισμό, έγνεψε στον Ντούτσε, που παρακολουθούσε από κοντά, ότι πλέον το Πεζικό μπορεί να καταλάβει το ύψωμα. Οι Ιταλοί στρατιώτες καθώς πλησίαζαν αντίκρισαν ένα θέαμα που τους έκανε να μείνουν με το στόμα ανοιχτό. Το γεμάτο δέντρα βουνό είχε μείνει φαλακρό. Τα συρματοπλέγματα είχαν καταστραφεί, τα χαρακώματα δεν υπήρχαν. Ήταν πλέον και εκείνοι σίγουροι ότι θα καταλάμβαναν εύκολα το ύψωμα.
Την ίδια στιγμή μέσα στο αμπρί του ταγματάρχη ο ασυρματιστής τού έδωσε να διαβάσει το τηλεγράφημα από τον συνταγματάρχη Κετσέα: «Επί των θέσεών σας θ’ αμυνθήτε μέχρις εσχάτων. Η Πατρίς, η Ανωτάτη Διοίκησις απαιτεί να κρατήσητε ψηλά την τιμήν των όπλων».
Ο Δημήτρης Κασλάς, που δεν σταμάτησε να δίνει διαταγές, έγνεψε στον ασυρματιστή του: «Στείλε: οτιδήποτε και αν συμβή δεν θα εγκαταλείψωμεν το 731 και έχω πεποίθησιν ότι δεν θα περάσουν οι Ιταλοί».
Η πεποίθησή του έγινε πραγματικότητα. Αν και είχαν καταστραφεί τα ελληνικά κανόνια επάνω στο ύψωμα, αν και είχαν καταστραφεί τα πυροβόλα, οι όλμοι και τα βαριά όπλα, ο Κασλάς έδωσε διαταγή προς τους φαντάρους να μην κουνηθούν από τις θέσεις τους και να μην πυροβολήσουν τους σχεδόν ακάλυπτους Ιταλούς μέχρι το σύνθημά του.
Και όταν οι Ιταλοί έφτασαν κοντά, ο ταγματάρχης φώναξε «πυρ» και μια δεύτερη πύλη της κολάσεως άνοιξε, αυτή τη φορά για εκείνους.
Με χειροβομβίδες, πολυβόλα, αυτόματα, οι Έλληνες φαντάροι θέριζαν τους Ιταλούς που ακάλυπτοι δεν είχαν πού να κρυφτούν. Ήταν μια πραγματική σφαγή για τους άνδρες του Μουσολίνι. Τα νεύρα είχαν τεντωθεί τόσο που κάποιες ομάδες Ιταλών που σήκωναν τα χέρια για να παραδοθούν εκτελέστηκαν την ίδια στιγμή.
Ο ταγματάρχης Κασλάς υπερασπίστηκε με τους στρατιώτες του το Ύψωμα 731 με αυταπάρνηση. Η «Εαρινή Επίθεση» του Μουσολίνι έσπασε στους βράχους ενός βουνού που είχε ύψος 731 μέτρα. Τα βράδια ιταλικά αεροπλάνα πετούσαν από πάνω και έριχναν προκηρύξεις.
Ο Κασλάς έγραψε στο ημερολόγιό του: «Προς το εσπέρας νομίζουν ότι θα κλονίσουν το ηθικόν των στρατιωτών μας, ρίπτουν δι’ αεροπλάνων χιλιάδας προκηρύξεις, καλούν τους στρατιώτας μας να ρίψουν τα όπλα και να σπεύσουν να παραδοθούν. Αι προκηρύξεις αυταί μόνον γέλωτα προσέφερον εις τους ηρωικούς οπλίτας». Ο Μουσολίνι έφευγε ταπεινωμένος. Σε λίγες εβδομάδες θα χρειαζόταν ο σύμμαχός του, ο Χίτλερ, να επέμβει για να τον σώσει από την καταστροφή.
Στον ταγματάρχη Κασλά, που κράτησε το Ύψωμα 731 και απέκρουσε μέσα σε τρεις μέρες 18 μεγάλες επιθέσεις από Πυροβολικό, Αεροπορία, άρματα μάχης και επίλεκτες ιταλικές μονάδες πεζικού, απονεμήθηκαν τα εξής: Χρυσούν Αριστείο Ανδρείας, Πολεμικός Σταυρός Γ’ Τάξεως, Αργυρούς Σταυρός του Β’ Τάγματος, Μετάλλειον στρατιωτικής αξίας Δ’ Τάξεως. Οι Ιταλοί άφησαν στους πρόποδες του υψώματος 1.000 νεκρούς. Οι απώλειες για τον ελληνικό στρατό ανέρχονταν στους 125 νεκρούς, 28 εξαφανισθέντες καθώς και σε 425 τραυματίες.
Οι άνδρες του 5ου Συντάγματος της I Μεραρχίας πολέμησαν μέχρι τη νύχτα της 12/13 Μαρτίου, κατατροπώνοντας τους εκπαιδευμένους στις Άλπεις Ιταλούς της επίλεκτης μεραρχίας Τζούλια. Αντικαταστάθηκαν λόγω απωλειών από το 19ο Σύνταγμα της VI Μεραρχίας Σερρών. Τον τομέα του τάγματος Κασλά ανέλαβε το τάγμα του λοχαγού Κουτρίδη.