Είναι από τους ηθοποιούς που πρωτοστάτησαν στους αγώνες κατά της κυβέρνησης όταν η τελευταία ήθελε να έχουν τα πτυχία των δραματικών σχολών ισχύ ίση με το απολυτήριο λυκείου. Την ίδια στιγμή πρωταγωνιστεί σε πετυχημένες σειρές στην τηλεόραση, ανεβάζει πρωτοποριακές παραστάσεις, όμως γίνεται –χωρίς τη θέληση του, αλλά και χωρίς να κρύβεται– πρώτο πρόσωπο σε κουτσομπολίστικες εκπομπές και site. Και ο ίδιος δεν δείχνει να ζορίζεται απ’ αυτό. Έστω και αν λαμβάνει κριτικές πολύ σκληρές.
Ο Βασίλης Μπισμπίκης έχει σήμερα γενέθλια – και εξελίχθηκε σε μια εναλλακτική μορφή σταρ. Γιατί όπως έλεγαν και παλιά, ο σταρ είναι αυτός που οι μισοί θέλουν να αγκαλιάσουν και οι άλλοι μισοί να δείρουν.
Ξέχωρα από τα τσιτάτα, ο Μπισμπίκης κάνει αυτό που θέλει στη ζωή και την τέχνη του, πληρώνοντας το όποιο κόστος. Και στην τελική είναι ο άνθρωπος που ζει, πολύ απλά, τη ζωή του.
Το αγόρι από το Λουτράκι
Σαν σήμερα λοιπόν, το όχι και τόσο μακρινό 1977, στην οικογένεια Μπισμπίκη είχαν χαρές και γεννητούρια. Ο μικρός Βασίλης είδε το φως της ζωής. «Μεγάλωσα στο Λουτράκι, σε μια υγιή οικογένεια. Ο πατέρας μου ήταν προπονητής σε ποδοσφαιρική ομάδα. Με τη μάνα μου μια χαρά, αγαπημένοι και ερωτευμένοι ως τώρα. Η μητέρα μου νοικοκυρά, η αδελφή μου τραπεζική υπάλληλος. Μια κανονική οικογένεια που τα έφερνε, δεν τα έφερνε βόλτα με τα οικονομικά» είχε δηλώσει σε συνέντευξή του. Για να προσθέσει ότι ο ίδιος ήταν ανήσυχο παιδί.
Και ως ανήσυχο παιδί το σχολικό περιβάλλον δεν ήταν το καλύτερό του. Αποτέλεσμα; «Τέλειωσα με το ζόρι το γυμνάσιο. Προσπάθησα να πάω στο λύκειο, με έδιωχναν από όλα τα σχολεία και τελικά το άφησα».
Αρχίζει να δουλεύει. Και κάποια στιγμή τα βήματά του τον οδήγησαν στο καζίνο Λουτρακιού. Εκεί δούλεψε ως κρουπιέρης. Και ήταν η φάση «τα είδε όλα». Άνθρωποι ανεξαρτήτως τάξης και εισοδήματος να χάνουν μέσα σε μια νύχτα τα πάντα, από χρήματα, μέχρι και αξιοπρέπεια.
Από το περιθώριο στην Άννα Συνοδινού
Γύρω στα 25 του αποφάσισε να γίνει ηθοποιός. Και γράφτηκε σε ιδιωτική σχολή στην Αθήνα, αφού δεν είχε απολυτήριο λυκείου.
«Ναι, πράγματι, δεν έχω τελειώσει σχολείο. Ευτυχώς υπήρχαν στη δραματική σχολή τα εξαιρετικά ταλέντα. Από μικρός διάβαζα τα κομμουνιστικά και τα αναρχικά βιβλία του παππού μου – ήταν κομμουνιστής. Δεν ξέρω αν τα διαστρέβλωσα ή όχι, αλλά όλα αυτά με οδήγησαν σε μια θέση απέναντι στο σχολείο, ότι θα μου καθοδηγεί τη σκέψη, θα με κάνει ρομποτάκι», έχει δηλώσει.
Όμως λεφτά δεν υπήρχαν. Ο Βασίλης ήταν μεν ένας νέος άντρας 25 χρονών με αρκετές εμπειρίες, αλλά σε μια ξένη πόλη. Και έπρεπε να επιβιώσει. Έμενε στην Ομόνοια, και όπως έχει εξομολογηθεί υπήρξαν περίοδοι που οι πόρνες και οι τρανς τον φρόντιζαν.
Και όπως έχει πει: «Όταν είχε κρύο με βοηθούσαν πάρα πολύ, μου άνοιγαν τα μπουρδέλα και καθόμουνα στις σόμπες με τις τσατσάδες. Μια περίοδος της ζωής μου ήταν ακραία, πολύ ακραία. Μέσα μου το έχω αναλύσει, είναι πολύ σύνθετο. Αλλά ό,τι έκανα το έκανα από επιλογή, το γούσταρα και δεν το μετάνιωσα ποτέ. Μου άρεσε αυτή η ζωή που έκανα, ήταν σαν να την επεδίωκα. […] Αν κινδύνεψα; Ναι, βέβαια έχω κινδυνέψει στη ζωή μου. Όταν αποφάσισα να αποτραβηχτώ ήταν γιατί είχα πάψει να γουστάρω να είμαι μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο – είχε γίνει εξάρτηση. Ζούσα μόνος μου, δούλευα όπου να’ ναι».
Από τη μια το περιθώριο, από την άλλη η τέχνη της υποκριτικής. «Η Συνοδινού ήταν η μεγάλη μου δασκάλα. Από εκείνη κράτησα την πειθαρχία. Είχα τον Γεωργουσόπουλο. Μαζί τους πέρασα ένα πανεπιστήμιο πάνω στην κλασική παιδεία, σε σχέση με την τραγωδία. Έμαθα το σεβασμό απέναντι στη δουλειά, στους ηθοποιούς, στα κείμενα. Όλα αυτά μου άφησαν μέσα μου κάτι. Πρέπει να υπάρχει η κλασική παιδεία πάνω στο θέατρο αν θέλεις να την σπάσεις μετά, να την αποδομήσεις», έχει πει.
Ο ζεν πρεμιέ δεν είναι εδώ
Μπήκε στο με έργα ρεπερτορίου, αλλά και σε ψαγμένα έργα. Την ίδια περίοδο τον ανακάλυψε η τηλεόραση· κυρίως με την καθημερινή σειρά Τα μυστικά της Εδέμ. Τα απογεύματα ήταν ο καθημερινός ήρωας, το βράδυ πάνω στη σκηνή μεταμορφωνόταν σε έναν άλλο.
Παντρεύτηκε, απέκτησε έναν γιο, η μία τηλεοπτική πρόταση διαδεχόταν την άλλη, αλλά κάτι μέσα του τον έτρωγε. Βρίσκουν έναν χώρο, ξεχασμένο στη μέση του πουθενά, και στήνουν ένα θέατρο, το Cartel.
Εκεί στην Αγίας Άννης, σε μια περιοχή που απέναντι είχε οικόπεδα. Εκεί άρχισε το δημιουργικό του έργο. Ο Άρης (Βελουχιώτης) και το Άνθρωποι και ποντίκια γίνονται τρελές επιτυχίες και συζητιούνται. Ακόμα και στην περίοδο του lockdown το streaming από το δεύτερο χτυπάει κάτι τρελά νούμερα που άλλες πολυδιαφημισμένες παραστάσεις ούτε τα φαντάζονται.
Η νεοκουλτούρα έχει ανακαλύψει εκ νέου έναν δημιουργό που δεν διστάζει να φτάσει στα άκρα.
Ο ζεν πρεμιέ των καθημερινών σειρών δεν μένει πια εδώ και στη θέση του είναι ένας άντρας γύρω στα 40 που δεν έχει πρόβλημα με τα παραπανίσια κιλά του, γιατί είναι δημιουργός και όχι περιφερόμενο εξώφυλλο.
Η ιστορία που όλοι ξέρουμε
Ένα από τα πρώτα… παπαρατσικά ήταν αυτό που τον έδειχνε με τη Δέσποινα Βανδή σε σουβλατζίδικο στα Εξάρχεια. Σχετικά οξύμωρο αν σκεφτεί κάποιος την εικόνα που έβγαζε στα ’00s η τραγουδίστρια, με την απόλυτη χλιδή.
Η πικρή αλήθεια είναι ότι το ζευγάρι έχει βιώσει κριτική που πολλές φορές αγγίζει τη χυδαιότητα, ενώ δεν έχει λείψει και ο ηλικιακός ρατσισμός. Ναι, το 2023 μ.Χ. είναι ταμπού ένας άντρας 8 χρόνια μικρότερος από τη σύντροφο του.
Από την άλλη, το καλοκαίρι του 2022 ο Βασίλης Μπισμπίκης πρωταγωνιστούσε στην Αντιγόνη που ανέβηκε στην Επίδαυρο. Οι κριτικές που δέχτηκε ήταν έως και απαξιώτικες. Μέχρι εδώ καλά και στην τελική η κάθε κριτική είναι θεμιτή, ειδικά όταν φέρει υπογραφή.
Όταν όμως σοβαροί και ψαγμένοι κριτικοί που βγάζουν αφρούς με το lifestyle αναμιγνύουν και τα προσωπικά του ανθρώπου που κρίνουν, τότε φτάνουμε στα όρια της χυδαιότητας.
Γενικώς το ζευγάρι θα μπορούσε να είχε βγάλει πολλά χρήματα από πιθανές μηνύσεις. Αλλά, όταν περνάς καλά μάλλον η κακία και –γιατί όχι, η ζήλεια– των άλλων περνάει και δεν σε αγγίζει. Ειδικά σε ανθρώπους που έχουν ζήσει τη ζωή τους στο κόκκινο και έχουν παλέψει για τα θέλω τους. Σαν τον εορτάζοντα Βασίλη Μπισμπίκη που αν μη τι άλλο είναι αληθινός. Και υπερταλαντούχος.
Και ως απάντησή του παίρνουμε τις 6 λέξεις που έγραψε σε ποστ του πάνω στην φωτογραφία της Δέσποινας Βανδή: «Σ’ αγαπάω και δεν πάω καλά».
Σπύρος Δευτεραίος