Οκτώβριος του 1912. Μετά από αιώνες τουρκικής σκλαβιάς, οι Έλληνες προχωρούν νικηφόρα στους Βαλκανικούς Πολέμους και ύστερα από αγώνα δρόμου φθάνουν στη Θεσσαλονίκη πριν από τους Βουλγάρους. 26 Οκτωβρίου, ώρα 23:00: Ο Τούρκος διοικητής Χασάν Ταχσίν πασάς, μετά από συνεννόηση με τον διάδοχο Κωνσταντίνο, υπογράφει την άνευ όρων παράδοση της πόλης στους Έλληνες.
Η Θεσσαλονίκη παραδίδεται χωρίς μάχη. Μία μέρα αργότερα εισέρχεται στην πόλη θριαμβευτικά ο Ελληνικός Στρατός, και λίγες ώρες αργότερα φτάνουν και οι Βούλγαροι απεσταλμένοι να την διεκδικήσουν.
Το τι διημείφθη στη βίλα Μοδιάνο (στο Τοπσίν, σημ. Γέφυρα) περιέγραψε στην εφημερίδα Ελληνικός Βορράς στις 26/10/1960 ο Κενάν Μεσαρέ, γιος του Ταχσίν πασά και αξιωματικός του επιτελείου του, ο οποίος ήταν παρών:
«Πάνε τώρα σαράντα οκτώ χρόνια από την ημέρα όπου ο αείμνηστος πατέρας μου Ταχσίν υπέγραφε, το εσπέρας της 26ης Οκτωβρίου 1912, το ιστορικό Πρωτόκολλο παραδόσεως της Θεσσαλονίκης εις τον Ελληνικόν Στρατόν. Σαράντα οκτώ χρόνια. Μια ολόκληρη ζωή που δεν είναι όμως χώρισμα και δεν σβύνει εύκολα από την θύμησι και την ψυχή τις εικόνες γεγονότων και πραγμάτων εις βαθμόν που μου φαίνεται σαν να τα ξαναζώ και σήμερα ακόμη.
»Και κάθε χρόνο, την ημέραν όπου το Πανελλήνιον –ιδίως δε όσοι ήσαν η τότε Νέα Γενεά και είχαν την τιμήν και την τύχην να βαδίσουν υπό την ηγεσίαν του αειμνήστου Στρατηλάτου εκεί όπου τους εκάλει το καθήκον– εορτάζουν μεγαλοπρεπώς και με ακράτητο ενθουσιασμό την επέτειον της αλώσεως και ξαναζούν με την θύμησίν των την μεγάλην και ιστορικήν ημέραν, το όνομα του πατρός μου –το οποίον συνδέεται στενώς με τον ένδοξον δια την Ελλάδα Βαλκανικόν πόλεμον– επανέρχεται εις την επικαιρότητα δια ένα εικοσιτετράωρον.
»Ευρισκόμενος εδώ δια να προσκυνήσω τον τάφον του εις τα πρόθυρα της πόλεως, σε μια γωνιά της ελληνικής γης, επιθυμώ να ομιλήσω δια την δραματικήν συνάντησίν του με τους Βουλγάρους.
»Όσοι θέλουν να κρίνουν ευσυνείδητως και αμερολήπτως την εποχήν εκείνην, οφείλουν να αναπολήσουν την κατάστασιν της 27ης Οκτωβρίου, όταν οι απεσταλμένοι του αρχιστρατήγου των Βουλγαρικών δυνάμεων Θεοδώρωφ επεσκέφθησαν τον πατέρα μου την βραδυάν εκείνην εις το Διοικητήριον. Ένας συνταγματάρχης του πυροβολικού, ο έφεδρος ίλαρχος Στάντσιεφ (πρεσβευτής της Βουλγαρίας εις Παρισίους) και δύο άλλοι επιτελείς, παρουσιάσθησαν την 8ην εσπερινήν φέροντες λευκήν σημαίαν.
»Μετά τας εκατέρωθεν τυπικάς συστάσεις, ο κ. Στάντσιεφ, λαβών τον λόγον εξέφρασε την έκπληξιν και […] δικαίαν δυσφορίαν του Θεοδώρωφ δια την Παράδοσιν της Θεσσαλονίκης εις τους Έλληνας, δεδομένου ότι ο Βουλγαρικός στρατός είχε φθάσει […] διαρκώς μαχόμενος και με σκληράς θυσίας εις την Θεσσαλονίκην, την οποίαν και εδικαιούτο να καταλάβη εν ονόματι της Α.Μ. του Τσαρίσκου των Βουλγάρων.
»Υπενθυμίσαμεν εις τους κυρίους αυτούς ότι η υπό τας διαταγάς του Πατρός μου Στρατιά, είχεν ως μοναδικόν αντίπαλον τον Ελληνικόν Στρατόν, κατά του οποίου και επολέμησεν από Ελασσώνος μέχρι Θεσσαλονίκης, δίδων σκληράς μάχας εις διάφορα μέρη, όπου ουδείς Βούλγαρος υπήρχεν. Όσον δια το ζήτημα της παραδόσεως, αυτό αφεώρα εκείνον και μόνον και δεν είχε να δώση λόγον εις ουδένα.
»Ο αρχηγός της αποστολής συνταγματάρχης, λαβών γνώσιν των ανωτέρω, απήντησεν οργίλως και βροντοφωνών ότι και προ ολίγων ωρών ακόμη τα βουλγαρικά στρατεύματα είχον υποστή τα […] πυκνά και […] φθοροποιά πυρά των πέριξ υψωμάτων Δερβενίου ωχυρωμένων Τούρκων στρατιωτών (ψευδής ισχυρισμός λόγω και του αρξαμένου ήδη αφοπλισμού των στρατευμάτων μας) και ως εκ τούτου είχον εξ ίσου δικαιώματα Κατοχής επί της πόλεως, αξιώσας την άμεσον σύνταξιν ειδικού Πρωτοκόλλου, εμφαίνοντος ότι η πόλις παρεδίδετο ταυτοχρόνως και εις τους Βουλγάρους.
»Με μεγάλην ψυχραιμίαν και ατάραχος, ο πατέρας μου εξέφρασε την απορίαν του δια το άτοπον της απαιτήσεως και την ελαφρότητα των προτάσεων.
»Ο κ. Συνταγματάρχης εξεμάνη κυριολεκτικώς χειρονομών και απειλών μεγαλοφώνως, ότι εάν επεμέναμε εις την άρνησιν, τα Βουλγαρικά στρατεύματα θα εισήρχοντο βιαίως και δικαιωματικώς και εις πείσμα των Ελλήνων εις την Θεσσαλονίκην. Μην μπορώντας επί δύο ώρες και παρόλη τη διπλωματική δεξιοτεχνία του να μας επηρεάσει […] ο κ. Στάντσιεφ, ύστερα από σύντομη συνεννόηση με τους συναδέλφους του, εξέφρασε την επιθυμία να μου μιλήσει ιδιαιτέρως.
»Περάσαμε στη μεγάλη αίθουσα υποδοχών […] Ο κ. Πρεσβευτής με κοίταξε επί μερικά δευτερόλεπτα σιωπηλός και ταραγμένος, έπειτα με ένα μειδίαμα έβγαλε από το χαρτοφυλάκιό του μία επιταγή […] για ένα τεράστιο ποσό, μου την προσέφερε με σπασμωδικές κινήσεις και ψιθυρίζοντας μου έδωσε να καταλάβω ότι ήταν το αντίτιμο μιας απλής υπογραφής του πατέρα μου, ο οποίος θα τους αναγνώριζε το δικαίωμα συγκαταλήψεως.
»Έμεινα σαν κεραυνόβλητος, έτρεμα ολόκληρος και με αργά βήματα επέστρεψα στο γραφείο […] Ο κ. Πρεσβευτής ήταν κάτωχρος. Οι άλλοι δεν είχαν πλέον ανάγκη εξηγήσεων.
»Αφού πείσθηκαν ότι παρόλες τις απειλές, ύβρεις και βαναυσότητες δεν θα αποκόμιζαν τίποτε, μας παρακάλεσαν να τους παραχωρήσουμε αντίγραφο του Πρωτοκόλλου. Το οποίο ετοιμάσθηκε αμέσως».