2003. Ο Βασίλης Χατζηπαναγής βραβεύεται ως ο καλύτερος Έλληνας ποδοσφαιριστής από την ΕΠΟ για τον εορτασμό των 50 χρόνων της ΟΥΕΦΑ. Δεκατρία χρόνια, μετά την τελευταία του εμφάνιση στα γήπεδα ως παίκτης. Μάλιστα αυτή η τελευταία εμφἀνιση είναι σημαδιακή: Έγινε σαν σήμερα, στις 26 Οκτωβρίου 1990, ανήμερα των γενεθλίων του. Στα 36 του ο Βάσια, όπως τον αποκαλούσαν οι αμέτρητοι οπαδοί ανεξάρτητα από την ομάδα που υποστήριζαν, αποχαιρέτησε τα γήπεδα στο απόγειο της καριέρας του. Ο αθλητής που για πολλούς θεωρείται και ως ο καλύτερος παίκτης που πέρασε από τα ελληνικά γήπεδα, έφυγε με δόξες και μια απίστευτη, αλλά δικαιολογημένη λατρεία, στο πρόσωπό του. Και ας μην τον ευνόησαν οι περιστάσεις να πάει πιο πέρα. Μήπως και ξέρει κανείς μας, τι θα γινόταν εάν;
Όπως και να έχει, ο χορός των βραβεύσεων του στον 21ο αιώνα, τον υπενθύμισε στους μεγαλύτερους –όχι ότι τον είχαν ξεχάσει– και τον έμαθε μια νέα γενιά που όταν έφευγε από τα γήπεδα δεν είχε καν γεννηθεί. Και όχι μόνο. Το 2020, το βρετανικό αθλητικό σάιτ footballstopten.com, που ειδικεύεται σε ποδοσφαιρικές λίστες κατήρτισε μία λίστα με τους… Top 10 Footballers Whose Talents Were Wasted At Poor Clubs. Όσους παικταράδες σπατάλησαν, τέλος πάντων, το ταλέντο τους σε μικρές, ας τις πούμε έτσι, ομάδες. Στην κορυφή ήταν ο Βάσια.
Ας τον χαρούμε και σε μια απονομή πριν από δύο χρόνια:
Παίρνουμε το τρένο, να ανέβουμε να δούμε τον Βάσια;
Είναι 22 Νοεμβρίου 1975 και στο σιδηροδρομικό σταθμό της Θεσσαλονίκης πλήθος κόσμου με κυανόλευκες σημαίες και κασκόλ να προσεγγίζει μαζικά το σταθμό. Φίλαθλοι του Ηρακλή έχουν ενημερωθεί για την ώρα άφιξης του νέου παίκτη της ομάδας τους για τον οποίο έχουν διαβάσει εγκωμιαστικά σχόλια στον ημερήσιο Τύπο. Μιλάμε για τον Βασίλη Χατζηπαναγή προερχόμενος από τη ρωσική Παχτακόρ. «Πρόεδρε για μένα είναι όλοι αυτοί;», ρωτάει τον Νίκο Ατματζίδη, ο νεαρός ποδοσφαιριστής.
Ο Βασίλης Κιριάκοβιτς Χατζιπαναγκίς γεννήθηκε σαν σήμερα, το 1954, στην Τασκένδη.
Οι γονείς του, Κυριάκος και Χρύσα, ήταν Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες με καταγωγή κυπριακή (από την Άχνα της Αμμοχώστου).
Ο Βάσια ξεκίνησε από τη Δυναμό Τασκένδης και το 1972 πήγε στην Παχτακόρ στην οποία έπαιξε μέχρι το 1975. Όμως πάντοτε ήθελε να παίξει σε ελληνική ομάδα. Αρχικά είχε ενδιαφερθεί για τον Χατζηπαναγή ο Ολυμπιακός. Το 1975 μάλιστα είχε στείλει στα γραφεία της ομάδας και τη σοβιετική ομοσπονδία, επίσημο έγγραφο με το οποίο ζητούσε τον ποδοσφαιριστή, προσφέροντας 10 εκατομμύρια δραχμές, ποσό πολύ μεγάλο για την εποχή. Οι «ερυθρόλευκοι» είχαν ακολουθήσει τη νόμιμη οδό, αλλά στη Σοβιετική Ένωση οι μεταγραφές δεν ήταν συνηθισμένη υπόθεση. Ο Ηρακλής Θεσσαλονίκης είχε ήδη κάνει τις μεθοδικές κινήσεις του για να τον αποκτήσει, ενώ στη Θεσσαλονίκη ζούσε η γιαγιά του και δύο θείες του.
Πριν έρθει όμως στη χώρα μας, είχε κάνει εντυπωσιακή εμφάνιση στο εμφατικό 5-0 απέναντι στην Κυπελλούχο Ευρώπης 1975, Ντιναμό Κιέβου που προερχόταν και από την κατάκτηση του Ευρωπαϊκού Σούπερ Κυπέλλου του 1975 απέναντι στη Μπάγερν Μονάχου Το γαλλικό περιοδικό France Football έκανε ξεχωριστό αφιέρωμα για τη συγκεκριμένη συνάντηση, ο Χατζηπαναγής θεωρήθηκε από όλους στη Σοβιετική Ένωση ως ο δεύτερος καλύτερος ακραίος επιθετικός πίσω από τον Όλεγκ Μπλαχίν.
Έκανε το ντεμπούτο του, την Κυριακή 7 Δεκεμβρίου του 1975, στο Δημοτικό Στάδιο Βέροιας.
Και φτάνουμε στο 1976. Τη χρονιά που ο Ηρακλής κατέκτησε το Κύπελο Ελλάδας με τον «Βάσια» να έχει τεράστια συνεισφορά τόσο στην κατάκτηση του Κυπέλλου Ελλάδας από την ομάδα του, όσο και στο θέαμα.
Ο Βάσια γίνεται ο μεγάλος αγαπημένος των φιλάθλων της εποχής. Δεν ήταν λίγες οι φορές που από άλλες πόλεις έπαιρναν το τρένο για να ανέβουν να τον θαυμάσουν. Το παιχνίδι του, τους ελιγμούς του, τις ντρίπλες του, τις κινήσεις που άφηναν άφωνους τους αντιπάλους του. Οι Έλληνες δημοσιογράφοι τον αποκαλούν «Νουρέγιεφ των γηπέδων» για τον τρόπο που ελίσσεται και το κοινό τον λατρεύει.
Τα πάνω και τα κάτω
Το 1977 ένα ατύχημα εντός γηπέδων τον βγάζει εκτός. Ακόμα και στην ομάδα του, τον θεωρούσαν ξεγραμμένο. Όμως το πείσμα του νεαρού άντρα, τον κάνει να μεταβεί στην αγγλική πρωτεύουσα και να γυρίσει νικητής. Γίνεται και πάλι ο αγαπημένος των φιλαθλών. Ίσως και αυτή η αγάπη του κόσμου να ήταν ένα από τα βαρίδια που τον κράτησαν μακριά από μεγαλύτερες ομάδες. Από την άλλη το συμβόλαιο με τον Ηρακλή ήταν τόσο περίεργο που δεν του επέτρεπε να κάνει μεταγραφικές κινήσεις. Θα μπορούσε το 1980 να είχε φύγει, γιατί ο Ηρακλής έπεσε κατηγορία, για εκτός γηπεδικούς λόγους.
Το συμβόλαιο του ίσχυε μόνο για την κατηγορία που ανήκε αρχικά η ομάδα. Όμως ο ίδιος δεν θέλησε να εκμεταλλευτεί την αδυναμία της ομάδας. Σύμφωνα με δημοσιογράφους, μπορούσε και άλλη μια φορά αργότερα να φύγει από τον Ηρακλή. Όμως η δύναμη της συνήθειας, η αγάπη του κόσμου και οι υποσχέσεις των υπευθύνων τον κράτησαν στην ομάδα. Και ας τον ζήταγε ακόμα και η Άρσεναλ.
Το έτερο αγκάθι στην ψυχή και στην καριέρα του, ήταν η συμμετοχή του στην Εθνική Ελλάδας.
Το 1976 κλήθηκε στην Εθνική Ελλάδας Ελπίδων, με την οποία αγωνίστηκε στις 3 Μαρτίου 1976 σε φιλικό αγώνα με τη Βουλγαρία στο Βόλο. Τον Ιούνιο του ίδιου έτους μετείχε στο Βαλκανικό Κύπελλο Ελπίδων που διεξήχθη στη Θεσσαλονίκη. Έπαιξε και στους τρεις αγώνες της εθνικής με Βουλγαρία, Ρουμανία και στον τελικό με τη Γιουγκοσλαβία.
Το ίδιο έτος κλήθηκε στην Εθνική Ελλάδας Ανδρών, στο φιλικό παιχνίδι με την Πολωνία στις 6 Μαΐου 1976, που έγινε στο γήπεδο Λεωφόρου Αλεξάνδρας. Όμως, επειδή είχε ήδη αγωνιστεί σε επίσημες συναντήσεις με τις «μικρές» εθνικές της Σοβιετικής Ένωσης δεν του επιτράπηκε να αγωνιστεί σε άλλο ματς της Εθνικής Ελλάδας. Η ΕΠΟ, ωστόσο, φαίνεται ότι δεν έκανε ποτέ τις σωστές κινήσεις για να πείσει τη FIFA ότι ο Χατζηπαναγής έστω κι αν είχε παίξει στην ολυμπιακή ομάδα της Σοβιετικής Ένωσης, έπρεπε να αγωνιστεί κανονικά στην Εθνική Ομάδα Ελλάδας. Το γεγονός ότι δεν αγωνίστηκε στην Εθνική Ελλάδας φυσικά του κόστισε σε φήμη και στη διεθνή αναγνώριση της καριέρας του, ειδικά με την πρώτη συμμετοχή στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Ποδοσφαίρου του 1980, που ήταν η πρώτη διεθνής επιτυχία της Εθνικής Ελλάδας. Ο ίδιος εξέφρασε τη μεγάλη πικρία του που δεν κατάφερε να αγωνιστεί με τη Εθνική Ελλάδας λέγοντας σε συνέντευξή του: «Η μεγάλη μου πίκρα ήταν ότι δεν έπαιξα στην εθνική ομάδα, που είναι ο καθρέφτης για κάθε παίκτη, ενώ και με τον Ηρακλή δεν μπορέσαμε να αγωνιστούμε στην Ευρώπη». Παράλληλα είχε αφήσει και υπονοούμενα ότι σαμποταρίστηκε λόγω των αριστερών φρονημάτων του πατέρα του.
Η δικαίωση
Όπως είπαμε σαν σήμερα, ανήμερα των γενεθλίων του, το 1990, πραγματοποιήσε την τελευταία του επίσημη εμφάνιση, στον αγώνα για το Κύπελλο ΟΥΕΦΑ με τη Βαλένθια. Και μετά αντίο.
Μόνο που σχεδόν 9 χρόνια μετά, αγωνίστηκε ξανά, τιμής ένεκεν, στις 14 Δεκεμβρίου 1999 σε ηλικία 45 ετών, στο αποχαιρετιστήριο παιχνίδι που έδωσε προς τιμήν του η Εθνική Ελλάδας με τη Γκάνα (σκορ 1-1), στο Καυτανζόγλειο. Στο παιχνίδι αυτό αγωνίστηκε μόνο 21 λεπτά αλλά πρόλαβε να δείξει τη μεγάλη κλάση του, αφού στο 13ο λεπτό δημιούργησε το μοναδικό γκολ της Εθνικής.
Και βέβαια μην ξεχάσουμε την κορυφαία διεθνή στιγμή του, το 1984, που κλήθηκε και αγωνίστηκε στη Μικτή Κόσμου εναντίον της αμερικανικής ομάδας Νιου Γιορκ Κόσμος, σε φιλανθρωπικό αγώνα που έγινε στις 22 Ιουλίου 1984 στο Νιού Τζέρσεϊ, στο Στάδιο των «Τζάιαντς», ενώπιον 40.000 θεατών, από τους οποίους 15.000 Ελληνοαμερικανοί ομογενείς. Η Μικτή Κόσμου νίκησε 3-1 και ο Χατζηπαναγής μπήκε στο 65ο λεπτό στη θέση του Κίγκαν. Με τις ενέργειές του συνάρπασε την κερκίδα δημιουργώντας πολλές ευκαιρίες. Μια από τις στιγμές που ξεσήκωσε τους φιλάθλους συνέβη στο 86ο λεπτό, όταν με χτύπημα κόρνερ ο Χατζηπαναγής βρήκε τον Θωμά Μαύρο, η γυριστή κεφαλιά του οποίου χτύπησε στο δοκάρι.
Ο άνθρωπος που σύμφωνα με δημοσιογράφους της εποχής, οι αντίπαλοι του, τον παρακαλούσαν να μην τους ξεφτυλίσει πολύ μέσα στο γήπεδο, ο παίκτης που τον βάφτισαν και «Έλληνα Μαραντόνα», ζει πλέον μια ήρεμη ζωή. Εργάζεται ως συνυπεύθυνος ακαδημιών του Ολυμπιακού που στεγάζονται στη Θεσσαλονίκη. Και ζει με την αναγνώριση των ανθρώπων που είτε τον θαύμασαν στο γήπεδο, είτε μεγάλωσαν με το μύθο του.
Σπύρος Δευτεραίος