Η ήττα της Ελλάδας στον πόλεμο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1897 καθιστούσε επιτακτική την ανάγκη εκσυγχρονισμού των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας, και ιδίως του απαρχαιωμένου στόλου του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού. Στα τέλη του 1908 αγοράστηκαν τέσσερα καινούργια αγγλικά και τέσσερα γερμανικά αντιτορπιλικά.
Η αγορά όμως που άλλαξε τις ισορροπίες στο Αιγαίο, ήταν αυτή του τεθωρακισμένου καταδρομικού «Γεώργιος Αβέρωφ» ή (όπως είναι γνωστότερο) του «θωρηκτού Αβέρωφ», του εμβληματικού πλοίου του Πολεμικού Ναυτικού.
Το 1909 η ελληνική κυβέρνηση Μαυρομιχάλη απευθύνθηκε στα ιταλικά ναυπηγεία του Λιβόρνο για την αγορά του καταδρομικού τύπου Πίζα που είχε παραγγείλει η ιταλική κυβέρνηση, αλλά ακύρωσε την παραγγελία λίγο αργότερα. Η αγορά του θωρακισμένου καταδρομικού –ή βαρέως ευδρόμου, σύμφωνα με τη στρατιωτική ορολογία–, για το οποίο είχαν ενδιαφερθεί προς στιγμήν και οι Τούρκοι, κόστισε 24.000.000 δραχμές και ήταν συμφέρουσα χάρις στη διαπραγματευτική ικανότητα του υπουργού Ναυτικών Ιωάννη Δαμιανού.
Το ⅓ του ποσού καταβλήθηκε από το κληροδότημα του Ηπειρώτη επιχειρηματία και εθνικού ευεργέτη Γεωργίου Αβέρωφ (1815-1899), γι’ αυτό και το πλοίο έλαβε το όνομά του, και το υπόλοιπο από δωρεές που κατατέθηκαν στο Ταμείο Εθνικού Στόλου.
Μετά την αγορά, στις 24 Οκτωβρίου 1909, το «Αβέρωφ» κατέπλευσε στο Φάληρο την 1η Σεπτεμβρίου 1911, όπου έγινε δεκτό με μεγάλο ενθουσιασμό από τους Έλληνες.
Το πλοίο έλαβε το βάπτισμα του πυρός στους Βαλκανικούς Πολέμους. Με κυβερνήτη τον ναύαρχο και μετέπειτα Πρόεδρο της Δημοκρατίας Παύλο Κουντουριώτη (1855-1935), ηγήθηκε των ελληνικών δυνάμεων στις νικηφόρες ναυμαχίες της Έλλης (3 Δεκεμβρίου 1912) και της Λήμνου (5 Ιανουαρίου 1913) κατά του τουρκικού στόλου, διαλύοντας τις προσδοκίες της Υψηλής Πύλης για τον έλεγχο του Αιγαίου.
Τον Οκτώβριο του 1918 το «Αβέρωφ» αγκυροβόλησε στην Κωνσταντινούπολη και ύψωσε την ελληνική σημαία απέναντι από το παλάτι του Σουλτάνου, καθώς η χώρα μας ήταν από τις νικήτριες δυνάμεις του Α’ ΠΠ. Με την κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου, το καλοκαίρι του 1922, βρέθηκε ξανά στα παράλια της Ιωνίας για να βοηθήσει στη μεταφορά των στρατευμάτων και του ξεριζωμένου ελληνικού στοιχείου.
Σήμερα είναι πλωτό μουσείο του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού.
Στην αγορά του πλοίου σημαντική ήταν η συμβολή του πλωτάρχη Πανταλέοντος Κοντόσταυλου, ο οποίος στάλθηκε στο Λιβόρνο για τις σχετικές διαπραγματεύσεις.