Ο Ηλίας Λαζαρίδης μεγάλωσε στον μικτό οικισμό Ελέζκιοϊ (κατά μία εκδοχή, από το τουρκικό Ilyas köy, που σημαίνει «το χωριό του Ηλία»). Ο οικισμός ήταν κτισμένος στην κοιλάδα του ποταμού Bolaman, 5 χλμ νοτιοανατολικά της Φάτσας. Οι Έλληνες κάτοικοι προέρχονταν από την περιφέρεια Αργυρούπολης και μιλούσαν ποντιακά. Στο κέντρο του οικισμού βρισκόταν η εκκλησία, αφιερωμένη στον Άγιο Ιωάννη, καθώς και το Δημοτικό Σχολείο της περιοχής. Η οικονομία βασιζόταν στη γεωργία και την κτηνοτροφία. Οι κάτοικοι του Ελέζκιοϊ εμπορεύονταν τα προϊόντα του οικισμού (λεφτοκάρυα, δημητριακά, όσπρια, κάνναβη, μαλλί και βούτυρο) στην αγορά της Φάτσας, που αποτελούσε το οικονομικό κέντρο της ευρύτερης περιοχής.
Η μαρτυρία που ακολουθεί περιλαμβάνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της μεγαλύτερης και παλαιότερης συλλογής προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και μίας από τις σημαντικότερες της Ευρώπης:
Ζούσαμε καλά, άνετα στο χωριό Πουλαμάν, που λέγαν την περιοχή, θα πει πλούσιο μέρος, πόλ’.1 Η γη μας έβγαζε απ’ όλα. Δεν στενοχωριούμασταν. Ήρθαν όμως οι πόλεμοι και τα πράγματα άλλαξαν. Βγήκαν οι αντάρτες. Οι Τούρκοι τούς κυνηγούν και εκδικούνται τα χωριά τους, τα καίνε. Σφάζουν και κρεμούν τους δικούς τους, τους πεθαίνουν με βασανιστήρια και ξύλο. Αυτό έγινε σε μας. […]
Στις 26 του Οκτώβρη του 1916 ήρθαν αντάρτες στο Ελέζκιοϊ και έσφαξαν έναν τζανταρμά2 και πέντε άλλους Τούρκους του Πουλαμάν. Εγώ έλειπα κείνο το βράδυ. Με έπιασαν όμως μαζί με άλλους δικούς μου και με πήγαν για ανάκριση στους μεγάλους της Ορdού. Με κατηγόρησαν πως εγώ ειδοποίησα τους αντάρτες. Τετρακόσιες πενήντα ματσουκιές μου έπαιξαν κάτω από τα πόδια, για να μαρτυρήσω τους Φατσαλήδες. Με βάζανε να πω ψέματα, για να κάψουν τη Φάτσα.
Το βράδυ μού έδειξαν την κρεμάλα, για να φοβηθώ, να χάσω το ηθικό μου και να μαρτυρήσω. Δεν μπορούσα να σταθώ στα πόδια μου. Έσπασαν τα αίματα, πλημμύρισαν τα αίματα.
Εγώ έλεγα την αλήθεια: «Εσείς κάθεστε στου Θεού το δικαστήριο. Τέσσερα μέτρα από δω οι άγγελοι θωρούνε. Είμαι τριάντα πέντε χρονώ. Και εξήντα να ζήσω ακόμη, δεν τα θέλω αν πρόκειται να πω ψέματα. Όμως κι εσείς θ’ αποθάνετε. Δεν θα μείνετε εδώ. Οι άγγελοι βλέπουνε και ο Αλλάχ βλέπει. Θα πάτε με τον ίδιο θάνατο». Τότε μιλήσανε μεταξύ τους αραβικά και μετά: «Πήγαινε, είσαι ελεύθερος». Με άφησαν. […]
Αυτό έγινε στις 26 Οκτωβρίου του 1916. Την άλλη μέρα, 27 Οκτωβρίου, σήκωσαν όλο το χωριό, διακόσιες πενήντα ψυχές, και τους πήγαν εξορία. Φουρτούνα. Πενήντα μέρες περπατούσαν. Χιόνια, κρύο, άνεμοι, πείνα, γύμνια, πεθάνανε οι περισσότεροι. Από τους διακόσιους πενήντα που πήγαν, μόλις εξήντα πέντε σώθηκαν. Μας πήγαν στο Κürtüv. […]
Ξαναγυρίσαμε μετά το 1918, το ένα τέταρτο από τους κατοίκους του χωριού. Οι άλλοι δεν άντεξαν και άφησαν τα κόκαλά τους στα βουνά. Χάσαμε αδερφές, χάσαμε γυναίκες, χάσαμε γονείς. Το ’18 που γυρίσαμε, γυρίσαμε χωρίς αυτούς. Φτάσαμε στο χωριό. Οι Τούρκοι ήσαν εγκατεστημένοι στα σπίτια μας, πήραν τα πράγματά μας και ζούσαν από τα κτήματα τα δικά μας. Κάποια τόλμησε να κόψει ένα μήλο από το χωράφι της και την χτύπησαν. Άλλοι μας δέχτηκαν πιο καλά.
Δεν ήταν δυνατόν να μείνομε στο χωριό μας. Σηκωθήκαμε όλοι και φύγαμε. Πήγαμε στη Ρωσία, στο χωριό Γιέσερε. Κάναμε καπνά. Και ζούσαμε κι εκεί καλά. Το 1941 κατεβήκαμε στην Ελλάδα.