Είχε αποθηκευμένη στο κινητό του τηλέφωνο την ασπρόμαυρη φωτογραφία που τον απεικονίζει στην αγκαλιά της θετής του μητέρας στο μπαλκόνι του Κέντρου Βρεφών «Μητέρα», τον Μάιο του 1960. Ο Στίβεν Γκρέιτερ μετρούσε μόλις τέσσερις μήνες ζωής, και ετοιμαζόταν για ένα ταξίδι που θα κατέληγε στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.
Τώρα, στα 63 του χρόνια, βρέθηκε να βαδίζει στο ίδιο μπαλκόνι του «Μητέρα», στην Αθήνα, που είχε αιχμαλωτίσει τότε ο φωτογραφικός φακός.
Συγκινημένος και συναισθηματικά φορτισμένος, ρωτούσε τις εργαζόμενες αν αυτό ήταν το μέρος όπου η θετή του μητέρα τον είχε στην αγκαλιά της και τον έκανε βόλτα το 1960. «Ήθελα να περπατήσω εκεί, ήθελα να κάνω την ίδια διαδρομή, τα ίδια βήματα, ήθελα να ξέρω τι έβλεπαν και τι ένιωσαν», εξηγεί.
Ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη συνάντηση των παιδιών που γεννήθηκαν στην Ελλάδα και υιοθετήθηκαν πριν από δεκαετίες στην Αμερική, η ζωή του Στίβεν Γκρέιτερ είχε αλλάξει ριζικά. Μέσα σε έναν χρόνο, από τις 4 Αυγούστου 2022 έως τις 4 Αυγούστου 2023, ο Στίβεν είχε καταφέρει να βρει τον βιολογικό του πατέρα με τη συμβολή τού «The Eftychia Project» και να αποκτήσει μια πολύ μεγάλη οικογένεια – όπως την ονειρευόταν.
Μετά από 63 χρόνια βρήκε τους βιολογικούς του γονείς
Η ιστορία του ξεκινά τον Φεβρουάριο του 1960 στην Ελλάδα. Σε ηλικία μόλις τεσσάρων μηνών υιοθετείται από ένα ζευγάρι Αμερικανών και μετακομίζουν όλοι μαζί μέχρι τα 8 του χρόνια στην Ολλανδία. Παράλληλα, το 1963 οι θετοί γονείς του υιοθετούν άλλο ένα παιδί, την αδελφή του Λίσμπεθ, που κι αυτή φιλοξενούνταν στο Κέντρο Βρεφών «Μητέρα».
Στην ηλικία των 8 και 5 ετών αντίστοιχα, ο Στίβεν μαζί με τη Λίσμπεθ μετακομίζουν με τους θετούς γονείς τους στη Βοστόνη.
«Έμαθα πολύ νωρίς από τους θετούς γονείς μου ότι ήμουν υιοθετημένος. Νομίζω ήμουν 4 ή 5 χρόνων όταν οι γονείς μου μου είπαν ότι υιοθετήθηκα, ότι ήμουν ξεχωριστός για εκείνους και πώς με αγαπάνε πολύ», εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Ο Στίβεν Γκρέιτερ επέστρεψε οικογενειακώς στην Ελλάδα το 1977 και επισκέφτηκε το «Μητέρα» για να πάρει κάποιες πληροφορίες σχετικά με τη βιολογική του οικογένεια, ωστόσο οι προσπάθειες αυτές απέβησαν άκαρπες καθώς, όπως λέει, δεν του επετράπη η είσοδος. Στις αρχές του 2000, και ενώ οι θετοί γονείς του ήταν εν ζωή, τους ανακοίνωσε ότι έχοντας φτάσει πλέον στην ηλικία των 40 χρόνων ήθελε να ψάξει τη βιολογική του οικογένεια. «Ήθελα να μάθω την ιστορία μου και να νιώσω ότι ανήκω κάπου. Οι θετοί γονείς μου ήταν πολύ υποστηρικτικοί, με ενθάρρυναν όταν έψαχνα, και με ρωτούσαν αν είχα νεότερα. Ενδιαφέρονταν», διηγείται.
Πέρασαν αρκετά χρόνια κατά τα οποία ο Στίβεν συγκέντρωνε πληροφορίες επιδιώκοντας να ξετυλίξει το νήμα της άγνωστης ζωής της βιολογικής του οικογένειας.
Για αρκετό καιρό γνώριζε το όνομα της οικογένειας της μητέρας του και οι αναζητήσεις του είχαν φτάσει μέχρι τις αυστραλιανές μεταναστευτικές Αρχές, καθώς είχε την πληροφορία ότι η βιολογική του μητέρα τη δεκαετία του 1960 επρόκειτο να μεταναστεύσει στην Αυστραλία. Κάθε πληροφορία και λεπτομέρεια που συνέλεξε, την έδωσε στην πρόεδρο του «The Eftychia Project» Λίντα Κάρολ Τρότερ (ή Ευτυχία Νούλα), η οποία και ολοκλήρωσε την έρευνα.
«Βρήκε την οικογένεια της μητέρας μου μέσω των πληροφοριών από τις καταγραφές που είχα δώσει. Η Ευτυχία Νούλα μαζί με την Τούλα Βρυσιώτη πήγαν στο μέρος όπου βρισκόταν η οικογένεια της βιολογικής μου μητέρας και βρήκαν τον πρώτο ξάδερφό μου, τον συνάντησαν, και ο Θεός έκανε τα πάντα πιθανά. Υπήρξε μια σειρά πραγμάτων που έγιναν εκείνη τη μέρα. Ο Θεός άνοιξε πολλές-πολλές πόρτες για την Ευτυχία και την Τούλα, εκείνες μίλησαν με τον πρώτο μου ξάδερφο και τότε εκείνος κάλεσε τη θεία μου στην Αθήνα και την ρώτησε αν η βιολογική μου μητέρα είχε ένα παιδί το 1960. Και τότε η θεία μου τους είπε “ποιος σ’ το πε;”», εξιστορεί ο Στ. Γκρέιτερ.
Έναν χρόνο πριν από τον Οκτώβριο του 2022 ταυτοποιήθηκε το DNA του με του ξαδέρφου του. «Με αυτό τον τρόπο εγώ ανακάλυψα ότι είχα εννέα πρώτα ξαδέρφια, θείες και θείους. Η μητέρα μου όμως δεν ήταν εν ζωή», εξηγεί.
Η αναζήτηση συνεχίστηκε, αυτήν τη φορά για τον βιολογικό του πατέρα, καθώς κατάφερε να βρει έναν δεύτερο ξάδερφό του από την πλευρά του πατέρα του. Μέσω τεστ DNA ταυτοποιήθηκε η συγγενική τους σχέση, και τότε ο Στίβεν βρισκόταν ένα βήμα ακόμη πιο κοντά στο να ανακαλύψει τον πατέρα του, ο οποίος ήταν ακόμη ζωντανός.
Το ημερολόγιο έγραφε 4 Αυγούστου 2023 όταν συνάντησε μετά από 63 χρόνια τον βιολογικό του πατέρα, και η ομοιότητα ανάμεσά τους, όπως αναφέρει, δεν άφηνε περιθώρια να αμφισβητήσει κανείς την εξ αίματος συγγένειά τους.
«Γνωρίζετε την λέξη “σουρεαλιστικό”, κάτι που είναι αληθινό αλλά μοιάζει να μην είναι; Αυτό ένιωθα όταν συνάντησα για πρώτη φορά τον βιολογικό μου πατέρα από κοντά», διηγείται ο Στίβεν. Όταν έμαθε ότι ο πατέρας του είναι ζωντανός, μετέβη στην περιοχή όπου ζούσε και πέρασε μαζί με εκείνον και τις ετεροθαλείς αδερφές του τέσσερις μέρες.
«Την πρώτη μέρα που ήμουν εκεί και είχα το πρώτο ελληνικό γεύμα μαζί με την ελληνική μου οικογένεια, ήταν υπέροχα. Τους αγαπώ τόσο πολύ, νιώθω συνδεδεμένος μαζί τους. Όταν βρεθήκαμε για πρώτη φορά κλάψαμε, αγκαλιαστήκαμε. Ο πατέρας μου όταν με συνάντησε με αγκάλιασε, με φίλησε», λέει ο Στίβεν, και προσθέτει: «Όλη μου τη ζωή τόσο εγώ όσο και η αδερφή μου είχαμε υπέροχους θετούς γονείς, αλλά πάντα ένιωθα ότι ανήκω κάπου αλλού. Όταν επισκέφθηκα τον μπαμπά μου και τις αδερφές μου, τις εξ αίματος, τότε ένιωσα ότι ανήκω κάπου. Βρήκα την οικογένειά μου», σημειώνει, ενώ υπογραμμίζει ότι το τεστ DNA επιβεβαίωσε λίγο αργότερα ότι επρόκειτο για τον βιολογικό του πατέρα.
«Νιώθω ευλογημένος. Όταν μίλησα πρώτη φορά με βιντεοκλήση με τον πατέρα μου, η αδερφή μου με ρώτησε αν έχω κάτι να του πω, και χωρίς να το σκεφτώ του είπα “σ’ αγαπώ”, γιατί αυτό ένιωσα εκείνη την ώρα ότι ήταν το πιο σωστό που μπορούσα να πω. Και του το είπα και αρχίσαμε να κλαίμε. Το ένιωσα στην ψυχή και στην καρδιά μου. Έχω ταξιδέψει σε πολλές χώρες στη ζωή μου. Όταν επιστρέφω στην Ελλάδα και ακούω ελληνικά, είναι σαν ποίηση για μένα», λέει ο Στ. Γκρέιτερ στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ενώ εξηγεί ότι το 1977 που ήρθε για πρώτη φορά στην Ελλάδα έγραψε ποιήματα για την Ακρόπολη και τον Παρθενώνα.
«Κάθε φορά που βρίσκουμε έναν συγγενή υιοθετημένου παιδιού κλαίω»
Έχοντας συμβάλει στην επανένωση μιας ακόμη οικογένειας ενός παιδιού που γεννήθηκε στην Ελλάδα και υιοθετήθηκε στην Αμερική, η πρόεδρος του «The Eftychia Project» Λίντα Κάρολ Τρότερ (Ευτυχία Νούλα) δεν μπορεί να κρύψει τη συγκίνησή της. Στην περίπτωση του Στίβεν οι πληροφορίες που είχε συγκεντρώσει ο ίδιος την βοήθησαν να βρει την άκρη του νήματος της ιστορίας του.
Παράλληλα ανακάλυψαν ότι ο βιολογικός πατέρας του είχε ψάξει πριν πολλά χρόνια να βρει τα ίχνη του παιδιού του, δίχως αποτέλεσμα.
«Με ρωτάνε κάθε φορά αν θα κλάψω, και ναι κλαίω κάθε φορά που βρίσκουμε κάποιον. Αφότου βρήκα την οικογένειά μου θέλω κάθε υιοθετημένο παιδί να την βρει, να βρει το κομμάτι που του λείπει, για το ποιος είναι και την ταυτότητά του. Συγκινήθηκα κατά τη διάρκεια της επίσκεψής μας στο “Μητέρα”, ακόμη κι αν δεν είχα φιλοξενηθεί εκεί. Κλαίω για την ευτυχία των άλλων. Κάθε παιδί αξίζει να προστατευτεί, να αγαπηθεί, και να έχει κάποιον που να τον νοιάζεται», επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Λίντα Κάρολ Τρότερ και προσθέτει ότι κάθε φορά προσπαθούν να μην εκθέσουν καμία οικογένεια δημόσια.