Όσο ευφάνταστα είναι τα δίστιχα της ποντιακής διαλέκτου άλλο τόσο είναι και οι κατάρες –σε σημείο που μάλλον θα άξιζε να συγκεντρώσουμε μερικές σε ένα άρθρο–, και στο λήμμα «σιρινεύω» του Ιστορικού λεξικού της ποντικής διαλέκτου συναντάμε αμέσως-αμέσως δύο.
Το ρήμα «σιρινεύω» προέρχεται από το τουρκικό sürmek, που θα πει περιφέρω, σέρνω.
Αντίστοιχα, στη μέση φωνή, το ποντιακό «σιρινεύκουμαι» (τουρκ. sürünmek) αποδίδεται ως περιφέρω, σέρνομαι, υποφέρω, και ο Άνθιμος Παπαδόπουλος παραθέτει αντιστοίχως ένα δίστιχο και δύο κατάρες:
Δείξον με στράταν να ’ρχουμαι χωρίς να σασιρεύω,
’ς σα ξένα πόρτας ’κ’ επορώ την ψή’ μ’ να σιρινεύω
[Δείξε μου το δρόμο να έρθω χωρίς να χαθώ, σε ξένες πόρτες δεν μπορώ να περιφέρω την ψυχή μου]
και
• Άμον οφίδ’ να σιρινεύκεσαι
[Σαν το φίδι να σέρνεσαι]
• Να σιρινεύκεσαι και καλόν ημέραν να μη ελέπ’ς
[Να υποφέρεις, και καλή μέρα να μη δεις]