Ο Εμμανουήλ Ροΐδης γεννήθηκε το 1836 στην Ερμούπολη της Σύρου και ήταν γόνος αριστοκρατικής οικογένειας. Οι γονείς του είχαν καταγωγή από τη Χίο. Το έργο του Η Πάπισσα Ιωάννα, το οποίο ολοκλήρωσε το 1866 σε ηλικία 30 ετών, αποτελεί ένα από τα πιο οξυδερκή κείμενα της ελληνικής λογοτεχνίας.
Γι’ αυτό του το έργο ο Ροΐδης αφορίστηκε από την Ιερά Σύνοδο, η οποία το χαρακτήρισε «κακόηθες και βλάσφημον». Λίγο πριν ο λογοτέχνης αφήσει την τελευταία του πνοή όμως, έγινε αναίρεση του αφορισμού.
Ο Ροΐδης πίστευε στον Θεό· το έργο του δεν είχε σκοπό να ταχθεί εναντίον του Χριστιανισμού, αλλά να στηλιτεύσει όλα εκείνα που «πληγώνουν» την Εκκλησία. Όταν διένυε τις τελευταίες του στιγμές, τον Γενάρη του 1904, ζήτησε να μεταλάβει των Αχράντων Μυστηρίων. Η επιθυμία του πραγματοποιήθηκε, και η Ιερά Σύνοδος ήρε τον αφορισμό.
Είναι αξιοσημείωτο ότι η Πάπισσα Ιωάννα είναι το μοναδικό ελληνικό μυθιστόρημα του 19ου αιώνα που εντάσσεται στον ευρωπαϊκό λογοτεχνικό κανόνα (την αξιολογική ιεραρχία έργων και συγγραφέων από την κριτική). Ο Ροΐδης, έχοντας αποκτήσει υψηλή μόρφωση σε πανεπιστήμια του Βερολίνου σπουδάζοντας φιλολογία και φιλοσοφία, και αφού ταξίδεψε πολύ και αποκόμισε μια σφαιρική άποψη για τα φιλολογικά πράγματα της εποχής του, μας δίνει ένα ευφυές και σπαρταριστό κείμενο, βασισμένο σε παραδόσεις της μεσαιωνικής ιστορίας, απαράμιλλου για τα ελληνικά δεδομένα ύφους και ήθους, διανθισμένο με έξυπνες παρεμβάσεις που κεντρίζουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη, «πλήττοντάς τον διά κολοκύνθης», όπως χαρακτηριστικά μας λέει στην εισαγωγή του έργου του.
Η μέθοδος της κολοκυνθοπληγίας εφαρμοζόταν σε πρωτόγονες εξωτικές κοινωνίες, όπου οι άνθρωποι συχνά έπεφταν σε ύπνο λόγω της υπερβολικής βαρεμάρας τους και είχαν ορίσει έναν εξ αυτών (ο οποίος ήταν άγρυπνος) να τους χτυπάει με κολοκύθα για να αφυπνίζονται.
Είναι εμφανές ότι ο Ροΐδης χρησιμοποιεί την ιστορία του ως πρόφαση για να θίξει τα κακώς κείμενα της Καθολικής αλλά και της Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας, τη λαγνεία, την υποκρισία, τη λαιμαργία και τον πρωτογονισμό όσον αφορά την καθαριότητα και την υγιεινή μερικών αντιπροσώπων της. Μέσα από αυτή την προσπάθεια να ξεσκεπάσει τις ασχημοσύνες που διηγείται με ιδιαίτερη οξυδέρκεια και υπηρετώντας ταυτόχρονα τον ρεαλισμό, επιδιώκει να μετριάσει την τάση των αναγνωστών του ιστορικού μυθιστορήματος που ανθούσε την εποχή εκείνη να ακολουθούν όλες τις συμβάσεις και τα κλισέ του ρομάντζου.
Στυλίστας του ύφους ο Ροΐδης, κυνικός και ανατρεπτικός, μέσα από ψηλαφητές εικόνες («Οι μοναχοί […] οίτινες ως Σάξωνες και ως Βενεδικτίνοι ήσαν εκ φύσεως παμφάγοι», «[…] οι δε μάλλον κατ’ αυτής εξηγριωμένοι ήσαν αγγελικοί τινες μεγαλόσχημοι, δυσώδεις και ρυπαροί, ως πάντες οι προτιθέμενοι να αρέσωσιν εις μόνον τον Θεόν…»), με τη συνεχή και ολική του σάτιρα, κάνοντας επίδειξη πνεύματος, παρωδεί την ευρωπαϊκή και ελληνική πραγματικότητα χτυπώντας εκ θεμελίων κάθε τι το υποκριτικό και παράλογα εξιδανικευμένο.
Μάλιστα, στρέφεται σαφέστατα εναντίον του ευρωπαϊκού ρομαντισμού ειρωνευόμενος τον Βέρθερο, τον μυθιστορηματικό ήρωα του Γκαίτε, αλλά δεν αφήνει αλώβητο και τον Έλληνα εκπρόσωπο του φαναριώτικου ρομαντισμού, Παναγιώτη Σούτσο, όταν στη ροή του κειμένου που αναφέρεται στην Πάπισσα Ιωάννα, διά της «παρά προσδοκίαν γραφής», κάνει λόγο για την ποιητική «δεινότητα» του υπερφίαλου λογίου:
«εις τας θεολογικάς σχολάς του Βερολίνου και της Τυβίγγης, κατώρθωσαν να σχηματίσωσι είδος τι χριστιανισμού άνευ Χριστού, ως έφθασαν να παρασκευάζωσι και οι εξευγενισμένοι μάγειροι σκορδαλίαν άνευ σκόρδου και ο κ. Π. Σούτσος ποιήματα άνευ ποιήσεως».
Ο Ροΐδης έγραψε –στα χρόνια που μεσουρανούσε ο ρομαντισμός και οι υπερβολές του στην Ελλάδα και την Ευρώπη– ένα υψηλής αισθητικής και πνευματικότητας μυθιστόρημα, που από την εισαγωγή μέχρι και τον κολοφώνα του δεν σταματάει να σατιρίζει και να παρωδεί την επικρατούσα τεχνοτροπία (ρομαντισμός) και να αποδομεί τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στοιχεία της, δηλαδή την εξιδανίκευση των ανθρώπινων σχέσεων, το ρομαντικό ειδύλλιο και την ωραιοποίηση των θεσμών. Η γνώμη του για τον έρωτα αποτυπώνεται στη ρήση του Σαμφόρτιου: «έρωτας εστί πρόσψαυσις δύο επιδερμίδων» και είναι εκ διαμέτρου αντίθετη με τη ρομαντική στάση απέναντι σε αυτό το συναίσθημα, όπως εκφράζεται στην ποίηση του Π. Σούτσου.
Παρόλο που το συνολικό έργο του συγγραφέα εντάσσεται δύσκολα σε ειδολογικές κατηγορίες, η Πάπισσα Ιωάννα είναι σαφές δείγμα ρεαλιστικού μυθιστορήματος του 19ου αιώνα με έντονο το σατιρικό στοιχείο, έχοντας μάλιστα μια πρωτοτυπία, την προτύπωση της αυτοαναφορικότητας και της παρωδίας, φαινόμενα που παρατηρήθηκαν στον ελληνικό αλλά και παγκόσμιο χώρο του μυθιστορήματος τον 20ό αιώνα.
Το μυθιστόρημα του Ροΐδη (το οποίο είναι και το μοναδικό του, καθώς μετέπειτα έγραψε μόνο διηγήματα και μελέτες) γράφτηκε το 1866, μεσούσης δηλαδή της χρυσής 50ετίας του ρομαντισμού, και φαίνεται με ευκρίνεια πως η παράδοση του Διαφωτισμού και της αντιεκκλησιαστικής σάτιρας ως παρεπόμενό του δεν έσβησε αλλά αντίθετα είχε δυναμικούς εκφραστές.
Αλεξία Ιωαννίδου