Κατά τη λαϊκή ιατρική στον Πόντο, όποιος βασανιζόταν από το γιλαντζούκ δεν έπρεπε να τρώει ξινά και αλμυρά, αλλά ανάλατα φαγητά και ψωμί. Και σε όλη του τη ζωή να μη φάει καρύδια και ψάρι.
Επίσης, έπρεπε να αποφεύγει το σαπούνι στο μπάνιο!
Το γιλαντζούκ (ερυσίπελας στη νεοελληνική), πίστευαν ότι προέρχεται από το άγγιγμα φιδιού, εξού και το όνομα (γιλάν = φίδι).
Πρόκειται ωστόσο για βακτηριακή λοίμωξη της επιφανειακής στιβάδας του δέρματος που εκτείνεται στα επιφανειακά λεμφικά αγγεία και χαρακτηρίζεται από έντονα κόκκινο εξάνθημα, συνήθως στο πρόσωπο ή στα πόδια, αλλά που μπορεί να εμφανιστεί οπουδήποτε στο δέρμα.
Ως προς τη θεραπεία; Τέσσερις ενδιαφέροντες τρόπους μετράμε στην Εγκυκλοπαίδεια του ποντιακού ελληνισμού, και σας τους παραθέτουμε:
Το πρώτο φάρμακο πίστευαν πως είναι… ομοιοπαθητικής φύσης: έπιαναν ένα φίδι, πετούσαν την ουρά και το κεφάλι, το υπόλοιπο το έψηναν και το έδιναν στον ανυποψίαστο άρρωστο να το φάει, λέγοντάς του ότι είναι ψάρι. Αφού εκείνος το έτρωγε, απότομα του έλεγαν την αλήθεια με σκοπό να τον κάνουν να ανατριχιάσει. Και πράγματι, ο ασθενής ανατρίχιαζε και θεραπευόταν. Άλειφαν επίσης τις πληγές με βούτυρο ή βαζελίνη.
Σε μια άλλη παραλλαγή έβραζαν μαζί κερί, θυμίαμα, λάδι, μαστίχα και σουρούλ’ (κόκκινη σκόνη αγορασμένη από φαρμακείο). Τα έβραζαν όλα μαζί και παρασκεύαζαν μια αλοιφή αποτελεσματική για το γιλαντζούκ.
Από φύλλα ροδακινιάς κοπανισμένα σε γουδί, έπαιρναν το χυμό και τον ανακάτευαν με κουτσουλιές κότας. Με το υλικό αυτό άλειφαν τις πληγές.
Η θεραπεία γινόταν, πάντως, και με ξόρκι από άτομο που προηγουμένως έπνιξε με τα δάχτυλά του σαράντα ποντίκια!…