Ο Δημήτριος Μελεκλείδης μεγάλωσε στον οικισμό Μπέη Αλάν, που σημαίνει ξέφωτο, έκταση που άνηκε στον μπέη. Ήταν κτισμένος στην κοιλάδα του ποταμού Τουρνά σου, κοντά στα Κοτύωρα. Με τους συντοπίτες του μιλούσαν ποντιακά, είχαν μια εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Νικόλαο και ζούσαν κυρίως από το εμπόριο ξυλείας. Μέχρι την επέλαση των Τούρκων και μετέπειτα την Ανταλλαγή, που τους έφερε στην περιοχή της Πιερίας.
Η μαρτυρία του περιλαμβάνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της μεγαλύτερης και παλαιότερης συλλογής προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και μίας από τις σημαντικότερες της Ευρώπης.
Τον Οκτώβριο του 1916 ήρθαν τέσσερις Τούρκοι στο χωριό. Πήγαν στο σπίτι του θείου μου. Κρατούσαν μια διαταγή που έλεγε αν βρουν Αρμεναίους να κρύβονται στα δάση ή στα σπίτια μας, θα έστελναν όλο το χωριό εξορία και αυτοί που τους έκρυβαν στα σπίτια τους θα πήγαιναν στην κρεμάλα, μαζί με το συγγενολόι τους, ως τρεις γενεές. Ζητούσαν και 20 νέους δικούς μας. Ήσαν στρατεύσιμοι και τους ζητούσαν για το στρατιωτικό. Τους φιλοξενήσαμε και τους χρηματοδοτήσαμε και με 200 λίρες για να απαλλάξομε τα παιδιά.
Έφυγαν την άλλη μέρα και έδειχναν πως ήσαν ευχαριστημένοι. Όμως αυτοί δεν ήσαν τέσσερις. Ήσαν πολλοί. Πολλοί γύρω από το χωριό. Την άλλη μέρα περικύκλωσαν το δάσος, ακριβώς εκεί που κρύβονταν οι Αρμεναίοι. Ήταν χειμώνας. Οι Αρμεναίοι ‘κείνη τη μέρα είχαν πάει για προμήθειες. Ένα μέτρο το χιόνι! Τα αχνάρια που άφησαν απάνω τούς πρόδωσαν. Τους βρήκαν! Έγινε μάχη. Παγώσαμε! Ακούσαμε τους πυροβολισμούς! Οι χωριανοί μας άνδρες έφυγαν. Ξέφυγαν οι Αρμεναίοι μέσα στη νύχτα.
Μετά τη μάχη μάς ήρθαν οι Τούρκοι. Έφαγαν και ξεκουράστηκαν. Μετά μάζεψαν τους μειζετέρους (τους δικούς μας) και τους έσπασαν στο ξύλο. Ξημέρωσε και έφυγαν.
Από τότε βγήκαμε οριστικά στο βουνό. Μόνο τη μέρα κατεβαίναμε στα σπίτια μας. Τη νύχτα μέναμε στο βουνό, μέσα στα χιόνια και με τ’ αγρίμια. Οι Τούρκοι δεν είχαν εμπιστοσύνη. Έζωναν τη νύχτα το χωριό, έμπαιναν στα σπίτια μας, μας λήστευαν και μας βασάνιζαν.
Μια βραδιά που ήρθαν και δεν μας βρήκαν, μάζεψαν τις γυναίκες, τις ξυλοκοπούσαν και ζητούσαν να μαρτυρήσουν που βρίσκονται οι λιποτάκτες. Τρεις μέρες βάσταξε το μαρτύριό τους. Τρεις μέρες κι εμείς στα βουνά τρώγαμε φύλλα και ρίζες από τα αγριόκλαδα. Ποιος να ζυγώσει στο χωριό!
Στις 15 Ιανουαρίου του 1917 φέρανε στο χωριό μας τους κατοίκους του Σεμέν και του Αχουρλού. Και τα δύο ήσαν χωριά της ομάδας του Γιαϊλέ Γιαζί, που βρίσκονταν βόρεια του Καραγκόλ. Ανήκουν στην περιφέρεια Κοτυώρων. Τους πήγαιναν εξορία. Την άλλη μέρα αμέσως, 16 Ιανουαρίου του 1917, μας πήραν και μας. Βρισκόμασταν στην καταστροφή. […]
16 Ιανουαρίου 1917 κλειδώσαμε τα σπίτια μας και παραδώσαμε τα κλειδιά στους Τούρκους. Τέτοια ήταν η διαταγή. Εξορία τα τρία χωριά Σεμέν, Αχουρλού και Μπέη Αλάν, χωριά της περιφέρειας Κοτυώρων και της ομάδας Γιαϊλέ Γιαζί.
Εφτά-οχτώ μήνες ύστερα από μάς πήραν και τους κατοίκους της Ορdoύ. 500 ψυχές ξεκινήσαμε από το χωριό. Μας πήγαιναν σ’ ένα άλλο χωριό, πάλι της Ορdoύ, το Γκöλκιόι. Πληρώσαμε 200 λίρες και μας άφησαν σ’ ένα γειτονικό χωριό, στο Αντούζ. Τους κατοίκους του τους είχαν κάμει εξορία πριν από μας.
500 ψυχές ξεκινήσαμε για την εξορία. 500 ήσαν γραμμένοι. Ήμασταν όμως και οι άγραφοι. Τότε παρουσιαστήκαμε και εμείς, γιατί οι Τούρκοι είχαν δώσει διαταγή όσοι δεν παρουσιαστούν θα κρεμαστούν. Αναγκαστικά παρουσιαστήκαμε όλοι οι στρατεύσιμοι και μας έστειλαν στα αμελέ ταμπουρού. Σώθηκαν μόνον όσοι κατάφεραν να αποδράσουν. Για να φύγομε, πληρώσαμε τον στρατιωτικό διοικητή. Και ‘κείνος: «Πάρε, τσαούση, 20 παγκανότες και άφησε αυτά τα άτομα για δύο μήνες».
Όσοι πήγαν στην εξορία έμειναν δύο χρόνια. Από τα 500 άτομα, ζήτημα αν γύρισαν 250. Από τους άλλους, άλλοι πάλεψαν με τα χιόνια, μα πνίγηκαν και πάγωσαν, άλλοι έφααν ψόφια γαϊδούρια, ψόφια σκυλιά, ψόφιες καμήλες, τομάρια και παλιοτσάρουχα, μα πέθαναν από την πείνα. Ούτε παπά, ούτε συχώριο, ούτε δάκρυα, ούτε μοιρολόγια. Χάθηκε το αίσθημα, χάθηκε η στοργή. Αρνείται η μάνα να βαστήξει το παιδί. Τ’ αφήνει να πεθάνει πάνω στα χιόνια. Θυμάμαι μιαν οικογένεια εφτά άτομα. Σε οκτώ μέρες μέσα η οικογένεια έσβησε.
Γύρισαν τα 250 άτομα στο χωριό μας ξανά τον Νοέμβριο του ’18. Είναι το μόνο χωριό, από δέκα χωριά της ομάδας Γιαϊλέ Γιαζί, που αποκαταστάθηκε μετά την εξορία. Τα άλλα χωριά έμειναν έρημα. Αν σώθηκαν, όσοι σώθηκαν, σκόρπισαν στις πολιτείες. […]
Τον Νοέμβριο του 1918 γυρίσαμε από την πρώτη εξορία. Σπείραμε λίγο, συνήλθαμε καλά. Αναλάβαμε γρήγορα, γιατί μας βοήθησε το εμπόριο. Περισσότερο από το εμπόριο ζούσαμε.
Το 1920 άρχισε δεύτερη επιστράτευση. Επί ενάμιση χρόνο πληρώναμε τους τσαούσηδες και καθυστερούσαν, ανέβαλλαν την επιστράτευσή μας. Στείλαμε μόνον πέντε παιδιά. Αυτά τα πλήρωσεν το χωριό 500 παγκανότες και οικειοθελώς πήγαν στο στρατό.
Στο κομιτάτο της παραλίας, στο στρατηγείο του Τοπάλ Οσμάν, αποφάσισαν να καταστρέψουν το χωριό μας, για να μη γίνουμε εστία ανταρτών. 1922, 16 Φεβρουαρίου, ημέρα Τετάρτη, έζωσαν το χωριό. Μάζεψαν τα όμορφα κορίτσια. Οργίασαν· ένας, δύο, τρεις πολλοί και στο τέλος μια σφαίρα. Ένα μέτρο το χιόνι. Μάζεψαν τα γυναικόπαιδα και από τους άνδρες όσους βρήκαν. 300 ήμασταν τότε, οι 60 είχαν φύγει. Τους άλλους όλους τους έκλεισαν μέσα σε δύο σπίτια και τους έδωσαν φωτιά. Πέντε παιδιά μπόρεσαν και κρύφτηκαν.
Τριάντα όρμησαν από ένα γκρέμισμα του τοίχου μέσα στα χιόνια του κήπου. Από απόσταση 50 μέτρων τούς πυροβόλησαν και τους σκότωσαν. Μία μόνο γυναίκα σώθηκε. Την σκέπασαν τα πτώματα.
Πάγωσαν τα πόδια της. Υπόφερε και λιγοθύμησε. Την πήραν για σκοτωμένη. Την άλλη μέρα φύγαν τα σκυλιά. Σηκώθηκε εκείνη και έβαλε τα παγωμένα πόδια μέσα στα καμένα πτώματα για να ξεπαγώσουν. Ζεστάθηκαν τα πόδια της, μα κάηκαν. Έφυγε⋅ τα καμένα πόδια της τρέχουν. Λιγοθύμησε ξανά. Βγήκαν και τα πέντε παιδιά από τους κρυψώνες τους. Την βρήκαν μέσα στο δάσος και την έφεραν στη σπηλιά που κρυβόμασταν. Ήταν η αδελφή μου. Έξι μήνες την φρόντιζα και κείνη λιγοθυμούσε από τον πόνο. Τον Ιούλιο μπόρεσε και πάτησε στα πόδια της. Μετρηθήκαμε. 60 σωθήκαμε από τους 300 […]
Στις αρχές του 1923 φύγανε με μοτέρ στη Ρωσία κρυφά οι 30 περίπου, πήγαν στο Σοχούμ. Έμειναν εκεί ως το 1928 και μετά κατέβηκαν στην Ελλάδα. Από τους υπόλοιπους, τρία άτομα από την οικογένεια Μελεκλείδου, που ήμασταν γνωστοί σαν αντάρτες, φύγαμε στη Σαμψούντα και από ‘κει μπαρκάραμε κρυφά για την Ελλάδα. Οι άλλοι ήρθαν από το λιμάνι της Ορdoύ το ’23 με την Ανταλλαγή.
Αυτοί που ήρθαν ήσαν όλοι χωρίς οικογένεια. Σκόρπισαν. Όταν ήρθε η οικογένεια Μελεκλείδου, τους μάζεψε στα Πλατανάκια πάνω στα Πορόια. Στα 1927 ήρθε μια φιλάνθρωπη Ελληνίδα από την Αμερική, η Ελπίδα Χαλκίδου. Εκείνη μας έδωσε χρήματα, ως ένα εκατομμύριο και με έστειλε στην Κατερίνη να αγοράσω ένα κτήμα για λογαριασμό μας.
Ήρθα και αγόρασα το τσιφλίκι στο χωριό Κολοκούρι της Κατερίνης. Εδώ εγκατασταθήκαμε όσοι ήρθαμε κατευθείαν από τον Πόντο.
Οι άλλοι, που ήρθαν από τη Ρωσία στα 1928, εγκαταστάθηκαν όλοι μαζί στο χωριό Αρωνά της Κατερίνης. Κι αυτό το μέρος το αγοράσαμε.