Το ρεφρέν της συνάντησης Μητσοτάκη–Ερντογάν είναι πως βαδίζουμε σε ήρεμα νερά με έναν οδικό χάρτη που διαμόρφωσαν στις 5 Σεπτεμβρίου οι υπουργοί Εξωτερικών Γεραπετρίτης και Φιντάν και ενέκριναν οι δύο ηγέτες –με ενεργά τα προβλήματα και τη διαφορά– αλλά με τη βούληση να τα προσεγγίσουμε χωρίς εντάσεις.
Είναι ένα περιβάλλον που εξυπηρετεί την Ελλάδα η οποία αποφάσισε ότι δεν θα έχει έσοδα από τους υδρογονάνθρακες που βάσει του Δικαίου της Θάλασσας της ανήκουν.
Η Αθήνα επιδιώκει να αποφύγει παραχωρήσεις που δεν θα μπορούσαν να γίνουν αποδεκτές από την κοινή γνώμη όσο και αν ενεργοποιηθούν οι προπαγανδιστικοί της μηχανισμοί. Και επειδή δεν έχει άλλες δυνατότητες, όπως π.χ. πειστική αποτροπή, προσπαθεί να το πετύχει με έναν ατέρμονα διάλογο πιστεύοντας πως θα αποφύγει το μοιραίο.
Η Τουρκία δεν είναι αφελής, γνωρίζει την αθηναϊκή τακτική αλλά αυτήν την περίοδο την εξυπηρετεί ο διάλογος και τα ήρεμα νερά για πολλούς λόγους. Οικονομική κρίση, προσπάθεια αγοράς των F-16, αποκατάσταση των σχέσεων με τις ΗΠΑ, αποκατάσταση της ισορροπίας στο τεντωμένο σκοινί του Επιτήδειου Ουδέτερου, να ξαναμπεί στο παιχνίδι των χωρών της Ανατολικής Μεσογείου από το οποίο, με την αλαζονεία που την διακατέχει, αυτοαποκλείστηκε και άλλα πολλά.
Η Ελλάδα είναι η εύκολη λύση και το μαλακό υπογάστριο στις σχέσεις με τη Δύση. Άλλοτε τη χαϊδεύει, άλλοτε τη βιάζει. Και, αναλόγως, ενεργοποιούνται τα δυτικά αντανακλαστικά όχι λόγω Ελλάδας αλλά λόγω των δυτικών συμφερόντων στην περιοχή τα οποία εξυπηρετούνται από την ενεργό ελληνική παρουσία. Μόνο που η Ελλάδα τα 200 αυτά χρόνια δεν κατάφερε να διαμορφώσει μια δική της αυτόνομη πολιτική που θα εξυπηρετεί βεβαίως την Δύση, αφού σε αυτήν ανήκει, αλλά θα έχει και μια αυτοδυναμία.
Η Ελλάδα έχει στο γενετικό DNA της τη νοοτροπία του προτεκτοράτου. Του υποτακτικού.
Από τη συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν στη Νέα Υόρκη δεν θα μάθουμε σχεδόν τίποτε. Η μεν ελληνική πλευρά μιλά για ήρεμα νερά με τη Χάγη να απέχει πολύ, ακόμη, η δε τουρκική για συνεχιζόμενη άνοιξη στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Επί της ουσίας ουδέν.
Μια επισφαλή γεύση –διότι ο πρωθυπουργός με τις αλλοπρόσαλλες δηλώσεις του δεν εγγυάται ασφαλή ανάγνωση των ελληνικών προθέσεων–, μπορεί να πάρει κάποιος από τη συνέντευξη που παραχώρησε ο κ. Μητσοτάκης στο CNN:
«Με την Τουρκία έχουμε διαχρονικές δυσκολίες και μία και μοναδική διαφορά», είπε ο πρωθυπουργός: «την οριοθέτηση της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας. Δεν είναι εύκολο να επιλυθεί, αλλιώς θα είχε ήδη γίνει. Μπορούμε όμως να το επιχειρήσουμε και στο μεταξύ να ενισχύσουμε τη συνεργασία μας σε τομείς, όπως η Πολιτική Προστασία και η κλιματική αλλαγή. Ακόμα και αν συμφωνήσουμε ότι διαφωνούμε σε συγκεκριμένα θέματα που έχουν να κάνουν με την εδαφική κυριαρχία μπορούμε να αφήσουμε την πόρτα ανοιχτή και αυτό θα επιδιώξω στη συνάντησή μου με τον Ερντογάν», είπε χαρακτηριστικά ο Έλληνας πρωθυπουργός.
Η δήλωση του κ. Μητσοτάκη είναι μια νέα, ικανοποιητική διατύπωση της πάγιας ελληνικής θέσης ότι η διαφορά είναι μία, η οριοθέτηση της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας. Λείπει από τη συγκεκριμένη δήλωση η έκφραση «με βάση το Διεθνές Δίκαιο και το Δίκαιο της Θάλασσας» που καθιστά την διαφορά νομική αλλά διατυπώνεται αλλού, σε άλλη ανακοίνωση. Η νέα θέση είναι: «έχουμε διαχρονικές δυσκολίες και μία και μοναδική διαφορά». Πιθανώς πρόκειται για το αποτέλεσμα των αντιδράσεων στη γνωστή δήλωσή του στο ΣΚΑΙ.
Το, ανησυχητικά, επικίνδυνο σημείο της δήλωσης είναι εκεί που ο κ. Μητσοτάκης λέει: «Ακόμα και αν συμφωνήσουμε ότι διαφωνούμε σε συγκεκριμένα θέματα που έχουν να κάνουν με την εδαφική κυριαρχία μπορούμε να αφήσουμε την πόρτα ανοιχτή». Γιατί να αφήσει την πόρτα ανοιχτή. Για να τεθεί στο τραπέζι, να μπει στην ατζέντα και να συζητούνται θέματα εδαφικής κυριαρχίας της Ελλάδας; Είναι λογική θέση αυτή; Και γιατί δεν συζητούμε θέματα εδαφικής κυριαρχίας της Τουρκίας;
Η βαρύτητα των δηλώσεων αυτών είναι περιορισμένη διότι γίνονται σε ΜΜΕ. Σημασία έχει τι συζητήθηκε στις συνομιλίες και τι καταγράφηκε στα πρακτικά. Και εδώ ο συμβολισμός της συμμετοχής στη συνάντηση τόσων πολλών παραγόντων, μέχρι και ο διοικητής της ΕΥΠ συμμετείχε, δημιουργεί ερωτηματικά. Αν πρόκειται να συζητηθεί μόνο το θέμα της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ προς τι η συμμετοχή τόσων πολλών παραγόντων σε μια συνάντηση των δύο ηγετών; Αλλά το σημαντικότερο είναι ότι ο κ. Μητσοτάκης επαναλαμβάνει συνεχώς πως θα γίνει πολιτικός διάλογος, χωρίς να αντιδρά κανείς. Ούτε από το κυβερνόν κόμμα ούτε από την αντιπολίτευση. Ούτε, φυσικά, και κάποιος διπλωμάτης αφού φρόντισαν να ξεδοντιάσουν τη διπλωματική υπηρεσία από ικανά στελέχη που πατούν στα πόδια τους και με το εκτόπισμά τους θα επηρέαζαν την πολιτική ηγεσία. Παλαιότερα υπήρχε ένας Δούντας, ένας Ζαχαράκης, ένας Στοφορόπουλος.
Σήμερα η διπλωματική υπηρεσία υποκλίνεται σε πολιτικούς όπως ο Βαρβιτσιώτης, ο Δένδιας ακόμη και ο Μητσοτάκης. Πολιτικός διάλογος σημαίνει συζήτηση εφ’ όλης της ύλης χωρίς απόλυτη δέσμευση στο Διεθνές Δίκαιο.
Τις ημέρες που προηγήθηκαν ο Τούρκος πρόεδρος έδωσε συνέντευξη στο αμερικανικό δίκτυο PBS όπου για άλλη μια φορά δήλωσε πως βρίσκεται στο μέσον μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας, μάλωσε τη δημοσιογράφο γιατί τον ρώτησε για τους φυλακισμένους συναδέλφους της, πολιτικούς και ακτιβιστές στην Τουρκία και επιτέθηκε στον Μενέντεζ αδειάζοντας και την πολιτική Μητσοτάκη. «Ο Μενέντεζ δεν μας ξέρει είπε (την Τουρκία). Εμείς με τους Έλληνες έχουμε αρχαία (ιστορική) φιλία».
Είναι σαφής η προσπάθειά του να αποδυναμώσει τον Αμερικανό Γερουσιαστή στα επιχειρήματά του κατά της προμήθειας F-16 από την Τουρκία επικαλούμενος μιας ανύπαρκτη ελληνοτουρκική φιλία. Ή, καλύτερα, μια «φιλία» την οποία επικαλούνται, μόνο, πολιτικοί για τις επιδιώξεις τους. Και η πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης αφήνει περιθώρια να ελιχθεί ο Ταγίπ Ερντογάν. Το κακό στην Ομογένεια και στους υποστηρικτές της λαμβάνεται υπόψη; Ή η Αθήνα αδιαφορεί για τέτοιες λεπτομέρειες;
Αν αυτά είναι τα ήρεμα νερά τα οποία επιδιώκουν Αθήνα και Άγκυρα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, το υπόβαθρο είναι τρικυμισμένο. Και με έναν διαφορετικό άνεμο μπορεί να έρθει στην επιφάνεια.
Ο πρωθυπουργός δεν δίνει μια σταθερή εικόνα των θέσεών του στα ελληνοτουρκικά, άλλοτε μας μιλά για υποχωρήσεις ακόμη και σε θέματα κυριαρχίας χωρίς να διευκρινίζει τι εννοεί, άλλοτε μας συνιστά να μη μιλάμε για υποχωρήσεις αλλά για μετακινήσεις λες και είμαστε αφελείς, άλλοτε μας διαβεβαιώνει πως δεν θα συζητήσει θέματα κυριαρχίας.
Τις προηγούμενες ημέρες η εφημερίδα Εστία δημοσίευσε την είδηση ότι ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Χακάν Φιντάν πρότεινε στον Έλληνα ομόλογό του Γ. Γεραπετρίτη να συζητήσουν λύση-πακέτο το Κυπριακό με το Αιγαιακό και την Ανατολική Μεσόγειο.
Όπως επισήμανε σε ένα εξαιρετικά εμπεριστατωμένο άρθρο του στις «Ανιχνεύσεις» ο ιστορικός ερευνητής Δημήτρης Κόντης, η λύση-πακέτο στα ελληνοτουρκικά ήταν από την εποχή του Κωνσταντίνου Καραμανλή επίμονη θέση και των Τούρκων και των Αμερικανών. Και είναι επικίνδυνη.
Η σκέψη και των δύο (Αμερικανών και Τούρκων) συνέκλινε στο να κάνουν ελαφρά πίσω στο εδαφικό στην Κύπρο οι Τούρκοι και να πάρουν υφαλοκρηπίδα στο Αιγαίο και έλεγχο του Αρχιπελάγους ανατολικά του 25ου μεσημβρινού.
Μια τέτοια λύση ο Καραμανλής την θεωρούσε απαράδεκτη και πολύ επικίνδυνη διότι θα έθετε υπό τουρκικό έλεγχο ελληνικά νησιά. Ήταν διατεθειμένος να πάει, ακόμη, και σε πόλεμο.
Η θέση της ελληνικής κυβέρνησης στην πρόταση Φιντάν για λύση-πακέτο δεν έγινε γνωστή. Ο κ. Μητσοτάκης παίζει με την αγωνία των Ελλήνων που θέλουν ηρεμία στα εξωτερικά θέματα και με την επίκληση της μυστικότητας της διπλωματίες μπορεί να γίνουν επικίνδυνα βήματα υποχώρησης. Ποιος θα διασφαλίσει την ακεραιότητα της χώρας όταν και το κοινοβούλιο ελέγχεται, απολύτως, κομματικά;
Η ενδεδειγμένη κίνηση της ελληνικής πλευράς είναι η επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ή έστω στα 10 μίλια και οι συνομιλίες με την Κύπρο για οριοθέτηση ΑΟΖ.
Τα άλλα όλα είναι επικίνδυνα.
ΥΓ: Κάτι τελευταίο. Η Ελλάδα είναι μια πτωχευμένη χώρα. Η ελληνική αποστολή κόστισε 600.000 ευρώ για μια εβδομάδα. 200.000 το αεροπλάνο, 200.000 η διαμονή (η βραδιά στο ξενοδοχείο χρεωνόταν 1.000 ευρώ το άτομο) και 200.000 σε διάφορα γεύματα. Χρειάζονταν τόσα άτομα να ταξιδεύσουν στη Νέα Υόρκη; Γιατί;
Η τουρκική κυβέρνηση ανακαίνισε έναν χώρο που έχει απέναντι από τον ΟΗΕ και εγκατέστησε εκεί όλες τις υπηρεσίες της. Και επειδή δίνει σημασία και στις λεπτομέρειες των συμβολισμών, στο κτήριο, το οποίο όπως ανέφερα βρίσκεται απέναντι από τον ΟΗΕ, κυματίζει η τουρκική σημαία.
Για την Αθήνα αυτά είναι ξεπερασμένα. Η νοοτροπία που διακατέχει την κυβέρνηση και την πολιτική τάξη οδηγεί τη χώρα σε νέα χρεοκοπία.